ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Το πρόβλημα με τον Βασίλη Μπισμπίκη δεν είναι ο Μπισμπίκης

Το πρόβλημα με τον Βασίλη Μπισμπίκη δεν είναι ο Μπισμπίκης 1
NDP PHOTO AGENCY

Μακριά από τις τηλεοπτικές κάμερες και τις αίθουσες σύνταξης, η συζήτηση έχει άλλο χρώμα τα τελευταία 24ωρα. «Μα καλά, ποιος δεν έχει οδηγήσει πιωμένος;» ακούγεται ξανά και ξανά. Κι αν δεν το έχουμε κάνει εμείς, το έχουν κάνει φίλοι μας. Ο Μπισμπίκης είναι απλώς η πιο πρόσφατη απόδειξη ότι στην Ελλάδα οι νόμοι είναι για τους υπόλοιπους και το χειροκρότημα για τους επώνυμους.

ΑΠΟ ΣΙΝΤΥ ΧΑΤΖΗ

Η Φιλοθέη εκείνο το ξημέρωμα κοιμόταν βαριά, σαν προάστιο που θεωρεί τον εαυτό του ασφαλή θύλακα. Ώσπου το μέταλλο ενός αγροτικού τσάκισε τρία σταθμευμένα ΙΧ και έναν μαντρότοιχο. Κάποιοι νόμιζαν ότι ήταν σεισμός∙ ο τρανταγμός μέσα στην άγρια νύχτα συχνά συγχέεται με τη δόνηση μιας κοινωνίας που δεν θέλει να ξυπνήσει. Ένα ακόμη τροχαίο σε μια χώρα που μετράει χιλιάδες κάθε χρόνο. Αλλά εδώ υπήρχε διαφορά: πίσω από το τιμόνι βρισκόταν ένας celebrity. Οδηγός ήταν ο Βασίλης Μπισμπίκης που λίγο νωρίτερα χόρευε σε ένα κρητικό γλέντι, τραγουδούσε με μικρόφωνο στο χέρι, καταναλώνοντας την ίδια ρομαντική εικόνα του «λαϊκού άντρα» που τα media του έχουν απονείμει.

Φαντάσου να ξυπνάς το πρωί, να ετοιμάζεσαι για τη δουλειά σου, να κοιτάς έξω από το παράθυρο και να αντικρίζεις το αυτοκίνητο—την περιουσία σου—σμπαραλιασμένο. Τα τζάμια σπασμένα, οι μπροστινοί άξονες σπασμένοι, τα χτυπημένα κάγκελα του μαντρότοιχου να θυμίζουν ότι κάποιος πέρασε σαν τυφώνας από τη ζωή σου. Στην καλύτερη περίπτωση έχεις μόνο υλικές ζημιές, αλλά το αίσθημα της αδικίας, της ευάλωτης καθημερινότητας που ανατρέπεται σε λίγα δευτερόλεπτα, δεν αποζημιώνεται με κανένα ασφάλιστρο. Και ξέρεις ότι ο υπαίτιος, λίγες ώρες πριν, χόρευε ανέμελος σε ένα γλέντι, ενώ εσύ πληρώνεις το τίμημα της τυφλής ασυλίας που προσφέρει η φήμη.

Ο Βασίλης Μπισμπίκης δεν είναι τυχαίος. Στην τηλεόραση και στο θέατρο έχει παίξει τον σκληρό, τον άντρα που κουβαλάει το σκοτάδι του, τον ήρωα που μιλάει με τη γλώσσα του δρόμου. Στη ζωή του, τώρα, φαίνεται να γίνεται ο ίδιος εκείνο το στερεότυπο. Το θηριώδες αγροτικό, το γλέντι, η πρόσκρουση, η φυγή - ένα σενάριο που θα έμοιαζε υπερβολικά εύκολο, αν δεν ήταν τόσο πραγματικό.

Η Ελλάδα αγαπάει αυτές τις ιστορίες. Το σκηνικό θυμίζει περισσότερο ταινία παρά είδηση: τραγούδια και λύρες, ένας σταρ που ανεβαίνει στη σκηνή για να χορέψει, μια άγρια συμπλοκή με είκοσι άτομα που κατέληξε σε δύο μαχαιρωμένους στο νοσοκομείο (ναι, είχαμε κι αυτά στο κρητικό γλέντι) και λίγες ώρες αργότερα ένα ατύχημα στη σιωπή μιας εύπορης συνοικίας. Η παρακμή και η φαντασμαγορία να εναλλάσσονται σαν να πρόκειται για κομμάτια του ίδιου έργου.

Ένας σταρ που εξαφανίζεται, για να εμφανιστεί λίγες ώρες αργότερα χαμογελαστός στην εκπομπή της Ναταλίας Γερμανού. Σαν να μην έχει μεσολαβήσει τίποτα, σαν να μην υπήρξε λάδι στην άσφαλτο ούτε κατεστραμμένα αυτοκίνητα, ο ηθοποιός μιλάει για Βανδή, για παραστάσεις, για σχέδια. Ο θόρυβος της σύγκρουσης χάνεται, γιατί η χώρα χρειάζεται τον σταρ της περισσότερο από όσο χρειάζεται μια αίσθηση ασφάλειας. Η πραγματικότητα καταπίνεται, αρκεί το πρόσωπο να συνεχίζει να εξυπηρετεί την ανάγκη μας για αφήγηση.

Μακριά από τις τηλεοπτικές κάμερες και τις αίθουσες σύνταξης, η συζήτηση έχει άλλο χρώμα τα τελευταία 24ωρα. «Μα καλά, ποιος δεν έχει οδηγήσει πιωμένος;» ακούγεται ξανά και ξανά. Κι αν δεν το έχουμε κάνει εμείς, το έχουν κάνει φίλοι μας. Κι έχουμε ανέβει σε αυτοκίνητα και μηχανές ανθρώπων που είχαν καταναλώσει αλκοόλ, γιατί «το έχει», γιατί «ξέρει να οδηγεί». Η ελληνική καθημερινότητα είναι γεμάτη από μικρά, αθέατα ρίσκα που παίρνουμε σαν να είναι φυσιολογικά. Κι έτσι το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν ο Μπισμπίκης τα έχει με την Δανάη Παππά ή αν έχει πρόβλημα με το αλκοόλ ή όχι αλλά πώς έχουμε μάθει να συγκαλύπτουμε μια κουλτούρα επικίνδυνης οδήγησης που θεωρείται σχεδόν ανδρικό προνόμιο.

Η εγκατάλειψη τόπου ατυχήματος, οι ποινές του ΚΟΚ, το άρθρο 290Α του Ποινικού Κώδικα, όλα αυτά παραμένουν στη θεωρία. Για τον μέσο οδηγό, οι κυρώσεις είναι συγκεκριμένες και σκληρές: φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, αφαίρεση διπλώματος, υψηλά πρόστιμα, ακόμη και κακουργηματικές διώξεις αν υπάρξει τραυματισμός. Ο νόμος, όπως είναι γραμμένος, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Κι όμως, στην πράξη, η εφαρμογή του μοιάζει επιλεκτική.

Ο απλός πολίτης που θα βρεθεί σε αντίστοιχη θέση, αντιμετωπίζει μια άμεση κι αμείλικτη πραγματικότητα: αστυνομία, αυτόφωρο, δελτία Τύπου που τον «δείχνουν» με το όνομά του, διασυρμό στα τοπικά μέσα και στην κοινότητά του. Η τιμωρία ξεκινά πριν καν ολοκληρωθεί η δικογραφία. Οι διαδικασίες είναι ποινικοποιημένες, οι ποινές παραδειγματικές. Ο νόμος λειτουργεί εδώ με όλη του τη βαρύτητα.

Αντίθετα, για τον δημόσιο άνθρωπο, το πλαίσιο αλλάζει. Η ίδια πράξη περιγράφεται με άλλες λέξεις: «περιπέτεια», «ατυχές συμβάν», «συγκυρία». Η εγκατάλειψη του τόπου δεν τον βαραίνει∙ γίνεται «σύγχυση» ή «πανικός». Η μέθη δεν αναφέρεται ποτέ ευθέως, απλώς «είχε βγει από γλέντι». Και το σημαντικότερο: οι κάμερες και τα μικρόφωνα αναλαμβάνουν αμέσως να σκηνοθετήσουν την εικόνα της επόμενης ημέρας. Ο ηθοποιός χαμογελά, ο τραγουδιστής βγαίνει σε εκπομπές, ο ποδοσφαιριστής συνεχίζει τις προπονήσεις.

Αυτό δεν είναι παρά μια παράσταση ασυλίας. Ο Τύπος δεν τους δικάζει, τους σκηνοθετεί. Η κοινωνία, με τη σειρά της, αποδέχεται τον ρόλο του κοινού. Το χειροκρότημα είναι πιο δυνατό από την κατακραυγή, η εικόνα πιο ανθεκτική από τον νόμο. Έτσι η διάκριση παγιώνεται: για τον ανώνυμο πολίτη υπάρχει Κώδικας, για τον επώνυμο αφήγημα. Και το αφήγημα, σε αυτή τη χώρα, έχει πάντα μεγαλύτερη δύναμη από την ποινή.

Η ιστορία του Βασίλη Μπισμπίκη δεν έχει τίποτα το μοναδικό, είναι απλώς πιο θεαματική. Ένα μεθύσι που καταλήγει σε σύγκρουση, μια εγκατάλειψη τόπου, μια επόμενη μέρα που συνεχίζεται σαν να μη συνέβη τίποτα. Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι μια ακόμη μικρή είδηση αστυνομικού δελτίου. Γίνονται, όμως, «περιπέτεια» επειδή το πρόσωπο είναι γνωστό. Κι αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η δική μας στάση δεν είναι λιγότερο προβληματική. Γιατί πίσω από τα ειρωνικά tweets και τα τηλεοπτικά πάνελ, κρύβεται η κοινή παραδοχή: «ποιος δεν το έχει κάνει;». Σιωπηρά έχουμε όλοι συναινέσει σε μια κουλτούρα ανοχής, όπου το αλκοόλ, η ταχύτητα και η επίδειξη θεωρούνται σχεδόν τελετουργικά ανδρείας.

Αυτό είναι το πραγματικό σκάνδαλο. Όχι ο ηθοποιός που χορεύει και μετά τρακάρει, αλλά μια κοινωνία που ξέρει, γελάει, ξεχνάει. Η Φιλοθέη θα επισκευάσει τα κάγκελα και τα σταθμευμένα. Ο Μπισμπίκης θα επιστρέψει στις παραστάσεις του. Εμείς, όμως; Εμείς θα συνεχίσουμε να ανεβαίνουμε σε αυτοκίνητα που τα οδηγεί κάποιος «που το έχει», μέχρι το επόμενο ξημέρωμα να μας θυμίσει ότι η ασυλία του θεάματος δεν σώζει κανέναν στην πραγματική ζωή.

Αντί υστερόγραφου: Η γυναίκα συχνά γίνεται ο κυματοθραύστης των ανδρών. Πλήττεται, υφίσταται τις συνέπειες των πράξεων τους και, ενίοτε, καλείται να λογοδοτήσει για ό,τι ο σύντροφός της έκανε ή δεν έκανε. Στην περίπτωση αυτή, το όνομα της Δέσποινας Βανδή ανασύρεται αδικαιολόγητα, σαν να ήταν εκείνη που καθόρισε τη συμπεριφορά του Μπισμπίκη ή σαν να έχει κάποια ευθύνη για την κατανάλωση αλκοόλ ή το τροχαίο ατύχημα. Είναι μια παλιά συνήθεια: η κοινωνία, συχνά, βρίσκει ευκολότερο να αξιολογήσει και να κρίνει τη γυναίκα, παρά τον άνδρα που είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής της πράξης.

Κι όμως, το ζητούμενο δεν είναι η σχέση του άνδρα με τη σύντροφό του, αλλά η συμπεριφορά του ως ανεξάρτητου ατόμου. Το να εμπλέκεται η γυναίκα σε κάθε δημοσιογραφικό ή κοινωνικό σχόλιο για τις πράξεις του συντρόφου της, μετατρέπει την ανισότητα σε κανόνα: εκείνος μπορεί να ζει ανέμελος, να χορεύει, να τρακάρει, να εμφανίζεται στις κάμερες, ενώ εκείνη καλείται να εξηγήσει, να απολογηθεί, να αντέξει το βλέμμα και τη συζήτηση που στρέφεται εναντίον της.


Demy: Όρια, φόβοι και η επιστροφή στον πυρήνα

Η Ειρήνη και η Έλενα υποδέχονται στο στούντιο τη Demy για μια ειλικρινή συζήτηση που θα σας αγγίξει περισσότερο από όσο φαντάζεστε.


READ MORE

ΑΠΟΡΡΗΤΟ