ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Τα μπάνια του καλοκαιριού απέναντι στην εκδούλευση του ΑΙ 1

Παλιά, στη μεταμιλένιουμ εποχή, εάν ήθελαν να περιγράψουν την πινέζα στον χάρτη έλεγαν «εκεί που δεν πιάνει το κινητό». Πλέον, η παραμεθόριος ανάμεσα στην αδυσώπητη αλήθεια και τη φαιδρή εικονική πραγματικότητα είναι η άγρια χαρά της παραλίας -για την ώρα, τουλάχιστον.

ΑΠΟ ΕΦΗ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

«Με τον πατέρα πηγαίναμε στη θάλασσα σχεδόν κάθε Κυριακή. Είχε ένα παμπάλαιο αυτοκίνητο που 'μοιαζε με οβίδα και που το λέγαμε “Καραϊσκάκη”. Έτσι το 'χε βαφτίσει ένα μορτόπαιδο καθώς περνούσαμε από έναν κεντρικό δρόμο της Αθήνας, και ‘μεις χαρήκαμε, γιατί το αυτοκίνητο του πατέρα δεν ήταν κοινό αυτοκίνητο και του άξιζε να έχει ένα όνομα.

»Το χρώμα του ήταν καφέ ή γκρίζο ή ίσως και χακί, από μέσα ήταν στρωμένο με βυσσινί πετσί αληθινό, μια πολυτέλεια που ερχόταν σε αντίθεση με το σύνολο· ήταν ψηλό, εντελώς ανοιχτό και δίχως κουκούλα, με τη μηχανή του κομμένη μπροστά κατακόρυφα σα φάτσα μούργικου σκύλου· πίσω κατέληγε σε μύτη που θύμιζε ουρά τσαλαπετεινού· κι εκεί στη μύτη υπήρχε ένα ξύλινο ντουλαπάκι όπου πετούσαμε τα κοστούμια του μπάνιου, τα ψαρικά, κι ό,τι άλλο, ανάκατα.

»Κοντολογίς ήταν ένα αυτοκίνητο με δικό του χαρακτήρα και εμφάνιση προκλητική» γράφει η Μαργαρίτα Λυμπεράκη στα «Ψάθινα Καπέλα», ένα μυθιστόρημα του 1946 για τα καλοκαίρια κάτω από τον λαμπρό φως της Αττικής και τρεις αδερφές στην άνθησή τους.

Δεν μπορεί κανείς να πειράξει τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος, να βάλει gifάκια απορίας πάνω από την ξεχαρβαλωμένη ομπρέλα, να συνοδεύσει τις πόζες με το λατρεμένο σκυλάκι του με το τραγούδι Me and My Monkey του Ρόμπι Γουίλιαμς.

Η νοσταλγία σαν γέφυρα, σαν κάμερα obscrura χρησιμοποιεί κάτοπτρα ώστε το είδωλο να είναι ανεστραμμένο αλλά ταυτόχρονα ορθό υπενθυμίζοντας ότι υπάρχει κάτι βαθιά ψυχεδελικό και σίγουρα ακαταμάχητα ρεαλιστικό στην εικόνα της αλατισμένης κόμης που στεγνώνει πάνω από το βρεγμένο μαγιό – στο πιο εκτεθειμένο σημείο της ζωής μας (μετά τη μπανιέρα μας) και έξω από το ψηφιακό καβούκι μας, μακριά από την παράλληλη φήμη μας, αυτή που καλλιεργούμε σαν επίμονοι κηπουροί στα σόσιαλ μίντια.

Δεν υπάρχουν αντηλιακά με φίλτρα του ίνσταγκραμ -μόνο με φίλτρα προστασίας SPF30 και SPF50. Δεν έχει εφευρεθεί το app για την τέλεια εφαρμογή μαγιό -είτε σου ταιριάζει γάντι το λεοπάρ μπικίνι είτε όχι. Δεν μπορεί κανείς να πειράξει τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος, να βάλει gifάκια απορίας πάνω από την ξεχαρβαλωμένη ομπρέλα, να συνοδεύσει τις πόζες με το λατρεμένο σκυλάκι του με το τραγούδι Me and My Monkey του Ρόμπι Γουίλιαμς.

Κατά την άποψη του Thompson, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και ίσως ο πλανήτης στο σύνολό του, πάσχουν από μια αυτοεπιβαλλόμενη επιδημία μοναξιάς που μεταμορφώνει «τις προσωπικότητές μας, τις ιδεολογίες μας, ακόμη και τη σχέση μας με την πραγματικότητα».

Στην παραλία αναγκαζόμαστε να είμαστε ειλικρινείς. Και να συνυπάρξουμε δίπλα-δίπλα.

Γινόμαστε, άραγε, τώρα πιο μοναχικοί από ποτέ; Η ερώτηση δεν είναι ρητορική. Ή τουλάχιστον όχι για τόσο διαυγείς αναλυτές της σύγχρονης πραγματικότητας όπως ο Αμερικανός Derek Thompson, συντάκτης του περιοδικού The Atlantic και συγγραφέας δοκιμίων όπως το On Work: Money, Meaning, Identity και Hitmakers.

Κατά την άποψη του Thompson, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και ίσως ο πλανήτης στο σύνολό του, πάσχουν από μια αυτοεπιβαλλόμενη επιδημία μοναξιάς που μεταμορφώνει «τις προσωπικότητές μας, τις ιδεολογίες μας, ακόμη και τη σχέση μας με την πραγματικότητα».

Έχει ονομάσει την εποχή που ζούμε «αντικοινωνικό αιώνα» και λέει ότι βιώνει τις καταστροφές της τόσο στη δική του ζωή όσο και στις ζωές των περισσότερων ανθρώπων του άμεσου περιβάλλοντός του.

Σύμφωνα με έρευνα της YouGov του 2024, λίγο περισσότεροι από τους μισούς νεαρούς Αμερικανούς ηλικίας 18 έως 29 ετών αισθάνονται άνετα να μιλήσουν στην τεχνητή νοημοσύνη για θέματα ψυχικής υγείας.

Σε ένα άρθρο του, ο Thompson ξεκινά με μια παραβολή που ερμηνεύεται ως σύμπτωμα: σε ένα μεξικάνικο μπαρ στη Βόρεια Καρολίνα, στο οποίο συχνάζει εδώ και χρόνια, σχεδόν κανείς δεν πηγαίνει πια για να πιει μερικές μπύρες και να συνομιλήσει με τους θαμώνες. Κι ενώ οι δουλειές του μπαρ πηγαίνουν από ποτέ αυτό έχει μετατραπεί σε ένα κατάστημα έτοιμου φαγητού που παραδίδει δεκάδες δίσκους ανά λεπτό.

Οι άνθρωποι παραγγέλνουν χρησιμοποιώντας μια εφαρμογή, παραλαμβάνουν από έναν πάγκο δίπλα στην κουζίνα, πληρώνουν και φεύγουν με μια χάρτινη σακούλα για το σπίτι. Μια λεπτή χορογραφία κατανάλωσης που εκτελείται με μηχανική ακρίβεια και, τουλάχιστον για τον Tompson, αποκαρδιωτική -ολοκληρώνεται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, χωρίς κανείς να ανταλλάξει ούτε μια λέξη.

Κι όλα αυτά ενώ το ChatGPT έχει περίπου 400 εκατομμύρια εβδομαδιαίους ενεργούς χρήστες παγκοσμίως, με έναν αυξανόμενο αριθμό να στρέφεται στο bot για προσωπικές συμβουλές και συντροφιά. Σύμφωνα με έρευνα της YouGov του 2024, λίγο περισσότεροι από τους μισούς νεαρούς Αμερικανούς ηλικίας 18 έως 29 ετών αισθάνονται άνετα να μιλήσουν στην τεχνητή νοημοσύνη για θέματα ψυχικής υγείας.

Μαζεύοντας την υγρή πετσέτα απομακρυνόμενοι από την παραλία, τίποτα από όλα αυτά δε θα έχει αλλάξει αλλά τουλάχιστον θα έχουμε περάσει κάποια ώρα φυσικότητας. Ακόμα κι αν έχουμε ρωτήσει τη Siri τι ώρα δύει ο ήλιος για να ανεβάσουμε ένα ακόμα sunset στα στόρι μας.


Μεγαλώνουμε. Και λοιπόν; Το θαύμα του ChatGPT και η κρίση ηλικίας

Στο νέο επεισόδιο του podcast “Έχεις Δυο Λεπτά;” η Ειρήνη Ζουρνατζή και η Έλενα Πάκου μοιράζονται την αλήθεια τους για την ηλικία και όλα όσα (δεν πρέπει να) τη συνοδεύουν.


ΑΠΟΡΡΗΤΟ