«Με τον πατέρα πηγαίναμε στη θάλασσα σχεδόν κάθε Κυριακή. Είχε ένα παμπάλαιο αυτοκίνητο που 'μοιαζε με οβίδα και που το λέγαμε “Καραϊσκάκη”. Έτσι το 'χε βαφτίσει ένα μορτόπαιδο καθώς περνούσαμε από έναν κεντρικό δρόμο της Αθήνας, και ‘μεις χαρήκαμε, γιατί το αυτοκίνητο του πατέρα δεν ήταν κοινό αυτοκίνητο και του άξιζε να έχει ένα όνομα.
»Το χρώμα του ήταν καφέ ή γκρίζο ή ίσως και χακί, από μέσα ήταν στρωμένο με βυσσινί πετσί αληθινό, μια πολυτέλεια που ερχόταν σε αντίθεση με το σύνολο· ήταν ψηλό, εντελώς ανοιχτό και δίχως κουκούλα, με τη μηχανή του κομμένη μπροστά κατακόρυφα σα φάτσα μούργικου σκύλου· πίσω κατέληγε σε μύτη που θύμιζε ουρά τσαλαπετεινού· κι εκεί στη μύτη υπήρχε ένα ξύλινο ντουλαπάκι όπου πετούσαμε τα κοστούμια του μπάνιου, τα ψαρικά, κι ό,τι άλλο, ανάκατα.
»Κοντολογίς ήταν ένα αυτοκίνητο με δικό του χαρακτήρα και εμφάνιση προκλητική» γράφει η Μαργαρίτα Λυμπεράκη στα «Ψάθινα Καπέλα», ένα μυθιστόρημα του 1946 για τα καλοκαίρια κάτω από τον λαμπρό φως της Αττικής και τρεις αδερφές στην άνθησή τους.
Δεν μπορεί κανείς να πειράξει τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος, να βάλει gifάκια απορίας πάνω από την ξεχαρβαλωμένη ομπρέλα, να συνοδεύσει τις πόζες με το λατρεμένο σκυλάκι του με το τραγούδι Me and My Monkey του Ρόμπι Γουίλιαμς.
Η νοσταλγία σαν γέφυρα, σαν κάμερα obscrura χρησιμοποιεί κάτοπτρα ώστε το είδωλο να είναι ανεστραμμένο αλλά ταυτόχρονα ορθό υπενθυμίζοντας ότι υπάρχει κάτι βαθιά ψυχεδελικό και σίγουρα ακαταμάχητα ρεαλιστικό στην εικόνα της αλατισμένης κόμης που στεγνώνει πάνω από το βρεγμένο μαγιό – στο πιο εκτεθειμένο σημείο της ζωής μας (μετά τη μπανιέρα μας) και έξω από το ψηφιακό καβούκι μας, μακριά από την παράλληλη φήμη μας, αυτή που καλλιεργούμε σαν επίμονοι κηπουροί στα σόσιαλ μίντια.