«Είναι δύσκολο να προσκαλέσεις κόσμο στο σπίτι – δεν θέλουν όλοι να κάθονται στο κρεβάτι» γράφει η Leah Harper στον Guardian σε πρόσφατο άρθρο με τίτλο «Ο θάνατος του καθιστικού» και συνεχίζει: «Ο αριθμός των ενοικιαζόμενων ακινήτων χωρίς σαλόνι αυξάνεται ραγδαία και οι άνθρωποι αναγκάζονται να τρώνε και να κοινωνικοποιούνται σε υπνοδωμάτια και κλιμακοστάσια. Πώς μπορεί κανείς να χαλαρώσει και να δημιουργήσει μια κοινότητα χωρίς κοινόχρηστο χώρο;».
Υπάρχουν εποχές που η απώλεια δεν αφορά μόνο ανθρώπους ή στιγμές. Αφορά και αντικείμενα. Και δε μιλάμε για αναπτήρες, τσιμπιδάκια, ομπρέλες στα λεωφορεία. Μιλάμε για ολόκληρα δωμάτια – η οικονομία του «να χωρέσει κι αυτό», η πίεση των τετραγωνικών, το φαινόμενο της Airbnb-οποίησης και η ευτέλεια των επίπλων έχουν αρχίσει να μεταμορφώνουν την αρχιτεκτονική λογική των αστικών διαμερισμάτων.
Πριν την εξαφάνιση του living room, η αλήθεια είναι, την είχαν ήδη κάνει μια σειρά από αντικείμενα, ξαφνικά μέσα στη νύχτα όπως ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης όταν του τελειώνει το νερό. Η μικρή επανάσταση των επιπλωμένων ενοικιαζόμενων καθιέρωσε τα διαμερίσματα εκείνα που μοιάζουν να έχουν σχεδιαστεί από interior designer που διαβάζει υπερβολικά πολύ Μαρί Κόντο και βλέπει Black Mirror πριν κοιμηθεί.
Αν ο μπιντές έφυγε αθόρυβα, η μπανιέρα έφυγε με το δράμα που της αρμόζει. Αποκαθήλωση κανονική. Η μπανιέρα, σύμβολο μιας άλλης αστικής ζωής – εκείνης που προλάβαινε να γεμίσει ζεστό νερό και να χαλαρώσει – παραμερίστηκε χωρίς να το καταλάβει κανείς. Ακούστηκε ένα «Non, je ne regrette rien» και βρέθηκε έξω από τη ζωή μας.
Σαν ήρωας σε μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι, ο μπιντές εξαφανίστηκε χωρίς σημείωμα. «Πιάνει χώρο», είπαν οι νέοι ιδιοκτήτες, «κανείς δεν τον χρησιμοποιεί». Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Ο μπιντές δεν ήταν ποτέ statement, ήταν όμως μια μικρή, διακριτική πολυτέλεια, ένα σημάδι ότι το σπίτι δεν ήταν απλώς κουτί διαμονής αλλά χώρος φροντίδας. Ξηλώθηκε ο μπιντές και στη θέση του τοποθετήθηκε μια προκάτ ραφιέρα μπάνιου και πάνω της «φύτρωσε» μια σανσεβιέρια με δίχρωμα φύλλα-λόγχες.
Αν ο μπιντές έφυγε αθόρυβα, η μπανιέρα έφυγε με το δράμα που της αρμόζει. Αποκαθήλωση κανονική. Η μπανιέρα, σύμβολο μιας άλλης αστικής ζωής – εκείνης που προλάβαινε να γεμίσει ζεστό νερό και να χαλαρώσει – παραμερίστηκε χωρίς να το καταλάβει κανείς. Λες κι έγινε πίσω από την πλάτη μας.
Κάποτε η μπανιέρα ήταν σκηνικό, ήταν το Pretty Woman της καθημερινότητάς μας. Τώρα, η θέση της ανήκει σε ντουσιέρες που μοιάζουν με διαστημικές κάψουλες για «ένα στα όρθια».
Ακούστηκε ένα «Non, je ne regrette rien» και βρέθηκε έξω από τη ζωή μας. Ένας υδραυλικός με αδυναμία στις εγκαταστάσεις-ξεπέτα και ένας αποφασισμένος πλακάς, ορκισμένος να τελειώσει τη δουλειά μέχρι το μεσημέρι, και η μπανιέρα έγινε ανάμνηση.
Ωστόσο, κάποτε η μπανιέρα ήταν σκηνικό, ήταν το Pretty Woman της καθημερινότητάς μας. Τώρα, η θέση της ανήκει σε ντουσιέρες που μοιάζουν με διαστημικές κάψουλες για «ένα στα όρθια».
Στη συνέχεια, λίγο πριν-λίγο μετά, σειρά πήρε το τραπέζι της κουζίνας — εκείνο το ξύλινο, στραπατσαρισμένο σύνορο ανάμεσα στη μέρα και στη νύχτα, στο «πήρα άριστα» και στο «χώρισα», στο «μάνα δε θα αργήσω» και στο «κάτσε να στα πω».
Και τώρα χάνεται κάτι πολύ μεγαλύτερο. Ολόκληρο το living room. Αυτό το δωμάτιο που κάποτε ήταν η καρδιά του σπιτιού – εκεί όπου τσακωνόμασταν για το τηλεκοντρόλ, κουτσομπολεύαμε με φίλους, στρώναμε καναπέδες για φιλοξενούμενους.
Οι νέες κουζίνες μοιάζουν να βγήκαν από sci-fi ταινία με πολλή Σκανδιναβία: νησίδες, πάγκοι, ψηλές καρέκλες που δεν αγκαλιάζουν το σώμα όπως η παλιά ψάθινη. Ο χώρος για φαγητό μετακομίζει στο σαλόνι ή – ακόμα χειρότερα – στον καναπέ, μπροστά σε κάποια σειρά που «όλοι μιλούν για αυτή». Και η κουζίνα έγινε ένα passing zone. Μπαίνεις-βγαίνεις-τα λέμε.
Και τώρα χάνεται κάτι πολύ μεγαλύτερο. Ολόκληρο το living room. Αυτό το δωμάτιο που κάποτε ήταν η καρδιά του σπιτιού – εκεί όπου τσακωνόμασταν για το τηλεκοντρόλ, κουτσομπολεύαμε με φίλους, στρώναμε καναπέδες για φιλοξενούμενους.
Σήμερα, στα μικρά Airbnb της πόλης, το καθιστικό συρρικνώνεται σε έναν διάδρομο με έναν καναπέ-κρεβάτι. Κι αν το δωμάτιο πετύχει να είναι πάνω από 8 τετραγωνικά, το λέμε «σαλοκουζίνα» και συνεχίζουμε τη ζωή μας.
Όταν το σαλόνι εξαφανίζεται, πάει περίπατο κι ένα κομμάτι της κοινωνικής ζωής. Το σπίτι παύει να είναι τόπος συνάντησης και γίνεται απλώς μια στάση ανάμεσα σε δύο check-in, στην εποχή των ψηφιακών νομάδων και των λάπτοπ/smartphone ως διαύλους ετεροτοπίας.
Τα δωμάτια μικραίνουν όχι επειδή δεν χρειαζόμαστε τον χώρο, αλλά επειδή δεν έχουμε πια χρόνο να ζήσουμε μέσα σε αυτόν.
«Το σαλόνι είναι απολύτως συνυφασμένο με τα δυτικά σπίτια, ένας χώρος που πολλοί από εμάς θεωρούμε δεδομένο, αλλά σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της SpareRoom, ένας αυξανόμενος αριθμός ενοικιαζόμενων κατοικιών που διαφημίζονται στον ιστότοπο κοινής χρήσης κατοικιών δεν διαθέτουν πρόσβαση σε καθιστικό» σχολιάζει η Leah Harper στο σχετικό άρθρο του Guardian και δίνει έξτρα στοιχεία: « Μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου του τρέχοντος έτους, το 29,8% των δωματίων που διαφημίζονταν στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν σε ακίνητα χωρίς σαλόνι, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται στο 41,2% στο Λονδίνο. Σχεδόν οι μισοί (49%) από όλους τους ενοικιαστές που συμμετείχαν στην έρευνα ανέφεραν ότι το living room στο σπίτι τους χρησιμοποιείται πλέον ως υπνοδωμάτιο».
Η αρχιτεκτονική έκφραση μιας εποχής που θέλει τα πάντα γρήγορα, λειτουργικά και προσωρινά. Τα δωμάτια μικραίνουν όχι επειδή δεν χρειαζόμαστε τον χώρο, αλλά επειδή δεν έχουμε πια χρόνο να ζήσουμε μέσα σε αυτόν. Τα αντικείμενα εξαφανίζονται όχι γιατί δε χωράνε αλλά γιατί δεν είναι universal.
Επιμύθιο: Αν θεωρήσουμε ότι «η δυσπιστία στη μαγεία μπορεί να αναγκάσει μια φτωχή ψυχή να πιστέψει στην κυβέρνηση και τις επιχειρήσεις» όπως έλεγε ο Τομ Ρόμπινς, ο οποίος στο Άρωμα του Ονείρου έβαλε ένα κουτάλι να ταξιδεύει ανά τον κόσμο, τότε μας συμφέρει να δούμε τις εξαφανίσεις των οικιακών αντικειμένων και χώρων ως μια σύνδεση με τις αισθήσεις, το πρακτικό και το προσωπικό.
«Οι φιλόσοφοι διαφωνούν εδώ και αιώνες για το πόσοι άγγελοι μπορούν να χορέψουν στην άκρη μιας καρφίτσας, αλλά οι υλιστές γνωρίζουν από πάντα ότι αυτό εξαρτάται από το αν χορεύουν τζίτερμπαγκ ή χορεύουν μάγουλο με μάγουλο» πρόσθετε ο Ρόμπινς και κάπως ταιριάζει στο θέμα μας. Κι ας μη βγάζει απολύτως νόημα.
Υ.Γ. Δεν αναφέρθηκα στο χειροποίητο, δεινοσαυρικό σκρίνιο γιατί του αξίζει ιδιαίτερη μνεία.
