Είμαι και εγώ οργισμένη για την εισήγηση της εισαγγελέως στη δίκη για τη 12χρονη του Κολωνού. Δε θα το κρύψω. Όπως είναι μία μεγάλη μερίδα της κοινωνίας. Έχω οργή, έχω θυμό, νιώθω πληγωμένη. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Όλοι μας έχουμε κάνει αμέτρητες συζητήσεις, έχουμε μείνει ξάγρυπνοι διαβάζοντας σοκαρισμένοι για όλα εκείνα τα εγκλήματα κατά ζωής, γενετήσιας ελευθερίας, αξιοπρέπειας, τις γυναικοκτονίες, του metoo που μονοπωλούν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Πολλές φορές δεν άντεχα να ακούω άλλο. Μια φίλη μου για αρκετό καιρό μετά από τέτοια εγκλήματα, έκανε εμετούς στο άκουσμα και άλλων πληροφοριών.
Είμαστε τόσο σοκαρισμένοι με τα εγκλήματα που ταράζουν την εικόνα που έχουμε για την ανθρώπινη φύση και για το πόσα τερατώδη είναι ικανός ένας άνθρωπος να κάνει που για μας οι αποφάσεις για ένα έγκλημα μοιάζουν σχεδόν αυταπόδεικτες. Έτσι δεν είναι; Πόσες φορές δεν είπαμε «Αυτός θέλει κρέμασμα στο Σύνταγμα» ή ότι «θα έπρεπε να επανέλθει η θανατική ποινή»; Ή ακόμα χειρότερα «εγώ αν ήμουν δικαστής, δεν θα άκουγα κανέναν από τους μάρτυρες, ξέρουμε όλοι τι έγινε, ισόβια στον …@#$%.».
Όμως προσπαθώντας να με πάρει με το μέρος της η κοινή λογική, το μυαλό μου καταφέρνει κάποιες φορές να επιβάλλεται στα συναισθήματα. Σκεφτόμουν λοιπόν πόσες φορές οι απόψεις μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν ανατρέψει αποφάσεις σε πολιτικό ή κοινωνικό επίπεδο και αυτό τα καθιστά έναν σημαντικό μοχλό πίεσης που πολλές φορές αντισταθμίζει ή συνεπικουρεί ακόμα και τις δημοσκοπήσεις. Και αυτό τις περισσότερες φορές είναι καλό.
Όμως η περίπτωση μιας δίκης, μιας οποιασδήποτε δίκης οποιουδήποτε βαθμού για την οποία οργιζόμαστε, θυμώνουμε, κλαίμε και στεναχωριόμαστε ακόμα και αν τα συναισθήματα μας εκφράζουν την άποψη όλων ημών των πολλών, δεν είναι ένα θέμα όπου ο καθένας από μας και όλοι μαζί μπορούμε να χρίσουμε εαυτούς, εισαγγελείς, δικαστές, ενόρκους. Δεν μπορούμε να στήνουμε λαϊκό δικαστήριο και να βγάζουμε εμείς αποφάσεις πριν τη δικαστική απόφαση. Μπορούμε μόνον να αισθανόμαστε και να περιμένουμε την απόφαση.
Μια δικαστική διαδικασία έχει το χρόνο της- που κάποιες φορές αργεί για να ικανοποιήσει το περί δικαίου αίσθημα της κοινωνίας- και τον χώρο της. Έχει για «συναισθήματα» το γράμμα του νόμου. Που είναι αμείλικτο, σκληρό και κυρίως πολλές φορές άγνωστο σε μας. Ακόμα πιο πολύ άγνωστο αν μία δίκη γίνεται κεκλεισμένων των θυρών.
Δεν μπορούμε να δικάζουμε αφοριστικά με το θυμικό, με το συναίσθημα, ούτε με παζλ-κομμάτια του νόμου που τα ακούμε ή τα διαβάζουμε ασύνδετα από δεξιά και αριστερά για να βγάλουμε συμπεράσματα.
Ίσως έχουν ευθύνη και κάποια ΜΜΕ που βγαίνοντας με το τουφέκι στο κυνήγι της είδησης, παρουσιάζουν γεγονότα και καταστάσεις υπερβολικά και με τη βοήθεια συνηγόρων διαρρέουν ειδήσεις από το φάκελο της δικογραφίας, ακόμα και μιας λεπτομέρειας. Έτσι μαθαίνουμε αποκομμένα πληροφορίες που επηρεάζουν την άποψή μας, την συναισθηματική μας κατάσταση, την παρόρμησή μας.
Το ξέρω, το Κράτος πολλές φορές είναι τιμωρητικά αργό, μας φέρεται άδικα και άνισα, όμως αυτό δεν μπορεί να συμπαρασύρει τη δικαιοσύνη συνολικά ούτε όλους τους εκπροσώπους τους. Ατάκες όπως «μας έχουν κάνει να μην έχουμε εμπιστοσύνη στην δικαιοσύνη» ή ότι «η δικαιοσύνη δεν είναι και τόσο τυφλή τελικά» είναι εξαιρετικά σοβαρές. Από τη μία αντικατοπτρίζουν μια κοινή ανησυχία για την ακεραιότητα και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων δικαιοσύνης, όμως η απώλεια εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη μπορεί να έχει σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένου του μειωμένου σεβασμού στο Κράτος Δικαίου, της μειωμένης συνεργασίας με τους νομικούς θεσμούς και της μειωμένης αίσθησης ασφάλειας και δικαιοσύνης μεταξύ των πολιτών.