Κι ενώ οι περισσότεροι από εμάς δε θυμόμαστε καν πώς περνούσαμε τις ώρες μας πριν αρχίσουμε να ταΐζουμε τον αλγόριθμο με φρεσκοκομμένα προσωπικά δεδομένα από το μποστάνι των εμπειριών μας -για μερικές ψηφιακές επιβραβεύσεις ως αντάλλαγμα-, η ικανοποίηση από αυτό το αλισβερίσι μοιάζει όλο και πιο ασθενική, όλο και πιο άψυχη.
«Βιώνετε κι εσείς την απόλυτη απογοήτευση μετά από κάθε ανάρτηση;» ρωτάει ο Αμερικανός δημοσιογράφος Kyle Chayka το αναγνωστικό κοινό του New Yorker σε πρόσφατο άρθρο του, ουσιαστικά δηλώνοντας ο ίδιος δημοσίως κι ευθαρσώς ότι η ματαιότητα τον κατακλύζει πατόκορφα μετά το πάτημα του κομβίου που αναγράφει «κοινοποίηση».
Όντως, το να μοιραζόμαστε περιστασιακές στιγμές από τη ζωή μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν φαίνεται να έχει το ίδιο νόημα που είχε παλιά. Έχει χαθεί το «ζαζαζού» που έλεγε κι η Κάρι Μπράντσο τις καλές εποχές της, έχει μετατοπιστεί το κέντρο των ντίτζιταλ σεροτονίνων.
Είναι αυτό που συνοψίζει ο Jorge Marzo Arauzo στην El País με μία σιβυλλική φράση: «Η συζήτηση μεταξύ της καταγραφής των γεγονότων για να τα θυμόμαστε τη ζωή και της καταγραφής των γεγονότων για να ξεχάσουμε τη ζωή».
Η ανάρτηση ενέχει πάντα τον κίνδυνο να φανεί αμήχανη. Όλο και περισσότερο, ενέχει επίσης τον κίνδυνο να πνιγεί -ή, χειρότερα, να ξεχωρίσει ως ακατάλληλη.
