Υπάρχουν ορισμένες ειδήσεις που δεν επιδέχονται ειρωνείας. Όχι, γιατί δεν την αξίζουν (ίσα ίσα, την προκαλούν με το θράσος τους) αλλά γιατί η ειρωνεία, από ένα σημείο και μετά, καταρρέει. Ο Donald J. Trump, ο άνθρωπος που ανατίναξε διεθνείς συμφωνίες με το στόμα του και επαίνεσε ακροδεξιούς ηγέτες ως «ισχυρούς άνδρες», προτείνεται ξανά για το Νόμπελ Ειρήνης, αυτή τη φορά για τον ρόλο του στην υποτιθέμενη «εκεχειρία» μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, μετά από μια επίθεση που κατέστρεψε τρεις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις και σκότωσε αδιευκρίνιστο αριθμό ανθρώπων.
Ο πόλεμος διήρκεσε δώδεκα ημέρες. Το αίμα δεν έχει ακόμη ξεραθεί. Τα συντρίμμια δεν έχουν μαζευτεί. Το όνομα του Donald Trump φιγουράρει πια δίπλα σε εκείνα του Martin Luther King Jr., του Desmond Tutu, του Nelson Mandela. Η Ιστορία δεν έχει αιδώ, αλλά το δέρμα μας νιώθει το ψέμα. Η έννοια της ειρήνης ξεσκίζεται όταν η γλώσσα γίνεται εργαλείο του εξουσιαστή.

Η γελοιότητα της υποψηφιότητας δεν είναι μεμονωμένη. Δεν είναι καν πρωτόγνωρη. Ο ίδιος ο Hitler είχε προταθεί για το Νόμπελ Ειρήνης το 1939 από έναν Σουηδό πολιτικό σε μια αποτυχημένη, έστω σατιρική, χειρονομία. Ο Mussolini είχε δεχθεί παρόμοια πρόταση. Ο Henry Kissinger, ο απόλυτος μάγειρας πραξικοπημάτων και βομβαρδισμών, έφυγε από τη ζωή έχοντας κρεμάσει στον τοίχο του το εν λόγω βραβείο, για τον ρόλο του στη λήξη του Πολέμου του Βιετνάμ, τον οποίο ο ίδιος όξυνε με στρατηγική σαδιστικής επιμονής.
Ο Barack Obama, βραβευμένος προληπτικά σχεδόν, το 2009, είδε επί των ημερών του να εκτοξεύονται drones σε έξι διαφορετικές χώρες (Αφγανιστάν, Πακιστάν, Υεμένη, Σομάλια, Λιβύη, Ιράκ). Η ειρήνη, φαίνεται, είναι μια έννοια εξαγοράσιμη, διαχειρίσιμη, πολιτικά ευέλικτη. Η λογική είναι απλή: αν τελειώσεις έναν πόλεμο που εσύ προκάλεσες, είσαι ειρηνοποιός. Αν χτίσεις έναν φράχτη κι όχι μια γέφυρα, γίνεσαι υποψήφιος για το Νόμπελ.

