Ένας υπόκωφος, επίμονος πλην αμυδρός ήχος από χειροκίνητο πριόνι ακούγεται κάτω από το σπίτι, έξω στον δρόμο, γύρω στις εννιά το πρωί. Βγαίνω στη βεράντα για να δω τους γείτονες με κάποιον που θα μπορούσε να παίζει σε πολλά ταμπλό όπως για παράδειγμα γεωπόνος, ή πριονιστής ή απλά «γνώστης».
«Θέλεις να κάνουμε τις νεραντζιές σου, λεμονιές;» έρχεται η ουρανοκατέβατη ερώτηση, η οποία αναφέρεται στα δύο καλοκλαδεμένα δέντρα του πεζοδρομίου που αναλογεί στη façade της οικίας μου. «Μπολιάσαμε όλη τη δενδροστοιχεία εκτός από αυτές τις δύο» ακολουθεί μια αλλόκοτη επεξήγηση, η οποία μπερδεύει τα πράγματα αντί να τα βάλει στη θέση τους,
«Δηλαδή, για να καταλάβω, υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τα νεράντζια; Μας κάνανε κάτι;» ρωτάω ενώ αρνούμαι να μπω στη διαδικασία ευγονισμού των περήφανων εσπεριδοειδών. Η νεραντζιές ή «πορτοκαλιές της Σεβίλλης» είναι αναπόσπαστο κομμάτι της αθηναϊκής εικόνας, μαζί τις μοβ τζακαράντες που ύμνησε ο Γιώργος Σεφέρης και τις αιωνόβιες ελιές του Γιάννη Ρίτσου. Άσε που είναι πολύ πιο ινσταγκραμικές από τις λεμονιές.
H Αγγλίδα Κλερ Φούλερ στο βιβλίο της Bitter Orange χρησιμοποιεί το νεράντζι ως σύμβολο της εμμονής, της επιθυμίας και των θολών γραμμών μεταξύ αλήθειας και ψέματος.
«Ήταν ένα καλοκαίρι ουρανοκατέβατο. Οι λέξεις είχαν χάσει το νόημά τους. Όλα πήγαιναν στραβά» γράφει η Έρση Σωτηροπούλου στο βραβευμένο και πολυμεταφρασμένο μυθιστόρημά της Σιγκ Ζαγκ στις Νεραντζιές, το οποίο το 2008 ήρθε αντιμέτωπο με σκληρή λογοκρισία, ενώ η Αγγλίδα Κλερ Φούλερ στο βιβλίο της Bitter Orange χρησιμοποιεί το νεράντζι ως σύμβολο της εμμονής, της επιθυμίας και των θολών γραμμών μεταξύ αλήθειας και ψέματος.