Αποτέλεσε πάντοτε μία από τις πιο αγαπημένες διαδρομές -από τις οικογενειακές τσάρκες για «μπάνιο, πιροσκί και κέικ τρικολόρε» μέχρι τις σόλο, καταδικές μου νυχτερινές περιπλανήσεις με το πρώτο αυτοκίνητο για να ξορκιστεί η αμηχανία του ατζαμή.
Ανέβαζα, κατέβαζα ταχύτητα, μάθαινα να μπαίνω στις κλειστές στροφές στα λιμανάκια, να βγαίνω από τα «πέταλα» χωρίς να περνάω στο απέναντι ρεύμα, να αφουγκράζομαι την ανάσα των αλόγων της μηχανής, να αποκωδικοποιώ την γλώσσα του τιμονιέρη. «Εσύ έχεις τον έλεγχο. Αυτό είναι ένα μηχάνημα» άκουγα σε έκο τη φωνή του πατέρα μου. Αν μάθω εδώ μετά δε με πιάνει κανείς, σκεφτόμουν και δώσ’ του να κουμπώνω την τρίτη αντί για την πέμπτη.
Αυτή, λοιπόν, η αγαπημένη διαδρομή, την οποία χάρασσα σχεδόν μέρα παρά μέρα μέσα στην εβδομάδα -τι στο καλό, δουλειές δεν είχαμε στα 90s;- ήταν να ξεκινάω από τον Άλιμο και να πηγαίνω προς την Βάρκιζα. Άλλοτε την προσπερνούσα και έφτανα μέχρι Πούντα Ζέζα σε έναν δρόμο που έμοιαζε με τις φιδίσιες, κεντητές ακτές στο Αμάλφι, άλλοτε έκανα τη γνωστή αναστροφή λίγο πιο πέρα από τον φούρνο του Γεωργιάδη.
Ο φούρνος αποτέλεσε ένα τοτέμ τοπόσημο άθελά του, κάτι σαν το τελευταίο σύνορο πριν τη μεγάλη φυγή από την πυκνοκατοικημένη πόλη με τις πολυκατοικίες, κάτι σαν διόδια με λιχουδιές.
Τις προάλλες που διάβασα για το οριστικό αντίο στον φούρνο του Γεωργιάδη, τις θυμήθηκα αυτές τις διαδρομές σαν να ξεφυλλίζω αλμανάκ του 1999 ακούγοντας Balearic sounds και Aphex Twin σε εναλλαγή. Ο φούρνος αποτέλεσε ένα τοτέμ τοπόσημο άθελά του, κάτι σαν το τελευταίο σύνορο πριν τη μεγάλη φυγή από την πυκνοκατοικημένη πόλη με τις πολυκατοικίες, κάτι σαν διόδια με λιχουδιές.
