Όταν το 2015 μετακομίσαμε σε εκείνο το σπίτι στην Ακρόπολη που έβλεπε το Ηρώδειο, θεώρησα ότι αυτή ήταν η μεγάλη τύχη μας. Δεν είχαμε γνωρίσει όμως ακόμα τους γείτονές μας. Ή μάλλον τη γειτόνισσα μας που έμενε από πάνω μας. Από τον φωταγωγό του μπάνιου μας, άκουγα την τηλεόραση της από τα αξημέρωτα στη διαπασών βλέποντας Παπαδάκη. Όταν την πρώτη φορά άκουσα να χτυπάει το τηλέφωνο της στο σπίτι της- και αυτό στη διαπασών-, άκουγα τη γάργαρη φωνή της πεντακάθαρη να παραγγέλνει εμφιαλωμένα νερά από το μίνι μάρκετ της γειτονιάς. Μια άλλη φορά μπήκα στο ασανσέρ και μύρισα το Paris του YSL μαζί με έναν αέρα αστικής κομψότητας. Η αόρατης παρουσία της προϋπήρχε της απτής εμφάνισής της. Σαν αστικός μύθος.
Την πρώτη φορά που τη συνάντησα στο διάδρομο της πολυκατοικίας, φώναξα από μέσα μου, με εφηβικό ενθουσιασμό: «αααα η Μπεμπέκα από τις τρεις Χάριτες» και μετά ξεδιπλώθηκε, εσωτερικά πάλι, ένα κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου και του κινηματογράφου.
Όταν τη γνωρίσαμε, ήταν 86 χρόνων. «Είμαι δύο χρόνια νεότερη από τη βασίλισσα Ελισάβετ», μου είπε μια μέρα με αυτοσαρκασμό.
Της συστήθηκα με συστολή και όταν άκουσα τη μελιστάλαχτη φωνή της να μου λέει «εσείς είστε λοιπόν οι γείτονες μου. Καλωσήρθατε! Όποτε θέλετε, ελάτε να πιούμε καφέ στο σπίτι», τότε κατάλαβα ότι η γειτόνισσά μας που έβλεπε Παπαδάκη από τα αχάραγα, που παράγγελνε νερά και άφηνε το αρωματικό της αποτύπωμα στο ασανσέρ, ήταν η Άννα Κυριακού.
Όταν τη γνωρίσαμε, ήταν 86 χρόνων. «Είμαι δύο χρόνια νεότερη από τη βασίλισσα Ελισάβετ», μου είπε μια μέρα με αυτοσαρκασμό. Πάντα διαυγής η σκέψη της και ο λόγος της. Πάντα με ένα χαμόγελο. Πάντα ανεξάρτητη και αυτόνομη. Πήγαινε μόνη της για ψώνια με το καροτσάκι της και όταν της έλεγα «Κυρία Άννα, θέλετε βοήθεια;», πάντα αρνιόταν. Πήγαινε μόνη της στον γιατρό της στο Κουκάκι. Μια φορά που τη συνόδεψα προς τα εκεί, δε με άφησε να την κρατήσω ούτε αγκαζέ. Μόνη της όλα ήθελε να τα κάνει.

