Υπάρχει ένα μικρό πράγμα που όλοι κάνουμε και κανείς δεν παραδέχεται: κοιτάμε μέσα από την «κλειδαρότρυπα». Και δεν έχει σημασία ποιον παρακολουθούμε. Μπορεί να είναι η γειτόνισσα που βγαίνει με το νέο της αγόρι, ο πολιτικός που μπορεί να κρύβει τη σεξουαλικότητά του, ή η Κατερίνα Καινούριου που ίσως είναι έγκυος. Δεν έχει σημασία ότι η ίδια δεν το έχει επιβεβαιώσει, αλλά το έχει υπονοήσει σχεδόν σε κάθε εκπομπή από την αρχή της χρονιάς. Προφανώς κι εκείνη γνωρίζει ότι ένα «ναι» ή ένα «όχι» έχουν πολύ λιγότερη μιντιακή δύναμη από ένα «ίσως». Είτε αυτό είτε είναι πολύ πολύ κακή στο να κρατά μυστικά!
Η κλειδαρότρυπα δεν είναι καινούργια. Στο 19ο αιώνα, οι εφημερίδες των μεγαλουπόλεων έγραφαν για τους γάμους, τα διαζύγια και τα μικρά σκάνδαλα των κοινωνικών ελίτ. Πριν την ύπαρξη του Χόλιγουντ, της τηλεόρασης, των ριάλιτι, υπήρχαν οι ηθοποιοί θεάτρου. Έτσι, λοιπόν, κάποια στιγμή οι συντάκτες άρχισαν να φιλοξενούν στις σελίδες των εφημερίδων, όχι μόνο κριτικές και συνεντεύξεις αλλά τα «παρασκήνια» της ζωής των ηθοποιών. Μέχρι τότε, δεν υπήρχε η έννοια του celebrity. Οι ηθοποιοί, οι τραγουδιστές, οι χορευτές, μπορεί να είχαν κοινό λόγω της φύσης του επαγγέλματός τους, κανείς ωστόσο δεν ένιωθε την ανάγκη να γνωρίζει τι έκαναν εκτός σκηνής. Η ανάγκη αυτή, αν θέλετε, «δημιουργήθηκε» από τους δημοσιογράφους. Αυτό που, σίγουρα, προϋπήρχε ήταν το ένστικτο του ανθρώπου να γνωρίζει, να εκμαιεύει «μυστικά», να νιώθει ότι γνωρίζοντας μια πληροφορία, είναι μέρος ενός συνόλου. Μέχρι τότε, οι εφημερίδες μπορεί να κάλυπταν σκάνδαλα πολιτικών, αλλά οι ηθοποιοί είχαν τα εξής ατού: ζούσαν ζωές πολύ πιο «φωτογενείς» και πολύχρωμες κι επίσης, δεν είχαν την ίδια εξουσία να παρέμβουν στη διάδοση της είδησης.
Ο διάσημος δεν ήταν πια απλώς επαγγελματίας· ήταν πρόσωπο που η κοινωνία ήθελε να γνωρίζει, να σχολιάζει, να παρατηρεί, και το ενδιαφέρον για τις λεπτομέρειες της ζωής του άνοιξε τον δρόμο για τις στήλες gossip που γνωρίζουμε σήμερα. Οι αναγνώστες αγόραζαν το χαρτί όχι για να μάθουν κάτι απαραίτητα χρήσιμο, αλλά για να δουν τον κόσμο μέσα από ένα παράθυρο που ποτέ δεν θα μπορούσαν να ανοίξουν. Κάθε στήλη, κάθε μικρή είδηση, ήταν ένα «μικρό μυστικό» που έμοιαζε δικό τους. Οι κοινωνικοί κανόνες γίνονταν αόρατοι και ξεκάθαροι ταυτόχρονα: βλέποντας τους άλλους, μαθαίναμε για τον εαυτό μας.
Με την τηλεόραση, η κλειδαρότρυπα έγινε ζωντανή. Στα reality shows και στα talk shows, κάθε στιγμή παρακολούθησης μετατρεπόταν σε μαζική εμπειρία. Πλέον, η δημοσιότητα «άνοιγε» τα σύνορά της και σε ανθρώπους καθημερινούς, που δεν εργάζονταν στον χώρο του θεάματος. Η ιδιωτικότητα άρχισε να μην είναι δικαίωμα, αλλά θέαμα. Η φήμη, το παραμικρό λάθος, η παραμικρή υπόνοια, γίνονταν δημόσιο γεγονός μέσα από τα μάτια εκατομμυρίων θεατών.
Σήμερα, η κλειδαρότρυπα είναι ψηφιακή, αδιάκοπη, αδηφάγα. Ένα άρθρο για μια φημολογούμενη εγκυμοσύνη μπορεί να κυκλοφορήσει σε δευτερόλεπτα και να ταξιδέψει σε εκατομμύρια ζευγάρια μάτια. Τα social media έχουν μετατρέψει την παρατήρηση σε συλλογική εμπειρία. Πατάμε τα κλικ όχι μόνο από περιέργεια, αλλά γιατί θέλουμε να ανήκουμε σε κάτι μεγαλύτερο. Η προσοχή μας έχει αξία. Η συμμετοχή μας μετράει. Και ταυτόχρονα, μας κάνει μέρος ενός παιχνιδιού που δεν ελέγχουμε.
«Ό,τι έχω μάθει για τη σχέση / τον χωρισμό / τον γάμο του Χ celebrity, έχει γίνει παρά τη θέλησή μου» λέει ένα δημοφιλές meme. Πράγματι, αρκετές φορές, οι αρχικές μας σελίδες γεμίζουν με ανθρώπους που ούτε γνωρίζουμε ούτε θα θέλαμε να μάθουμε. Μέσα σε αυτή τη μικρή φράση κρύβεται όλη η ουσία της κλειδαρότρυπας: η παρατήρηση χωρίς επιλογή. Ο θεατής δεν επέλεξε να γίνει μάρτυρας, αλλά το κλικ, το scroll, το στιγμιαίο βλέμμα τον κατέστησαν συνένοχο. Η προσωπική ζωή των διασήμων δεν είναι πια προσωπική· γίνεται δημόσια ιδιοκτησία με τη δύναμη της αόρατης συλλογικής προσοχής. Και όσο πιο μικρή η πληροφορία, όσο πιο «ιδιωτική» μοιάζει, τόσο πιο γλυκό είναι το συναίσθημα της παραβίασης. Το αίσθημα ότι κρατάς ένα μυστικό που κανείς άλλος δεν ξέρει, ενώ όλοι το θέλουν. Είναι το παράδοξο της εποχής μας: δεν ζητάμε να μάθουμε, αλλά όταν μαθαίνουμε, δεν μπορούμε να σταματήσουμε να παρατηρούμε.

Η κοινωνιολογική αξία της κλειδαρότρυπας είναι ότι δημιουργεί έναν καθρέφτη. Όλοι οι παρατηρητές βλέπουν τα ίδια πράγματα, και όμως κάθε μάτι τα ερμηνεύει διαφορετικά. Ο καθένας μας βλέπει τη ζωή των άλλων και αναγνωρίζει τις δικές του επιθυμίες, τους δικούς του φόβους, τις δικές του ανασφάλειες. Δεν υπάρχει αθώος θεατής. Κάθε ματιά, κάθε κλικ, είναι μια μικρή συμμετοχή σε μια κοινωνία που πεινάει για μυστικά.
Η περίπτωση της Κατερίνας Καινούριου είναι απλώς ένα παράδειγμα: η ίδια η είδηση δεν έχει σημασία. (Παρ' όλα αυτά, αν είναι αλήθεια, της ευχόμαστε ό,τι καλύτερο. Κι αν δεν είναι αλήθεια, και πάλι της ευχόμαστε κάθε καλό!). Σημασία έχει η αίσθηση της υπόνοιας, το παιχνίδι της αβεβαιότητας, η στιγμή που όλοι κοιτάμε μέσα από την κλειδαρότρυπα ταυτόχρονα. Κι αυτό μας διδάσκει πως η ιδιωτική ζωή, ακόμη και όταν προσπαθεί να παραμείνει ιδιωτική, δεν αντέχει στο φως της συλλογικής προσοχής.
Και έτσι, συνεχίζουμε να κοιτάμε. Κι ίσως αυτό είναι το πιο ανθρώπινο πράγμα. Η επιθυμία να δούμε, να καταλάβουμε, να συμμετάσχουμε. Η κλειδαρότρυπα δεν κλείνει ποτέ, και εμείς δεν θα σταματήσουμε να κοιτάμε. Όσο τα μίντια υπάρχουν, όσο τα υπονοούμενα παραμένουν, όσο η φήμη τρέφει την περιέργεια, η κλειδαρότρυπα θα είναι εδώ, σαν μικρό, αόρατο παράθυρο στον κόσμο που όλοι θέλουμε να δούμε.

