Η έκθεση Bio Pop της Bianca Censori στη Νότια Κορέα μάς καλεί, λέει, να επανεξετάσουμε το ανθρώπινο σώμα μέσα από την αισθητική του design: σώματα ως έπιπλα, κορμιά ως αντικείμενα χρήσης, σάρκα ως καναπές. Μια πρόταση τόσο «προκλητική» όσο και παλιά. Γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς, η ιδέα της αντικειμενοποίησης του σώματος δεν είναι κάποιο μεταμοντέρνο εύρημα: είναι ένα από τα πιο καλοδουλεμένα προϊόντα της πατριαρχίας, με ιστορία αιώνων και αναρίθμητες αναπαραγωγές. Το μόνο καινούργιο εδώ είναι το packaging.
Με χιούμορ –γιατί αλλιώς δεν αντέχεται– θα μπορούσε κανείς να πει ότι το Bio Pop απλώς εκσυγχρονίζει τον κατάλογο γνωστής σουηδικής εταιρείας design: «Άνθρωπος, μοντέλο 2025, πολυχρηστικός, εργονομικός, κατάλληλος για καθιστικό και υπνοδωμάτιο». Συναρμολόγηση εύκολη, συνείδηση προαιρετική. Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι η ειρωνεία μας, αλλά το γεγονός ότι μια τέτοια έκθεση παρουσιάζεται ως καλλιτεχνική τομή και όχι ως αυτό που πραγματικά είναι: μια επιμελώς αισθητικοποιημένη άρνηση του σεβασμού προς το ανθρώπινο σώμα.
Όταν άνθρωποι μετατρέπονται σε έπιπλα, το φύλο δεν είναι ουδέτερο. Η ιστορία της τέχνης –και της διακόσμησης– έχει μια παράδοση στο να ακουμπά πάνω στα γυναικεία σώματα.
Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο «ανατρέπω» και στο «αναπαράγω με διαφορετικό φωτισμό». Όταν το σώμα παρουσιάζεται ως αντικείμενο κατανάλωσης, μπορούμε και εμείς γράφοντας τώρα αυτό το κείμενο να κάνουμε χιούμορ που μπορεί να λειτουργήσει σαν μαξιλάρι. Το χιούμορ θα απαλύνει την πρόσκρουση, αλλά δεν αλλάζει το πάτωμα. Ουπς! Πόνεσε. Γελάμε, βγάζουμε φωτογραφία μπροστά στα ανθρώπινα έπιπλα, γράφουμε caption. Και κάπου εκεί, το ερώτημα στέκεται μετέωρο: ποιος κάθεται τελικά πάνω σε ποιον; Ή μήπως επάνω σε ποια;
Γιατί για να είμαστε πιο ακριβείς: όταν άνθρωποι μετατρέπονται σε έπιπλα, το φύλο δεν είναι ουδέτερο. Η ιστορία της τέχνης –και της διακόσμησης– έχει μια παράδοση στο να ακουμπά πάνω στα γυναικεία σώματα. Από τις νωχελικές οδαλίσκες μέχρι τα coffee tables με καμπύλες, το βλέμμα ξέρει πού να κάθεται. Το Bio Pop παίζει με αυτή την κληρονομιά, την ανακατεύει με ποπ ειρωνεία και μας ρωτά: «Σοκάρει ακόμα;» Η απάντηση είναι λιγότερο απλή απ’ όσο θα ήθελε το press release.
