Το Καλλιμάρμαρο εκείνο το Σάββατο έμοιαζε με τελετή μύησης που ξέφυγε από τα σχέδια του μυαλού, αλλά και με λαϊκή γιορτή που αποφάσισε να μην υπακούει σε κανόνες. Ο κόσμος κυλούσε από τη Βασιλίσσης Σοφίας, το Σύνταγμα και το Κολωνάκι, στριφογύριζε στα στενά του Παγκρατίου, ξεχείλιζε από μετρό, λεωφορεία, ταξί. Ο ουρανός έγερνε σε μια σκιά ανάμεσα στο γαλάζιο και το μαύρο, που προοιωνίζει θερμά βράδια, κι η σκηνή, μεταλλική, φωτεινή, σαν εξάρτημα από διαστημόπλοιο, έτοιμη να καταπιεί την άναρχη ενέργεια της λαοθάλασσας.

Μικρές πορείες που όλοι νόμιζαν ότι οδηγούσαν στον ίδιο στόχο, κι όμως η συνάντησή τους δημιουργούσε ένα συλλογικό déjà vu: κάτι σαν ηχώ της περσινής εμπειρίας, ίδια εποχή, ίδιο σημείο, αλλά με εντελώς διαφορετικό συναίσθημα. Πέρσι ήταν η πρώτη φορά, μοναδική και ανεπανάληπτη, μια στιγμή που δεν πίστευες ότι θα ξαναγίνει ποτέ. Φέτος, όμως, η εμπειρία υπήρχε ήδη, γνώριμη, και θα επαναλαμβανόταν την επόμενη μέρα. Δεν είχε την παρθενικότητα της πρώτης φοράς, αλλά είχε κάτι πιο σταθερό, πιο θεσμικό: μια αίσθηση ότι τώρα αυτό θα μπορούσε να γίνει θεσμός, να επαναλαμβάνεται, να ζει πέρα από εμάς.
Η Βίσση εμφανίστηκε με μια καθαρά μπαρόκ διάθεση: Dolce & Gabbana σε μαύρο και χρυσό, σχήματα που τόνιζαν το κορμί της σαν αρχαίο άγαλμα και την ίδια στιγμή σαν σύγχρονη pop warrior. Το πρώτο πράγμα που παραδέχτηκε; Ότι είχε άγχος. Ένα «ένοχο μυστικό», που όμως δεν ειπώθηκε με ελαφρότητα. Το έβγαλε σχεδόν σαν εξομολόγηση. Έπειτα από μισό αιώνα στη σκηνή, μισό αιώνα να σπάει ταβάνια και προκαταλήψεις, πάλι άγχος. Κι ήταν σχεδόν παρήγορο να το παραδεχτεί, σαν να μας έλεγε πως η αγωνία είναι ο καλύτερος οιωνός για κάτι ζωντανό. Και ξαφνικά, οι 60.000 θεατές έγιναν θεράποντες ιερείς ενός μυστηρίου: εκείνη εξομολογήθηκε, κι εμείς συμφιλιωθήκαμε με το γεγονός πως ακόμα και η «Απόλυτη» δεν έχει ανοσία στο τρακ.





