Αγαπημένε μου θείε Διονύση,
Σε λέω θείο, όχι γιατί είμαστε συγγενείς αλλά γιατί επιλέξαμε οι περισσότεροι σ’ αυτήν εδώ τη χώρα να έχουμε μια εκλεκτική συγγένεια μαζί σου. Χρησιμοποιώ, δε, τον ενικό της οικειότητας γιατί εσύ μας την έμαθες με διάφορους τρόπους αυτήν την οξυδερκή αμεσότητα χωρίς να λείπει η ευγένεια.
Σου γράφω λοιπόν αυτό το γράμμα, τώρα που «ανεβαίνεις στους βασιλιάδες τ’ ουρανού» και αφού ξέρεις πια «ποιος στ’ αλήθεια είσαι εσύ και πού πας» για να σ’ ευχαριστήσω. Ξέρεις, δεν ξέρω πολλούς καλλιτέχνες που κατάφεραν να μιλήσουν όχι απλά στη συλλογική μουσική συνείδηση ενός λαού, αλλά και στην ατομική τους μουσική συνείδηση εδώ και γενιές. Δε μιλώ μόνον για του 60 τους εκδρομείς, για τους οποίους ήσουν ο μέγιστος και ο πρώτος των Ελλήνων τραγουδοποιών μιλώ για όλους εμάς τους μετέπειτα που ενώ κληροδοτήθηκαν στο συλλογικό μας DNA τα τραγούδια σου, κατάφερες να γίνουν και το πιο όμορφο, προβληματισμένο, τρυφερό, μελαγχολικό, χαρούμενο μουσικό υπόβαθρο για τις στιγμές μας. Του καθενός ξεχωριστά.
Ας πούμε πώς να ξεχάσω ότι ως μικρό παιδί έχω συνδυάσει το ταχτάρισμα του μπαμπά μου και την αγκαλιά του με το τραγούδισμα του στο «κείνο που με τρώει κείνο που με σώζει είναι που ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη» ή ότι μέσα σ’ ένα μπεζ NSU πηγαίναμε ταξίδια ή επίσκεψη -σαν να ήταν προεγκατεστημένο και προαπαιτούμενο- όταν ανοίξει το κασσετόφωνο με τις παλιές τις TDK θα έπαιζαν το «Μη μιλάς άλλο για αγάπη», τη «συννεφούλα», τη «Θαλασσογραφία», το «Ντιρλαντα» και το «Ολαρία ολαρό» αλλά και το «Ζειμπέκικο»… Τα άκουγα και τα ξανάκουγα με τους γονείς μου να τα τραγουδάνε δυνατά και κάποιες στιγμές παράφωνα. Τότε δεν ήξερα ότι αυτά, και άλλα τραγούδια σου θα με ορίσουν τόσο αποφασιστικά.
Μετά στο γυμνάσιο και στο λύκειο, όταν αντιλήφθηκα ότι έχω μία συμπαθητική, σωστή φωνή σε ανακάλυψα αλλιώς. Εφηβικά, ρομαντικά, μελαγχολικά, επαναστατικά με μια κιθάρα όπως κατέβηκες και εσύ από τη Θεσσαλονίκη… «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη», «Μια θάλασσα μικρή» (και όχι πλατιά), «Τι έπαιξα στο Λαύριο» ήταν τα αγαπημένα μου.
