Πρέπει να το παραδεχτούμε: ζούμε επίσημα στην εποχή της εξωπραγματικής fatigue. Δεν είναι απλώς η κούραση του «είμαι-η-Μαίρη-Παναγιωταρά-μια-εργαζόμενη-γυναίκα-μια-καλή-νοικοκυρά» των στίχων του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Είναι μια καταπονημένη κομψότητα, σχεδόν υπαρξιακή, σαν αυτή της Φράνσις της ταινίας Frances Ha, που χορεύει στους δρόμους για να ξεχάσει ότι η ζωή της δεν βγάζει και πολύ νόημα.
Ήταν λίγο πριν την αλγοριθμική απορρύθμιση, λίγο μετά την πανδημική καχυποψία που η καθημερινότητά μας απέκτησε τη σταθερή αίσθηση ενός άβαταρ αεροπλάνου σε αναταράξεις. Όλα τρέχουν —ειδήσεις, υποχρεώσεις, ειδοποιήσεις— κι εμείς φοράμε τη ζώνη ασφαλείας στη θέση μας, μισοφοβισμένοι, μισοβαριεστημένοι, μισοτίποτα αναρωτώμενοι πότε θα σερβιριστούν τα φιστίκια.
Μια γενική, διάχυτη fatigue, λοιπόν, πιο κομψή από την «εξάντληση», λιγότερο δραματική από το «δεν αντέχω άλλο», έχει απλωθεί πάνω μας σαν εκείνη τη μόνιμη ομίχλη που περιγράφει ο Χαρούκι Μουρακάμι στο Νορβηγικό Δάσος.
Η Βίβιαν Γουέστγουντ έλεγε πως «το πιο ριζοσπαστικό πράγμα είναι να είσαι πραγματικός» — κι ενώ άπαντες προσπαθούμε να είμαστε πραγματικοί, είμαστε ταυτόχρονα κουρασμένοι, νευρικοί, και σε φάση «μην μου μιλάτε άλλο στο WhatsApp, έχω στεγνώσει».
Αυτή η κούραση δεν είναι καινούρια, είναι αθροιστική σαν τα στοιβαγμένα κουτιά με τα ντεμοντέ ζευγάρια παπουτσιών στο πατάρι με την υγρασία -μια εξωτικού ακούσματος fatigue που έχει γίνει πλέον ένα με την ποπ κουλτούρα. Η Barbie της Γκρέτα Γκέργουιγκ φοράει ροζ, αλλά έχει existential crisis. Η Βίβιαν Γουέστγουντ έλεγε πως «το πιο ριζοσπαστικό πράγμα είναι να είσαι πραγματικός» — κι ενώ άπαντες προσπαθούμε να είμαστε πραγματικοί, είμαστε ταυτόχρονα κουρασμένοι, νευρικοί, και σε φάση «μην μου μιλάτε άλλο στο WhatsApp, έχω στεγνώσει».
Ακόμη και η Wednesday Addams μοιάζει πιο ξεκούραστη από εμάς, κι αυτή είναι σχεδιασμένη να είναι μονίμως σκυθρωπή. Κι όμως, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής στην εποχή μας: η κούραση δεν είναι απλώς σωματική. Είναι υπαρξιακή. Είναι πολιτισμική. Είναι κοινωνική. Η κούραση ως lifestyle που δεν ζητήσαμε.
Εργασία, σπίτι, σχέσεις, αυτοβελτίωση, ραντεβού για μπότοξ, ψυχοθεραπεία, γυμναστήριο, social. Η ζωή μοιάζει με ένα αέναο επεισόδιο σε streaming πλατφόρμα, μόνο που εμείς δεν προλαβαίνουμε ούτε να κάνουμε skip την εισαγωγή.
Υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής στην εποχή μας: η κούραση δεν είναι απλώς σωματική. Είναι υπαρξιακή. Είναι πολιτισμική. Είναι κοινωνική. Η κούραση ως lifestyle που δεν ζητήσαμε.
Ακόμα και τα Σαββατοκύριακα έχουν μετατραπεί σε πρότζεκτ που πρέπει να ολοκληρωθούν -brunch, εξόδοι, events, ταξίδια, instagram story, να «ζήσω» γιατί αλλιώς νιώθω ενοχές. «Ενοχές που δεν κάνω αρκετά. Ενοχές που κάνω πολλά. Ενοχές που δεν έχω ενέργεια. Ενοχές που έχω ενοχές» λέει μια φίλη μου σαν μάντρα αντι-διαλογισμού.
Κουρασμένοι όλοι από τις επιλογές μας, κουρασμένοι κι από την έλλειψή τους. Και μέσα σε όλα αυτά η κενόδοξη κόπωση της σοσιαλμιντιακής σύγκρισης. «Η καρδιά μου είναι, και πάντα θα είναι, δική σου» λέει η Ελίζαμπεθ Μπένετ στον κύριο Ντάρσι -αν ζούσε σήμερα, πιθανότατα θα προσέθετε: «…αλλά είμαι εξαιρετικά κουρασμένη για ραντεβού την Πέμπτη».
Είμαστε η πρώτη γενιά που συγκρίνει τον εαυτό της όχι μόνο με τις φίλες της ή με μια ηρωίδα σε ένα βιβλίο, αλλά με το σύνολο της ανθρωπότητας σε 24ωρη ροή. Κάθε scroll είναι υπενθύμιση:
Άλλοι τα καταφέρνουν / Εσύ γιατί είσαι κουρασμένη; / Είσαι άξια της μοίρας σου. Κι αυτή η σύγκριση δεν είναι μόνο άδικη, είναι εξουθενωτική.
Είμαστε η πρώτη γενιά που συγκρίνει τον εαυτό της όχι μόνο με τις φίλες της ή με μια ηρωίδα σε ένα βιβλίο, αλλά με το σύνολο της ανθρωπότητας σε 24ωρη ροή. Κάθε scroll είναι υπενθύμιση.
Η σιωπηλή κούραση των γυναικών είναι, ωστόσο, μια παλιά ιστορία - οι γυναίκες ξεβιδωνόμασταν πάντα. Από την κόπωση της φροντίδας, της συναισθηματικής εργασίας, της δουλειάς που δεν τελειώνει ποτέ, της προσπάθειας να είμαστε «όλα για όλους». Η διαφορά είναι ότι τώρα το παραδεχόμαστε. Μια φίλη μου λέει συχνά:
«Όταν η μάνα μου έλεγε “κουρασμένη”, εννοούσε έχω κάνει τα πάντα σήμερα. Όταν το λέω εγώ, όλοι νομίζουν πως δραματοποιώ».
Πολυεργασία, πολυπληροφορία, πολυανησυχία. Πολύ από όλα. Λίγο από εμάς.
Επιμύθιο: Υπάρχει τίποτα θετικό σε όλο αυτό; Υπάρχει η γοητεία της γενιάς μας, που αποδεχόμαστε την κούρασή μας με χιούμορ. Σαν την ασυνάρτητη φίλη μας στο Fleabag που σπάει τον τέταρτο τοίχο και σε κοιτάζει με βλέμμα που λέει: «Ναι, είμαι χάλια. Και λοιπόν; Θες να γελάσουμε λίγο γιατί κι εσύ χάλια είσαι».
