Αν εξαιρέσω τα μάλλον μίζερα παιδικά μου καλοκαίρια, με περισσότερο κάμπο απ’ ό,τι θάλασσα, τα υπόλοιπα με αποζημίωσαν πλουσιοπάροχα. Τα είχαν όλα: μετεφηβικές αποδράσεις σε ενοικιαζόμενα δωμάτια ανά την Ελλάδα και μυστικές εκδρομές κάνοντας το γύρο διαφόρων νησιών με μηχανές και μένα στο πίσω κάθισμα με τα μαλλιά μου να ανεμίζουν, στα κρυφά από το δημόσιο κατήγορο, την υπερπροστατευτική Ελληνίδα μάνα μου (που τελικά είχε σε όλα δίκιο!).
Οι πρώτες μου διακοπές ως ενήλικης, σε resort της Κρήτης, οργώνοντας με αυτοκίνητο το νησί από άκρη σε άκρη, μετά Πάρος, Σίφνος και πολλά κυκλαδονήσια. Στα 25 μου, οι πρώτες, ανεπανάληπτες διακοπές με τον έρωτα της ζωής μου, δεκαπέντε ημέρες πλέοντας με ένα παλιό σκαρί, φτάνοντας μέχρι τα Δωδεκάνησα – αρμενίζοντας και νιώθοντας επιτέλους τι σημαίνουν ελληνικό καλοκαίρι και έρωτας στο ζενίθ.
Mόνοι ή με παρέα άλλα σκάφη φίλων και ένα τσούρμο παιδιών που έπαιζαν συνεχώς γύρω μας, γνώρισα τη νησιωτική Ελλάδα από άκρη σε άκρη.

Ιόνιο, Αύγουστος 2000: Ο Αλέξανδρος κι εγώ.
Τα υπόλοιπα καλοκαίρια κατέφθασαν εν ριπή οφθαλμού, ως οικογένεια πια που ολοένα αυξανόταν, και μετοικήσαμε για αρκετά χρόνια σε σκάφος, με δύο μωρά πλέον. Εξερευνούσαμε μοναχικές παραλίες σε Κυκλάδες και Ιόνιο ψαρεύοντας με τις ώρες με τον πατέρα τους και κάνοντας ποδήλατο σε όλα τα λιμάνια που πιάναμε, όπου πραγματοποιούσαμε κανονική απόβαση, με πρώτη στάση το καλύτερο παγωτατζίδικο του εκάστοτε νησιού και αμέσως μετά το πρώτο μαγαζί Τύπου για να δούμε την πορεία των περιοδικών.
Mόνοι ή με παρέα άλλα σκάφη φίλων και ένα τσούρμο παιδιών που έπαιζαν συνεχώς γύρω μας, γνώρισα τη νησιωτική Ελλάδα από άκρη σε άκρη. Με νηνεμίες, με ξαφνικά μπουρίνια που μας άλλαζαν κατεύθυνση και με μποφόρ τις νύχτες που μας ανάγκαζαν να φεύγουμε γρήγορα για απάνεμο καταφύγιο ή να δένουμε γερά με διπλά και τριπλά σκοινιά ή, απλώς, να ακινητοποιούμαστε σε λιμάνια για μέρες. Σκόπελος, Αλόννησος, Σίφνος, Σέριφος, Μύκονος, Μήλος, Πάρος, Αντίπαρος, Πάτμος, Νάξος, Ίος, Αμοργός, Σύμη, Ρόδος, Καστελόριζο, Κέρκυρα, Λειψοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος και τόσα άλλα μικρά και μεγαλύτερα λιμάνια όπου έζησα τα καλύτερα αλλά και τα πιο αγχωτικά καλοκαίρια της ζωής μου ως νέα μαμά με μωρά σε σκάφος εν κινήσει.
Βαφτίσια, χαρές, καλέσματα με αυθεντικούς φίλους και εκδρομές με ένα μικρό φουσκωτό που μας αναστάτωνε στα μποφόρ της Μυκόνου, αλλά πάντα με καθησύχαζε ο Αντώνης, ο οποίος μου έλεγε «κρατήσου μέχρι τη στροφή της Δήλου και μετά κόβει, μη φοβάσαι» κρατώντας μου το χέρι και δίνοντάς μου σκαστό φιλί.
Αφού είχαμε δώσει τα βραδινά γάλατα στα παιδιά, πηγαίναμε στα ταβερνάκια –παντού με ένα μακό, ένα τζιν σορτς και σαγιονάρες– και τριγυρνούσαμε χέρι χέρι εξερευνώντας τα εκάστοτε λιμανάκια. Χωρίς τηλέφωνα και αγχωτικά μηνύματα, μόνο με βιβλία και ατέλειωτες συζητήσεις και αγκαλιές έκλειναν οι νύχτες μας, αραγμένοι καταμεσής στο πέλαγος με σβησμένη τη γεννήτρια, ακούγοντας τον παφλασμό της θάλασσας από κάτω μας.
Mετά ήρθε ένα σπίτι στη Μύκονο, ένα υπέροχο μεγάλο οικογενειακό σπίτι με τεράστιες βεράντες, νησιώτικους ξύλινους καναπέδες, πηγάδι, θεόρατους κάκτους και τρία παιδιά πλέον, αφού γεννήθηκε και ο μικρούλης μας, να τρέχουν με τα ξαδέρφια τους σε εξιχνίαση-κυνήγι θησαυρού κάθε απόγευμα, την ώρα που έδινα το σφύριγμα της έναρξης του πολυπόθητου παιχνιδιού.
Βαφτίσια, χαρές, καλέσματα με αυθεντικούς φίλους και εκδρομές με ένα μικρό φουσκωτό που μας αναστάτωνε στα μποφόρ της Μυκόνου, αλλά πάντα με καθησύχαζε ο Αντώνης, ο οποίος μου έλεγε «κρατήσου μέχρι τη στροφή της Δήλου και μετά κόβει, μη φοβάσαι» κρατώντας μου το χέρι και δίνοντάς μου σκαστό φιλί. Αμέτρητες οι εξορμήσεις μας, με ένα λευκό φουσκωτό να ανεβοκατεβαίνει στα κύματα, άλλοτε ρυθμικά σαν μπαλαρίνα και άλλοτε να σκάει με θόρυβο στα μποφόρ σαν ρουκέτα. Αμέτρητες και οι εκδρομές –και τα τάπερ με φαγητά μέσα στο μεγάλο λευκό ψυγείο θαλάσσης– με τα παιδιά, μικρά ή πιο μεγάλα, εφήβους πλέον, που, για να συγχρονιστούν για την ώρα απόπλου, χρειάζονταν ώρες, φωνές, τρεχαλητά και ξυπνήματα από τις νυχτερινές κραιπάλες τους. Αλλά ήταν όλοι εκεί στο μεσημεριανό οικογενειακό απόπλου της καλοκαιρινής μάζωξης, με τους μισούς να έχουν ξεχάσει αντηλιακό, έξτρα μαγιό ή ακουστικά και τη μόνιμη ερώτηση-παγίδα: «Μπαμπά, θα πιάνει σήμα εκεί όπου πάμε;».
H ζωή μου άρχισε να μετρά 32 καλοκαίρια όλο φως, ευτυχία και ευγνωμοσύνη και φρέναρε απότομα σε αυτό, το φετινό, που δεν είναι ίδιο.
Οι εξορμήσεις στο Τραγονήσι, που λατρεύαμε όλοι για τα νερά και τις άγριες κατσίκες του που κουτρουβαλούσαν στα βράχια μέχρι κάτω, στη θάλασσα. Η απάνεμη σπηλιά που εξερευνούσαν τα δυο μου αγόρια. Εγώ με τη μάσκα πιράνχας που τους έκανε όλους να γελούν όταν με έβλεπαν. Ο φόβος μου μη δω κάπου εκεί κοντά φώκια. Η εξερεύνησή μου στο βυθό που τόσο μου άρεσε γιατί μόνο εκεί δεν σκεφτόμουν απολύτως τίποτα. Η ματιά του Αντώνη πάνω μου για να μη χαθώ από το ασφαλές οπτικό πεδίο του, εγώ η αιώνια αφηρημένη, ξεχαστώ και ξανοιχτώ πολύ…
Έτσι, λοιπόν, η ζωή μου άρχισε να μετρά 32 καλοκαίρια όλο φως, ευτυχία και ευγνωμοσύνη και φρέναρε απότομα σε αυτό, το φετινό, που δεν είναι ίδιο. Έχει τα χαρακτηριστικά του καλοκαιριού, μα για μένα είναι βροχερό φθινόπωρο, με μαύρα σύννεφα και νυχτώνει πολύ νωρίς. Βιώνω αυτές τις καλοκαιρινές ημέρες συντροφιά με τους καλύτερους φίλους του κόσμου και τα υπέροχα παιδιά μου κοντά μου ανά πάσα στιγμή, και είμαι ευγνώμων για αυτό. Το πένθος μιας γυναίκας για τον έρωτα της ζωής της είναι μια πολύ ευαίσθητη, πολύπλοκη κατάσταση, και το βιώνουν εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες γύρω μου. Κανείς δεν μπορεί να αντιληφθεί τι πόνο κρύβει ο ζεματιστός ήλιος του καλοκαιριού όταν μέσα σου έχεις να διαχειριστείς χιονοθύελλα.
Αυτό το αλλιώτικο καλοκαίρι είναι καταδικό μου και η καταδίκη μου ταυτόχρονα. Είναι η αρχή μιας ζωής μόνη μου μετά από 38 χρόνια. Μια γυναίκα χωρίς σύντροφο, χωρίς άντρα, χωρίς τον έρωτά της. Μια δύσκολη πίστα, για δυνατούς παίκτες, κι εγώ, αν και πεπειραμένη στις δυσκολίες, αισθάνομαι αρχάρια. Αλλά, όπως και να ’χει, θα τα καταφέρω με το παροιμιώδες πείσμα μου να τερματίσω νικήτρια – πιστεύω, σε καλό χρόνο και μη χάνοντας την ψυχή μου.
