ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Breakfast με την Άννα Γουίντουρ

Breakfast με την Άννα Γουίντουρ 1
Πολύ πριν βγουν οι σέλφι, η πιο παράδοξη φωτογραφία μου. Φοράω εγώ τα γυαλιά ηλίου σε σόου της Chanel στο Grand Palais 9:00 το πρωί και μόλις τα είχε βγάλει η Άννα Γουίντουρ. Λεπτομέρεια: Μόνο που εγώ είχα οξεία επιπεφυκίτιδα.

Ο χώρος της Γουίντουρ είχε εξαιρετική ομοιότητα με αυτόν της ταινίας: όχι ιδιαίτερα μεγάλος, αλλά σφραγισμένος με ένα ιδιαίτερο, εξευγενισμένο γούστο και αντικείμενα τέχνης, ενώ ακόμα και το γραφείο της ήταν κλασικό, off-white deconstructed τεχνικής του περασμένου αιώνα.

ΑΠΟ ΕΛΕΝΑ ΜΑΚΡΗ

Ένεκα του οκταετούς διαστήματος που διετέλεσα editor in chief της ελληνικής «Vogue» –«Vogue Hellas», όπως την ονόμασε ο οραματιστής εκδότης της, Αντώνης Λυμπέρης, και ουχί «Greece», που το θεωρούσε άψυχο και ότι δεν μεταφέρει το ιδιαίτερο γονίδιο των Ελληνίδων–, ήταν άπειρες οι φορές που με είχαν ρωτήσει «πώς είναι η Άννα Γουίντουρ από κοντά;» ή «έχεις γνωρίσει την Άννα Γουίντουρ;». Πριν από 25-30 χρόνια, μόνο οι ειδήμονες των media, και ειδικά της μόδας, γνώριζαν ποια είναι η θρυλική Άννα, η πιο ισχυρή γυναίκα στις Ηνωμένες Πολιτείες και μία από τις πιο σημαντικές παγκοσμίως. Αυτές οι φράσεις τα περιέκλειαν όλα, τελεία και παύλα. Η Άννα Γουίντουρ έγινε αναγνωρίσιμο σύμβολο για όλους, ή σχεδόν για όλους, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το περίφημο βιβλίο «Ο διάβολος φοράει Prada» ή, για να ακριβολογήσω, όταν προβλήθηκε η εμβληματική ταινία με πρωταγωνίστρια τη Μέριλ Στριπ, που ήταν καταπληκτική ως χαρακτήρας στο φιλμ, αλλά δεν νομίζω πως θύμιζε την αληθινή Άννα σε κανέναν που την είχε γνωρίσει – πολύ ή λίγο.

Η Άννα είναι μια πολύ σπουδαία γυναίκα, μια Νταϊάνα Βρίλαντ στη δεκάτη, αλλά μαζί και μια πριγκίπισσα Νταϊάνα της μόδας, μια γυναίκα-μιντιακό φαινόμενο.
Breakfast με την Άννα Γουίντουρ 2

Η 26η Ιουνίου 2025 θα μείνει ανεξίτηλη στην ιστορία της μόδας καθώς η Γουίντουρ ανακοίνωσε την αποχώρησή της από τη θέση της αρχισυντάκτριας της αμερικανικής Vogue μετά από 37 συναπτά έτη.

Τις τελευταίες ημέρες, η αποχώρηση της Άννας από την πιο τιμητική θέση στην ιεραρχία του ομίλου της Condé Nast έγινε viral είδηση παντού λόγω της δημοφιλίας της Γουίντουρ, που τώρα θα αναλάβει ένα πιο προεδρικό, θα έλεγα, αξίωμα. Βρίσκω πως έτσι και μόνο έτσι θα έπρεπε να κλείσει το εργασιακό κεφάλαιο αυτής της σπουδαίας γυναίκας. Γιατί η Άννα είναι μια πολύ σπουδαία γυναίκα, μια Νταϊάνα Βρίλαντ στη δεκάτη, αλλά μαζί και μια πριγκίπισσα Νταϊάνα της μόδας, μια γυναίκα-μιντιακό φαινόμενο.

Γεννημένη τον Νοέμβριο του 1949, μεγαλωμένη στην Αγγλία και με πατέρα εκδότη της «London Evening Standard», ξεκίνησε πολύ μικρή την καριέρα της, από το «Harpers & Queen» –φυσικά στο Λονδίνο–, όπου δούλεψε μαζί με την άλλη μεγάλη κυρία της δημοσιογραφίας, τη Λιζ Τιλμπέρις, η οποία έφυγε νωρίς από καρκίνο. Στη συνέχεια μεταπήδησε στον τομέα της μόδας του περιοδικού «Viva» αναδιοργανώνοντάς τον εντελώς και δημιουργώντας ένα νέο fashion pack στυλιστών και φωτογράφων αλλά και τις πρώτες πολυδάπανες φωτογραφίσεις μόδας. Μετά από μια σύντομη στάση στο «Savvy» ως αρχισυντάκτρια μόδας, το 1981 πήγε στο «New York Magazine». Το 1986 επέστρεψε στο Λονδίνο ως αρχισυντάκτρια της βρετανικής «Vogue».

Το 1988 η Γουίντουρ έγινε editor in chief της αμερικανικής «Vogue», γεγονός που της επέτρεψε να εγκατασταθεί οριστικά στη Νέα Υόρκη. Η κίνηση αυτή από την Condé Nast συνέβη σε μια περίοδο που το μεγάλο περιοδικό μόδας βρισκόταν σε σταυροδρόμι και όλοι αναζητούσαν την πολυπόθητη ανανέωση, κάτι για το οποίο φημιζόταν η Άννα καθώς της άρεσε όσο τίποτα άλλο να μεταμορφώνει τα περιοδικά. Οι μεταμορφώσεις αυτές, φυσικά, είχαν πολύ υψηλό, συχνά εξωπραγματικό κόστος.

Την Άννα Γουίντουρ τη γνώρισα εντελώς επεισοδιακά αφού κόντεψα να πάω με το νυχτικό για να τη συναντήσω στα παλιά, λιτά, αλλά μεγαλοπρεπή γραφεία της Condé Nast στην Times Square.

Αυτά όμως μάλλον τα γνωρίζετε, τα έχετε ξαναδιαβάσει πρόσφατα ή πιο παλιά.

Breakfast με την Άννα Γουίντουρ 3

Anna Wintour: Η γυναίκα που "επινόησε" τη σύγχρονη μόδα

Την Άννα Γουίντουρ τη γνώρισα εντελώς επεισοδιακά αφού κόντεψα να πάω με το νυχτικό για να τη συναντήσω στα παλιά, λιτά, αλλά μεγαλοπρεπή γραφεία της Condé Nast στην Times Square. Ο σύζυγός μου είχε ήδη κλεισμένο πρωινό, σχεδόν αχάραγα, ραντεβού με το γενικό διευθυντή της Condé Nast, μια πολύ γνωστή και επιδραστική προσωπικότητα στον παγκόσμιο χώρο των media, όχι μόνο στην Αμερική. Ο Σάμιουελ Έρβιν «Σι» Νιούχαουζ, εκτός από εξαιρετική μορφή στο χώρο, ήταν λάτρης της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και διατηρούσε σχέση με κάποιες ελληνικές οικογένειες, τις οποίες επισκεπτόταν τα καλοκαίρια με τη σύζυγό του – μάλιστα μας τίμησε με την επίσκεψή του ένα χρόνο αργότερα. Μια ιδιομορφία του χαρακτήρα του ήταν ότι κοιμόταν στις 7:30 το απόγευμα και προγραμμάτιζε τα πρώτα του ραντεβού στο γραφείο στις 5 το πρωί ή και ακόμα νωρίτερα!

Το ραντεβού του Αντώνη, ευτυχώς για εκείνον, θα ελάμβανε χώρα στις 6:30 το πρωί κι εγώ, εφησυχασμένη, συνέχιζα μακαρίως τον ύπνο μου έως τις 7, όταν δέχθηκα στο ξενοδοχείο τηλεφώνημα από τον έξαλλα πανικόβλητο Λυμπέρη που μου ζητούσε να μεταβώ αμέσως στο γραφείο του επικεφαλής της Condé Nast  διότι ήθελε να με γνωρίσει προσωπικά και, επίσης, να κάνω ένα ραντεβού με την Άννα Γουίντουρ επί τούτω. Δεν βγήκα με τη λευκή νυχτικιά να ανεμίζει στους δρόμους της 5ης Λεωφόρου σαν τη θρυλική Γκόλφω. Ετοιμάστηκα σε χρόνο-ρεκόρ φορώντας ένα κίτρινο φόρεμα με γαλάζιο-κίτρινο double-face manteau που είχα μόλις ράψει στη Σίλια Κριθαριώτη και ένα ζευγάρι nude γόβες Manolo Blahnik που παραήταν στενές για τα ταλαιπωρημένα και πρησμένα από το ταξίδι πόδια μου και κατευθύνθηκα προς τα γραφεία τρέμοντας και λέγοντας όσες προσευχές και παρακλήσεις θυμόμουν από τη μητέρα μου την εποχή που έγραφα εξετάσεις και με «σταύρωνε» νυχθημερόν.

Ο χώρος της Γουίντουρ είχε εξαιρετική ομοιότητα με αυτόν της ταινίας: όχι ιδιαίτερα μεγάλος, αλλά σφραγισμένος με ένα ιδιαίτερο, εξευγενισμένο γούστο και αντικείμενα τέχνης, ενώ ακόμα και το γραφείο της ήταν κλασικό, off-white deconstructed τεχνικής του περασμένου αιώνα.

Έφτασα ασθμαίνοντας στις 8 ακριβώς, στο κτίριο όπου είχε δοθεί ειδική άδεια για να περάσω επιδεικνύοντας το διαβατήριό μου, και ανέβηκα στο γραφείο του προέδρου. Αντίκρισα για πρώτη φορά τον μικροσκοπικό ηλικιωμένο Σι Νιούχαουζ, ο οποίος καθημερινά φορούσε φούτερ στο γραφείο του – διόλου παράξενο αφού κατέφθανε γύρω στις 4:30 τα ξημερώματα για τα πρώτα επείγοντα ραντεβού. Αφού μιλήσαμε για την αγάπη του για τα αρχαία ελληνικά βάζα που μελετούσε λεπτομερώς εκείνη την εποχή, αλλά και για τη δική μου αγάπη για τη ναυαρχίδα των περιοδικών του, την ξεχωριστή αμερικανική «Vogue», θεώρησε σωστό να μου κάνει δώρο μια ξενάγηση από τον ίδιο στα δαιδαλώδη γραφεία του περιοδικού. Μου έδειξε μια τεράστια, άδεια εκείνη την ώρα, αίθουσα με άπειρα διαχωριστικά γραφείων και αποθηκάκια για fitting και styling και, προτού προλάβω να το καταλάβω, είχαμε φτάσει έξω από το γραφείο της Άννας Γουίντουρ. Με έβαλε μέσα με ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη αφού με σύστησε και εγώ αισθάνθηκα ως αμνός προς πρωινή σφαγή.

Ο χώρος της Γουίντουρ είχε εξαιρετική ομοιότητα με αυτόν της ταινίας: όχι ιδιαίτερα μεγάλος, αλλά σφραγισμένος με ένα ιδιαίτερο, εξευγενισμένο γούστο και αντικείμενα τέχνης, ενώ ακόμα και το γραφείο της ήταν κλασικό, off-white deconstructed τεχνικής του περασμένου αιώνα. Ροζ τριαντάφυλλα υπήρχαν στο διαφανές βάζο που κοίταζα καθώς ξαφνικά βρέθηκα να συνομιλώ με την πιο διάσημη Άννα μετά την Άννα Φρανκ. Με ρώτησε για τη μόδα στην Ελλάδα και τους Έλληνες σχεδιαστές. Γνώριζε μάλιστα καλά και εξύμνησε τον Τζέιμς Γκαλάνος, Έλληνα δεύτερης γενιάς που λάτρεψαν η Αμερική και η υψηλή κοινωνία της στα ’60s και τα ’70s και είχα την τιμή να γνωρίσω και να γευματίσω μαζί του σε επίσκεψή του στην Αθήνα. Κάποιον άλλο από Έλληνες σχεδιαστές δεν ήξερε ακόμη η Άννα, αλλά της επισήμανα τη νεότατη τότε, ταλαντούχα και αξέχαστη Σοφία Κοκοσαλάκη, σχέδια της οποίας θα δημοσιεύονταν ένα ή δύο χρόνια μετά στην αμερικανική «Vogue», αλλά και τη Σίλια Κριθαριώτη, την οποία θα γνώριζε και προσωπικά πολλά χρόνια αργότερα, όταν η Σίλια έγινε διάσημη με τις δημιουργίες της.

Breakfast με την Άννα Γουίντουρ 4

Η πορεία της Anna Wintour στη Vogue δεν ήταν απλώς εντυπωσιακή — ήταν καταιγιστική.

Η Άννα, χωρίς τα μαύρα γυαλιά της, τα οποία είχε αποθέσει δίπλα της, μου μίλησε για την ανάγκη που έχει κάθε «Vogue» να διαμορφώσει τη δική της πολιτιστική ταυτότητα, το δικό της εθνικό χαρακτήρα, και μου είπε να δίνω ευκαιρίες, ακολουθώντας το ένστικτό μου, σε νέους φωτογράφους. Εγώ της γκρίνιαξα για το ότι οι ξένοι διάσημοι έχουν γίνει κακομαθημένοι από την αμερικανική, τη γαλλική και την ιταλική κυρίως έκδοση και αρνούνται να δουλέψουν μαζί μας ή ζητούν εξωφρενικά ποσά που τα ελληνικά περιοδικά δεν μπορούν να πληρώσουν. Άλλωστε ένα σαλόνι διαφήμισης στην αμερικανική «Vogue», και δη στο πολυπόθητο τεύχος Σεπτεμβρίου, άγγιζε τα 30.000 δολάρια, ενώ στην ελληνική το πολύ τα 4.500 ευρώ – και να σημειώσω ότι διήγαμε τότε μια εποχή θρυλική για τα περιοδικά πρώτης γραμμής.

Διορθώνεις χωρίς οίκτο», όπως μου είπε χαρακτηριστικά, «και επεμβαίνεις μέχρι την τελευταία στιγμή για να σωθεί το όποιο λάθος».

Είπαμε πολλά σε λίγο χρόνο, μπροστά σε καφέ και κρουασάν που εγώ ούτε ακούμπησα από το τρακ μου. Κάποια από εκείνα ξεπηδούν σαν ξεχασμένες φράσεις στο μυαλό μου. Παραδείγματος χάριν, ήθελε να μάθει ποιες αυτούσιες brand boutiques υπήρχαν στην Αθήνα, ενώ της έκανε εξαιρετική εντύπωση το ότι τολμήσαμε να λανσάρουμε την ελληνική «Vogue» χωρίς να υπάρχει, ας πούμε, μια ξεχωριστή brand boutique Chanel, κάτι που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία μόλις πρόπερσι.

Όμως, καθώς περνούσε η ώρα, βλέποντας εκείνη τη γυναίκα με το χοντρό μπουκλέ off-white Chanel ταγέρ και φλεγόμενη από δημοσιογραφική περιέργεια, πήρα θάρρος και τη ρώτησα πολύ λίγα και για την ίδια. Η Άννα Γουίντουρ μου απάντησε, είτε από ευγένεια είτε γιατί αισθάνθηκε πως οι Έλληνες ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί στον Σι Νιούχαουζ. Μου αποκάλυψε ότι ήταν στο γραφείο κάθε μέρα στις 9 το πρωί το αργότερο, αφού πρώτα είχε αφήσει με τον σοφέρ της τα δίδυμα στο σχολείο. Μερικές φορές, έπαιζε και τένις πριν, ενώ, όντως, αργά το απόγευμα, έπαιρνε πάντα δουλειά στο σπίτι, αφού διόρθωνε τη μακέτα του τεύχους που της έστελναν ανανεωμένη καθημερινά. «Διορθώνεις χωρίς οίκτο», όπως μου είπε χαρακτηριστικά, «και επεμβαίνεις μέχρι την τελευταία στιγμή για να σωθεί το όποιο λάθος».

Breakfast με την Άννα Γουίντουρ 5

H Άννα Γουίντουρ και η μεγάλη της αγάπη για το τένις.

Έφυγα σαν υπνωτισμένη, με ενέργεια μεγατόνων, υπερηφάνεια, αλλά και με μια πλήρη γνώση που διατήρησα όλα τα χρόνια που διετέλεσα διευθύντρια εκείνου του περιοδικού: όταν είσαι διευθύντρια της «Vogue», δεν σημαίνει ότι αυτόματα είσαι η Άννα Γουίντουρ. Η Άννα Γουίντουρ είναι μία και μοναδική και τα μεγέθη Αμερικής και Ελλάδας άλλα. Τότε, βέβαια, ήταν μια εποχή χωρίς social media και, μοιραία, τα περιοδικά πρωτοστατούσαν. Η Γουίντουρ ήταν και παραμένει ξεχωριστή επαγγελματίας. Όλοι οι επόμενοι απλώς ακολουθούμε...

Τη συναντούσα στα απανταχού σόου καθισμένη πρώτη από όλους, πολύ προτού φτάσουμε οι υπόλοιποι, πάντα κομψή, με τα χαρακτηριστικά vintage κολιέ της, τις αγαπημένες της μπότες από τον Manolo Blahnik, κουκουλωμένη στη γούνα της το χειμώνα ή με εξώφτερνα παπούτσια του ίδιου σχεδιαστή το καλοκαίρι, πάντα με φούστα, ποτέ με παντελόνι, ποτέ χωρίς τα μαύρα γυαλιά της και ποτέ κρατώντας τσάντα ή, απλώς, πορτοφόλι.

Έκτοτε τη συναντούσα πιο συχνά σε παγκόσμια meetings –στο Παρίσι, στη Βενετία, στο Κόμο– ή σε καλέσματα διάσημων σχεδιαστών, όπως των Dolce&Gabbana στην Ταορμίνα. Πάντα ευγενική, πάντα πρώτη στην πόρτα του breakfast meeting στις 7:30, μαζί με τον Τζόναθαν Νιούχαουζ, πρωινά ευδιάθετο, στο Ritz hotel ή το Bristol, κοιτάζοντας το μικρό της μαύρο ρολόι-κόσμημα για να επιβεβαιώνει ποιοι καταφθάνουν καθυστερημένοι. Άλλοτε μόνη της, βουτηγμένη στις σημειώσεις και στο ντοσιέ της, άλλοτε χαλαρή στο σαλονάκι των ξενοδοχείων να συνομιλεί χαμηλόφωνα, παρέα με τη Φράνκα Σοτσάνι, διευθύντρια της ιταλικής «Vogue», μια φιλία που έγινε οικογένεια αφού ο γιος της Φράνκα, Φραντσέσκο, παντρεύτηκε την κόρη της Άννας, Μπι. Τη συναντούσα στα απανταχού σόου καθισμένη πρώτη από όλους, πολύ προτού φτάσουμε οι υπόλοιποι, πάντα κομψή, με τα χαρακτηριστικά vintage κολιέ της, τις αγαπημένες της μπότες από τον Manolo Blahnik, κουκουλωμένη στη γούνα της το χειμώνα ή με εξώφτερνα παπούτσια του ίδιου σχεδιαστή το καλοκαίρι, πάντα με φούστα, ποτέ με παντελόνι, ποτέ χωρίς τα μαύρα γυαλιά της και ποτέ κρατώντας τσάντα ή, απλώς, πορτοφόλι. Τα χέρια της κρατούσαν μόνο το κινητό της τα μετέπειτα χρόνια. Συχνά συζητούσε με την αιώνια συνεργάτιδά της, Γκρέις Κόντινγκτον, με την οποία είχαν μια σχέση έντονης αγάπης και αντιπαράθεσης, ή με την Τον Γκούντμαν.

Breakfast με την Άννα Γουίντουρ 6

Η Άννα Γουίντουρ με τη Γκρέις Κόντινγκτον.

Θέλω να συμπληρώσω με υπερηφάνεια ότι έζησα την ωραιότερη εποχή της ελληνικής αλλά, φυσικά, και της διεθνούς έντυπης δημοσιογραφίας, των μεγάλων εκείνων περιοδικών που πλήγηκαν ανεπανόρθωτα από τον καταιγισμό του digital – social media, Instagram, TikTok κ.λπ.

Στο τελευταίο ταξίδι της global «Vogue» στην Ιαπωνία αποφάσισα να μην παραστώ. Ήταν το 2012, όταν τα πράγματα στην εταιρεία μας χειροτέρεψαν. Ποιος είχε όρεξη για γιορτές στην Ιαπωνία; Πάντως όχι εγώ που έβλεπα τι ερχόταν. Θέλω να συμπληρώσω με υπερηφάνεια ότι έζησα την ωραιότερη εποχή της ελληνικής αλλά, φυσικά, και της διεθνούς έντυπης δημοσιογραφίας, των μεγάλων εκείνων περιοδικών που πλήγηκαν ανεπανόρθωτα από τον καταιγισμό του digital – social media, Instagram, TikTok κ.λπ. Τότε, με κάθε διάσημο που συναναστρεφόμασταν, δεν σκεφτόμασταν να βγάλουμε φωτογραφία μαζί του και να τη δημοσιεύσουμε, αλλά να ρουφήξουμε την ολιγόλεπτη συνομιλία μας για να έχουμε κάτι να θυμόμαστε. Δεν ψάχναμε πειστήρια της διάσημης στιγμής μας για να κάνουμε εντύπωση στο πλήθος.

Από τότε άλλαξαν όλα παντού, και πιο πολλά στον τομέα της έντυπης δημοσιογραφίας. Η τεχνολογία κάλπασε, τα digital media πήραν την πρωτοκαθεδρία, η είδηση πεθαίνει σχεδόν αμέσως και ήρθε η εποχή της selfie, του Instagram, του TikTok και των διαφόρων, συχνά καταστροφικών influencers που άλλαξαν για πάντα το τι σημαίνει chic, κομψότητα, αλλά και το τι είναι λογικό και τι παράλογο στην υδρόγειο. Όλα απομυθοποιήθηκαν, περιοδικά και τίτλοι πήραν digital μορφή. Ωστόσο υπάρχουν εφημερίδες και περιοδικά που έχουν προσαρμοστεί στο νέο, ψηφιακό περιβάλλον, αλλά ως έντυπα θυμίζουν ότι πίσω από τους τίτλους κρύβονται κάποιες σπάνιες διάνοιες ή, απλώς, κάποιοι αμετανόητοι ονειροπόλοι της κλασικής κομψότητας που δεν θα τελειώσει ποτέ...


Το επεισόδιο που πρέπει να ακούσεις οπωσδήποτε πριν τις γιορτές

Λίγο πριν τις γιορτές, η Ειρήνη και η Έλενα μιλούν ειλικρινά για την άτυπη (και τελικά αόρατη) πίεση της τέλειας χριστουγεννιάτικης εικόνας.


READ MORE

ΑΠΟΡΡΗΤΟ