Καθώς ανοίγει και μάλλον επιταχύνεται η διαδικασία και η συζήτηση με στόχο την αλλαγή ή εν πάση περιπτώσει τροποποίηση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, διάφορα διλήμματα αρχίζουν να αναδύονται. 
Για παράδειγμα:
Το πλήγμα στον τουρισμό είναι δεδομένο για εφέτος, ενδεχομένως μεγάλο και για του χρόνου. Τι θα απογίνει με τις επιχειρήσεις, τους εργαζομένους, τις υποδομές και όλα τα σχετιζόμενα πεδία, είναι μία πολυπαραγοντική εξίσωση, με πολλούς αγνώστους και πολύ δύσκολη λύση. Ενδεχομένως προς το παρόν να πρόκειται και για μία εξίσωση που δεν έχει καν λύση. Μπορεί κανείς απλώς να προχωρεί στον προσδιορισμό των αγνώστων μεταβλητών…
Τι κάνει κάποιος υπό αυτές τις συνθήκες; Τι μέσα διαθέτει η κυβέρνηση ώστε να αντισταθμίσει ή έστω να μετριάσει ή τέλως πάντων να περιορίσει στον βαθμό του δυνατού τις απώλειες του ΑΕΠ από τον τουρισμό;
Γίνεται ήδη συζήτηση και αναζητούνται διέξοδοι στην ενίσχυση άλλων κλάδων και στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. 
Είναι προφανές ότι τέτοια αλλαγή δεν μπορεί να γίνει συνολικά σε βραχυπρόθεσμη βάση. Ενδεχομένως να είναι εφικτή σε μεσοπρόθεσμη, αλλά πάντως απαιτείται σε κάθε περίπτωση ένας σχεδιασμός με όσο το δυνατόν συντομότερο χρόνο ενεργοποίησης και όσο το δυνατόν μακρύτερο ορίζοντα. 
Στο πεδίο αυτό, τα διλήμματα είναι πολλά. Για παράδειγμα: Ενισχύει κάποιος τομείς της οικονομίας που λειτουργούν σήμερα, όπως ο πρωτογενής; Αναζητεί ευκαιρίες για ενίσχυση τομέων που σήμερα, ακόμη και πριν την κρίση, υπολειτουργούσαν ή είχαν πολύ περιορισμένη δραστηριότητα και συμμετοχή στο ΑΕΠ; 
Στο πεδίο αυτό, οι απόψεις διίστανται, αλλά η ζωή μάλλον δίνει τις απαντήσεις. Προφανώς και σε πρώτη φάση οφείλει κανείς (ως κράτος, εννοείται), να στηρίξει κλάδους απαραίτητους για την διασφάλιση αγαθών πρώτης ανάγκης. Υπό αυτήν την έννοια, ο πρωτογενής τομέας, ο οποίος είναι ήδη σε φάση αναδιάρθρωσης και εκσυγχρονισμού, θα πρέπει να αποτελέσει μία από τις προτεραιότητες. Είναι εφικτό, επιβάλλεται και μπορεί να δώσει ευκαιρίες. 
Γενικός κανόνας σήμερα, μπορεί να είναι η στήριξη κλάδων που λειτουργούν και παράγουν και όχι να επιχειρεί πειραματισμούς σε πεδία άγνωστα. 
Μπορεί εκεί να προκύψουν άλλου είδους προβλήματα. Όπως για παράδειγμα, τι θα γίνει με το υπάρχον εργατικό δυναμικό; Πώς θα μπορέσει αυτό να απορροφηθεί σε κλάδους για τους οποίους δεν είναι επαρκώς καταρτισμένο; 
Παρά ταύτα και σε αυτό το πεδίο, υπάρχουν δυνατότητες. Η αναπροσαρμογή της παραγωγής βιομηχανιών, όπως προσφάτως φάνηκε με τις τρεις εταρείες στην Θράκη και στην Λάρισα που παράγουν προστατευτικές μάσκες, το έδειξε. Ανάλογες προσαρμογές μπορούν να διευρυνθούν και ως προς αυτό, μία λεπτομέρεια πρέπει να προσεχθεί. 
 
Στην ελληνική περιφέρεια υπάρχει ήδη πολύ καλά καταρτισμένο εργατικό δυναμικό κατηγορίας STEM (Science, Technology, Engineering, Mathematics). Μπορεί το δυναμικό αυτής της κατηγορίας κατά μείζονα λόγο να εγκατέλειψε την χώρα στην περίοδο της κρίσης, όμως ένα άλλο μεγάλο τμήμα του παρέμεινε στην Ελλάδα και υποαπασχολούνταν σε τομείς άσχετους με την κατάρτισή του. Τώρα, μπορεί να αξιοποιηθεί, εφόσον ενισχυθούν άλλοι παραγωγικοί κλάδοι από τον τουρισμό και την εστίαση. 
Οι επιλογές αυτές συνδέονται και με ένα άλλο, τεράστιο πρόβλημα. Την στενότητα επενδυτικών κεφαλαίων, εγχωρίων και διεθνών. 
Με τις ανατροπές που επέφερε η πανδημική κρίση αναμένεται πως θα υπάρξει μία επενδυτική εσωστρέφεια παγκοσμίως. Κεφάλαια που προορίζονταν για διεθνείς επενδύσεις, κατά πάσα βεβαιότητα θα στραφούν στις εσωτερικές αγορές, καθώς η γενική αβεβαιότητα θα διαμορφώσει και τις αντίστοιχες αμυντικές επενδυτικές συμπεριφορές. 
 
Συνεπώς και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την χώρα μας, οφείλει να προχωρήσει και μία σημαντική αλλαγή σε ένα άλλο πεδίο: στις δημόσιες επενδύσεις. 
Η αύξηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, οφείλει να είναι κάτι που θα τεθεί προς συζήτηση και στα ευρωπαϊκά όργανα, καθώς η Ελλάδα, καταδικασμένη από τις μνημονιακές δεσμεύσεις τα τελευταία χρόνια, διαθέτει σήμερα πολύ στενά περιθώρια ενίσχυσης των δημοσίων επενδύσεων. 
Είναι κάτι που πρέπει να απαντηθεί και πρόκεται  για μία αναγκαία μεταστροφή στην πολιτική και την οικονομία, η οποία μπορεί να αναδείξει το πραγματικό πλαίσιο νέας λειτουργίας. 
Σε μία τέτοια συνθήκη, το κράτος μπορεί να γίνει όχι απλώς καταφύγιο, όπως σπεύδουν να πανηγυρίσουν οι ανά τον κόσμο «κρατιστές». 
Μπορεί να γίνει οδηγός και κυρίως συμμέτοχος στην ανάπτυξη, όχι ανοίγοντας έναν κύκλο κρατικοποιήσεων αλλά θέτοντας σε νέα βάση την συνεργασία του με τον ιδιωτικό τομέα, δίχως δεσποτικό ρόλο, αλλά ως μέτοχος στην ανάκαμψη και την ανάπτυξη. 
Δύσκολη προσαρμογή, αλλά όχι ανέφικτη…