Δέσμιες του αναβαλλόμενου φόρου οι τράπεζες

Με δεμένα τα χέρια είναι οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών στη μάχη που δίνουν με τα «κόκκινα» δάνεια, παρά τους υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας που εμφανίζουν μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση του συστήματος και τις πωλήσεις θυγατρικών τους εταιρειών σε Ελλάδα και εξωτερικό.

Με δεμένα τα χέρια είναι οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών στη μάχη που δίνουν με τα «κόκκινα» δάνεια, παρά τους υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας που εμφανίζουν μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση του συστήματος και τις πωλήσεις θυγατρικών τους εταιρειών σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Πηγή του κακού αποτελεί ο αναβαλλόμενος φόρος, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για την κεφαλαιακή στήριξη των εγχώριων ομίλων μετά τις μεγάλες ζημιές που καταγράφηκαν με το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων (PSI) και τις μαζικές διαγραφές μη εξυπηρετούμενων δανείων τα προηγούμενα χρόνια, οι οποίες ξεπέρασαν τα 60 δισ. ευρώ.
Η χασούρα
Βάσει της νομοθεσίας, το σχετικό αρνητικό αποτέλεσμα συμψηφίζεται με τα κέρδη των επόμενων 20 ετών. Ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες δεν θα πληρώνουν σε αυτό το διάστημα φόρο για τα κέρδη που θα εμφανίζουν έως ότου «συμπληρωθεί» το απαιτούμενο ποσό των περίπου 19 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί σήμερα στην αναβαλλόμενη φορολογία.
Αρα είναι σαν να τους… χρωστάει το Δημόσιο χρήματα, τα οποία θα συμψηφιστούν με τους φόρους για τα κέρδη που θα εμφανίσουν στο μέλλον. Ολα αυτά βέβαια ισχύουν υπό μία προϋπόθεση: Να εμφανίζουν σε κάθε χρήση θετικό αποτέλεσμα, σε επίπεδο μητρικής.
Διαφορετικά ο νόμος ορίζει ότι για τη «χασούρα» του το Δημόσιο λαμβάνει αποζημίωση υπό τη μορφή νέων μετοχών που η τράπεζα καλείται να εκδώσει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όμως να χάνουν οι ιδιώτες μέτοχοι, καθώς το ποσοστό τους στο μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας μειώνεται.
Εδώ κρύβεται και ο περιορισμός που έχουν οι τράπεζες στη χρήση των ιδίων κεφαλαίων τους για την εξυγίανση των ισολογισμών τους.
Εάν σε μια χρονιά επιλέξουν, για να μειώσουν τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων, να προχωρήσουν σε ενέργειες που θα οδηγήσουν σε ζημιά στο σύνολο της χρήσης, όπως π.χ. μια πώληση μη εξυπηρετούμενου χαρτοφυλακίου σε πολύ χαμηλή τιμή, τότε η σχετική «χασούρα» θα αποτυπωθεί στα αποτελέσματα χρήσης.
Εάν αυτά είναι τελικώς αρνητικά, τότε ενεργοποιείται η νομοθεσία για την αναβαλλόμενη φορολογία, εκδίδονται νέες μετοχές υπέρ του Δημοσίου και οι λοιποί μέτοχοι χάνουν.
Αυτό είναι κάτι που σίγουρα δεν το θέλουν οι διοικήσεις των τραπεζών, καθώς από το 2013 έως και σήμερα οι επενδυτές έχουν βάλει τρεις φορές το χέρι στην τσέπη για να συμμετάσχουν σε ισάριθμες αυξήσεις κεφαλαίου και σε μόνιμη βάση βλέπουν τα χρήματά τους να χάνονται.
Με δεδομένο ωστόσο ότι τα «κόκκινα» δάνεια θα πρέπει από το 45% σήμερα να μειωθούν σε μονοψήφια επίπεδα έως και το 2022, οι ελληνικές τράπεζες πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να φέρουν εις πέρας αυτή την αποστολή χωρίς να εμφανίσουν σε κάποια από τις επόμενες χρήσεις ζημιές. Αρα μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Οι επιλογές

Οι επιλογές των τραπεζών λοιπόν περιορίζονται σε μόλις δύο, εφόσον δεν καταφέρουν να εξυγιάνουν με αυτή την ταχύτητα τους ισολογισμούς τους, κάνοντας χρήση μόνο της οργανικής τους κερδοφορίας:
Να προχωρήσουν σε νέες αυξήσεις κεφαλαίου για να αντικαταστήσουν ένα μεγάλο μέρος του αναβαλλόμενου φόρου και να μπορέσουν με αυτόν τον τρόπο να «κάψουν» τα νέα κεφάλαια για να σβήσουν «κόκκινα» δάνεια. Βέβαια σε αυτή την περίπτωση ζητούν νέα κεφάλαια από τους επενδυτές, χωρίς ένα πολύ πειστικό success story.
Να αποδεχθούν τις ζημιές στα αποτελέσματα χρήσης τους για την εξυγίανση του ενεργητικού τους, επιφέροντας ωστόσο ένα ακόμη πλήγμα στους υφιστάμενους μετόχους τους λόγω της έκδοσης μετοχών υπέρ του Δημοσίου.
Η μόνη σωτήρια για τις τράπεζες λύση θα ήταν η αλλαγή της νομοθεσίας, προς την κατεύθυνση του by-pass των ζημιών από μαζικές εκκαθαρίσεις δανειακών χαρτοφυλακίων από τα αποτελέσματα χρήσης.
Με τον τρόπο αυτόν οι ελληνικοί όμιλοι θα μπορούσαν να «κάψουν» τα πλεονάζοντα κεφάλαια που διαθέτουν για να καθαρίσουν ταχύτερα το ενεργητικό τους, χωρίς οι ιδιώτες μέτοχοί τους να επιβαρυνθούν από μια έκδοση μετοχών υπέρ του Δημοσίου.
Βέβαια, για να γίνει αυτό, θα πρέπει ο επόπτης του συστήματος, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), να ανάψει το πράσινο φως.

HeliosPlus

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.