Τηλεοπτικό τοπίο: Από τη διαπλοκή στην εμπλοκή

Η «διαπλοκή» χρησιμοποιείται συστηματικά στην Ελλάδα για να περιγραφεί με καταγγελτικούς όρους ένα διαχρονικό - και όχι μόνο εγχώριο - φαινόμενο: η εξάρτηση μεταξύ πολιτικής και ΜΜΕ.

Η «διαπλοκή» χρησιμοποιείται συστηματικά στην Ελλάδα για να περιγραφεί με καταγγελτικούς όρους ένα διαχρονικό –και όχι μόνο εγχώριο –φαινόμενο: η εξάρτηση μεταξύ πολιτικής και ΜΜΕ. Την ίδια ώρα η κατάχρησή της έχει αποκρύψει σοβαρές μεταβολές που έχουν προκύψει στη δημόσια σφαίρα. Η Μεταπολίτευση σε μεγάλο βαθμό σηματοδότησε το τέλος του παραδοσιακού παραταξιακού Τύπου. Ειδικότερα από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα, η είσοδος στην ιδιοκτησία των εφημερίδων επιχειρηματικών συμφερόντων «ξένων» ως εκείνη τη στιγμή προς τον εκδοτικό κόσμο, επέφερε τη σχετικοποίηση της ταύτισης της κάθε εφημερίδας με τους κομματικούς φορείς και αύξησε τον εμπορικό προσανατολισμό τους σύμφωνα με τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα.
Το 1989 και το άνοιγμα στην ιδιωτική τηλεόραση, με όρους που σε μεγάλο βαθμό ευνοούσαν το υφιστάμενο εκδοτικό-επιχειρηματικό πλαίσιο, προκαλεί μια νέα αλλαγή που για πολλούς αποτελεί και την αρχή του προβλήματος. Η απορρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου γίνεται το καθεστώς που επιτρέπει την αέναη διαπραγμάτευση μεταξύ ΜΜΕ και πολιτικού συστήματος. Μπορεί η παντοδυναμία της τηλεόρασης στο επόμενο διάστημα να δείχνει την κυριαρχία των ΜΜΕ στο πολιτικό παιχνίδι, εντούτοις οι προσπάθειες επιρροής και ελέγχου δεν υπήρξαν μονόδρομες. Το καθεστώς απορρύθμισης πάντως λειτούργησε όντως αποτελεσματικά προς στην ομαλή εναλλαγή των κομμάτων του παλαιού δικομματισμού στην εξουσία, μια συνθήκη που σταδιακά άρχισε να αντιμετωπίζεται ως ένα στημένο παιχνίδι, ένα «κλειστό» σύστημα ανταγωνισμού και συναλλαγής.
Ελάχιστα έχει μελετηθεί και έχει σχολιαστεί το είδος και βάθος του πλουραλισμού που αναπτύχθηκε από το 1989 και ύστερα τόσο στα δημοφιλή όσο και στα περιθωριακά ή περιφερειακά μέσα. Ελάχιστα έχει αναλυθεί το ποιες δημοσιογραφικές και πολιτικές φιγούρες έγιναν πρωταγωνιστικές τα χρόνια της «τηλεκρατίας». Ελάχιστα διαθέτουμε μελέτες που να χαρτογραφούν κατατοπιστικά τις ιδεολογικές απόψεις των δημοσιογράφων στον σύγχρονο ηλεκτρονικό και έντυπο Τύπο. Αμελείται έτσι να σημειωθεί ότι το καθεστώς της απορρύθμισης εκτός από φυσιογνωμίες συμβατές στην ανακύκλωση του παλαιού δικομματισμού, ανέδειξε πρόσωπα με υφολογία αντισυμβατικότητας που έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο τόσο στο δημοσιογραφικό (π.χ. Μ. Τριανταφυλλόπουλος, Ν. Ευαγγελάτος κ.ά.) και πολιτικό (π.χ. Λ. Κανέλη, Γ. Καρατζαφέρη) πεδίο, όσο και στον χώρο της ενημερωδιασκέδασης (π.χ. Λ. Λαζόπουλος, Μ. Κάραλη κ.ά.). Ο αγώνας για τα νούμερα τηλεθέασης επέτρεψε –εάν δεν επέβαλε –την υπόγεια και σθεναρή εγκαθίδρυση της εθνικολαϊκιστικής κουλτούρας, σε βαθμό που η δεκαετία του ’80 δύσκολα μπορούσε να έχει καταφέρει μέσα από τα παραδείγματα του άγαρμπου αυριανισμού και της βαρετής κρατικής τηλεπροπαγάνδας.
Ο αυξανόμενος ρόλος των ΜΜΕ στη διαμεσολάβηση της πολιτικής την τελευταία 25ετία στην Ελλάδα πήρε την αόριστη κατηγορία της διαπλοκής, η οποία όσο και αν κατονόμασε το θολό πεδίο αλληλεξάρτησης πολιτικών πρωταγωνιστών και επιχειρηματικών συμφερόντων στον χώρο των ΜΜΕ, απέκρυψε σημαίνουσες αλλαγές που δρομολογήθηκαν την ίδια περίοδο στο ενημερωτικό πεδίο. Το κυριότερο ίσως είναι ότι απέτρεψε την προσοχή από την αυξανόμενη δύναμη που απέκτησαν σε αυτό το «διαπλεκόμενο» πλαίσιο δημοσιογράφοι που γαλουχήθηκαν στη «σχολή» της αποκαλυπτικής ή σκανδαλοθηρικής δημοσιογραφίας.
Η φιλολογία περί διαπλοκής απέκρυψε επίσης μια ακόμη πολύ σημαντική μεταβολή: τη ραγδαία ανάπτυξη του Διαδικτύου ως βασικής ενημερωτικής πηγής –καθ’ όλα ανταγωνιστικής προς την τηλεόραση από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και μέχρι σήμερα –που κατάφερε να εκδημοκρατίσει σημαντικά την κυκλοφορία και τον σχολιασμό της πληροφορίας αλλά και να υποσκάψει σε πρωτόγνωρο βαθμό την ίδια την αξιοπιστία της. Η σκανδαλοθηρική μπλογκόσφαιρα που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα με γρήγορους ρυθμούς την τελευταία δεκαετία συγκρότησε τον εαυτό της ως μια εναλλακτική-αντιστασιακή δημόσια σφαίρα στο «διαπλεκόμενο» σύστημα. Το όποιο κριτικό φορτίο αυτής της νέας δημόσιας σφαίρας και η πλουραλιστική έκρηξη που τη συνόδευσε γρήγορα υπονομεύτηκαν από την καλλιέργεια αναπόδεικτων φημών, θεωριών συνωμοσίας, εθνικιστικών υπερβολών και προσωπικών εκβιασμών.

Η τηλεόραση αποτέλεσε τον βασικό «συστημικό» εχθρό της που μετουσίωνε όλα τα αρνητικά του κατεστημένου τρόπου ενημέρωσης και της δικομματικής πολιτικής πραγματικότητας της μεταπολίτευσης, η οποία γνώρισε την πλήρη απαξίωση. Το γεγονός ότι οι φήμες συμμετοχής ελλήνων πολιτικών στη Λέσχη Μπίλντερμπεργκ έφυγαν από τα εξώφυλλα περιθωριακών εφημερίδων (π.χ. «Ελεύθερη Ωρα») και κατέκλυσαν τις εναλλακτικές οθόνες ενημέρωσης αριστερών και δεξιών αποχρώσεων δεν έχει αποτιμηθεί όσο θα έπρεπε. Επίσης δεν έχει εκτιμηθεί το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια στον χώρο της διαδικτυακής ενημέρωσης αναπτύσσουν τις εκδοτικές δραστηριότητές τους με ιδιαίτερη επιτυχία τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι (Χατζηνικολάου, Τριανταφυλλόπουλος, Ευαγγελάτος, Χαρδαβέλλας, Βαξεβάνης, Κούλογλου κ.ά.) είτε ανακαλύπτοντας το κύρος του αντισυστημικού / ριζοσπαστικού πυλωρού είτε επαυξάνοντάς το.

Η πολυδιαφημισμένη προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να τα βάλει με τη διαπλοκή και να επιφέρει μια ανακατάταξη στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της τηλεόρασης έρχεται σε συνέχεια αυτών των άρρητων εξελίξεων. Ο αγώνας κατά των «προβληματικών» καναλαρχών (που τυγχάνει να μην πρόσκεινται θετικά προς την κυβέρνηση), το άνοιγμα του παιχνιδιού σε συμφέροντα πολύ σκοτεινότερα των δεδομένων, η κατάλυση των ανεξάρτητων αρχών (ΕΣΡ) ισοδυναμεί με εγχείρημα μείωσης του πλουραλισμού και ελέγχου της πληροφόρησης που δύσκολα μπορεί να ενταχθεί στο ευρωπαϊκό πλαίσιο λειτουργίας των ΜΜΕ. Βέβαια η προσπάθεια αυτή αποτελεί ρητή προεκλογική εξαγγελία της κυβέρνησης και το μοναδικό αποκούμπι της στη στρατηγική που την οδήγησε στην εξουσία, στην επιλογή της πολωτικής σύγκρουσης και του εκφοβιστικού στιγματισμού. Την ίδια ώρα όμως δεν είναι καθόλου απίθανο να αποτελεί και έναν τρόπο αναγνώρισης και εξαργύρωσης του εθνικολαϊκιστικού μετώπου που την έφερε σε ηγεμονική θέση τόσο στον χώρο των «συστημικών» όσο και των «αντισυστημικών» μέσων. Είναι προφανές, το εγχείρημα να περάσουμε από το καθεστώς της συσκοτιστικής διαπλοκής στην εποχή της ξεδιάντροπης εμπλοκής έχει ξεκινήσει. Μένει να δούμε εάν θα γίνει αποδεκτό.


Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι επίκουρος καθηγητής στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.