Επτά παρομοιώσεις

Καθώς εξαντλούνται στον τρέχοντα μήνα οι δίδυμες αναγνώσεις της Οδύσσειας στο Εθνικό Θέατρο, απογράφονται ως αντίδωρο επτά αντιπροσωπευτικές παρομοιώσεις,

Καθώς εξαντλούνται στον τρέχοντα μήνα οι δίδυμες αναγνώσεις της Οδύσσειας στο Εθνικό Θέατρο, απογράφονται ως αντίδωρο επτά αντιπροσωπευτικές παρομοιώσεις, με τα συμφραζόμενά τους, μοιρασμένες άνισα στα δύο κεφάλαια του έπους. Η αλφαβητική και αριθμητική δήλωση αντιστοιχεί στο πρωτότυπο:
(ε 43-54): Μίλησε ο Δίας και δεν απείθησε ο Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς. / Αμέσως έδεσε στα πόδια του τα ωραία σαντάλια, εκείνα τα θεσπέσια και χρυσά, που ανάλαφρα, με τις πνοές του ανέμου, / τον ταξιδεύουν στην απέραντη στεριά και στα πελάγη. / Πήρε και το ραβδί, αυτό που μαγνητίζει τα μάτια των ανθρώπων, / όποιον θελήσει εκείνος, και τα κλείνει / ή κι απ’ τον ύπνο τον βαθύ τους ανασταίνει. / Με τούτο το ραβδί στα χέρια, άρχισε να πετά ο κρατερός αργοφονιάς, / κι ολοταχώς, απ’ τον αιθέρα του ουρανού, πάνω απ’ την Πιερία, χύθηκε στο πέλαγος, το κύμα ακροπατώντας σαν τον γλάρο, / που ψάρια αρπάζει από τους άγριους κόλπους της ατρύγητης θαλάσσης, / βρέχοντας τα πυκνά φτερά του στο αλμυρό νερό. / Ομοιος με γλάρο κι ο θεός Ερμής, φάνταζε / καβαλάρης των αμέτρητων κυμάτων.
(ε 486-493): Το έργο του κοιτώντας, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, / ένιωσε μέσα του χαρά∙ στη μέση ξάπλωσε, ρίχνοντας / από πάνω του σωρό τα φύλλα. / Πώς κάποιος έκρυψε δαυλό μέσα στη μαύρη στάχτη, / σε χτήμα απόμερο που γείτονες στο πλάι του δεν έχει, σώζοντας έτσι / το σπέρμα της φωτιάς, για να μην έχει ανάγκη απ’ αλλού ν’ ανάβει, / μ’ ένα δαυλό παρόμοιος ο Οδυσσέας σκεπάστηκε με φύλλα. / Τότε κι η Αθηνά χύνει στα μάτια του τον ύπνο, / γρήγορη ανάπαυση από τον μόχθο και τον κάματό του. / Κι ο ύπνος σφράγισε τα βλέφαρά του.
(ζ 101-109): Ανάμεσά τους χέρια υψώνοντας λευκά, η Ναυσικά / κρατούσε τον ρυθμό με το τραγούδι της. / Πώς η τοξεύτρα η Αρτεμη, στα όρη κατεβαίνει / ή στον πανύψηλο Ταΰγετο ή στον Ερύμανθο, / για να χαρεί με κάπρους και μ’ ελάφια ωκύποδα. / Οι Νύμφες αγροδίαιτες, κόρες του Δία που κρατάει αιγίδα, τη συντροφεύουν παίζοντας μαζί της, / βλέπει και χαίρεται βαθιά η Λητώ πως υπερέχουν / μέτωπο και κεφαλή της κόρης, αναγνωρίζεται εύκολα / σ’ όλες ανάμεσα, κι ας είναι ωραίες όλες∙ παρόμοια κι η αδάμαστη παρθένα Ναυσικά / από τις άλλες κοπέλες ξεχωρίζει που παράστεκαν.
(ζ 160- 169): Τόση ομορφιά δεν είδα ως τώρα, γυναίκα ή άντρα. / Θάμπωσα και δεν χορταίνω να κοιτώ. / Ω ναι, κάποτε και στη Δήλο, πλάι στον βωμό του Απόλλωνα, / μπροστά στα μάτια μου, ένα βλαστάρι φοινικιάς το είδα να ψηλώνει -/ πήγα κι εκεί, πολύς στρατός μ’ ακολουθούσε στον δρόμο / που έμελλε να γίνει οδός της μαύρης συμφοράς μου. / Τότε, όπως τώρα, κοιτούσα το βλαστάρι εκείνο, / κι έμεινε ο νους μου θαμπωμένος ώρα πολλή. Γιατί ποτέ δεν αναβλάστησε στη γη τέτοιος ωραίος βλαστός. / Ετσι και τώρα σε θαυμάζω, δέσποινά μου, / έκθαμβος μένω, μέγα δέος με κατέχει τα γόνατά σου ν’ ακουμπήσω. / Είμαι που είμαι σε βαρύ πένθος χαντακωμένος.
(λ 204- 222): Τόσα μου είπε, όμως εγώ μέσα μου ταραγμένος, / θέλησα την ψυχή της ν’ αγκαλιάσω της πεθαμένης μάνας μου. / Ορμησα τρεις φορές, ποθώντας να τη σφίξω πάνω μου, και τρεις φορές μέσα απ’ τα χέρια μου, σαν τη σκιά, σαν όνειρο, / μου πέταξε. Κάθε φορά και πιο πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά μου, / ώσπου της μίλησα με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά: / «Μάνα μου, πώς δεν στέκεις να σε πιάσω που σε λαχταρώ. / Ελα, κι εδώ στον Αδη, τα χέρια δένοντας, να σφιχταγκαλιαστούμε / οι δυο μας, παρηγοριά να βρούμε στον φριχτό μας θρήνο. / Εκτός και αν, η Περσεφόνη αγέρωχη, μόνον τον άδειο ίσκιο σου / μου στέλνει, οδύρομαι βαριά, και πιο πολύ ν’ αναστενάζω». / Ετσι της μίλησα, κι η σεβαστή μου μάνα αμέσως αποκρίθηκε: «Αλίμονο παιδί μου δύσμοιρο, όσο κανείς άλλος στον κόσμο, / όχι, δεν σ’ απατά η Περσεφόνη, η θυγατέρα του Διός. / Αυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κανείς πεθαίνει: / δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκαλά του∙/ όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς / που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά – / μόνο η ψυχή πάει πέταξε σαν όνειρο και φτερουγίζει».
(μ 247-257): Κι εγώ το βλέμμα στρέφοντας στο γρήγορο καράβι, / ψάχνοντας τους συντρόφους, / τους είδα στον αέρα, να κρέμονται πόδια και χέρια, / όπως η Σκύλλα τους σήκωνε ψηλά∙ κι εκείνοι απελπισμένοι / φώναζαν τ’ όνομά μου, παρακαλώντας για τελευταία φορά. / Πώς ο ψαράς σ’ ένα ακρωτήρι απόκρημνο, με το μακρύ καλάμι του / δόλωμα ρίχνει σε ψάρια πιο μικρά, πετώντας στα βαθιά / το αγκίστρι του, που το ‘χει περασμένο σε κέρατο άγραυλου βοδιού, / κι όταν πιάσει κανένα, σπαρταριστό το αφήνει καταγής, έτσι κι εκείνοι σπαρταρούσαν, καθώς τους σήκωνε ψηλά στα βράχια, / όπου τους έτρωγε εκεί μπροστά στο άνοιγμα της σπηλιάς. / Κραύγαζαν τότε, και τα χέρια τους απλώνοντας σ’ εμένα, / με το φριχτό τους τέλος πάλευαν.
(φ 406-411): Πώς ένας αοιδός, που ξέρει από κιθάρα και τραγούδι, / εύκολα τη χορδή τεντώνει στο καινούριο του στριφτάρι, δένοντας / πάνω κάτω καλοστριμμένη την αρνίσια κόρδα, / έτσι κι ο Οδυσσέας εύκολα τάνυσε το μέγα τόξο, μετά με το δεξί του χέρι / τη χορδή δοκίμασε, κι αυτή κελάηδησε σαν χελιδόνα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.