Θεατές της πεντάρας

Μπροστά μου, στο Παλλάς, όπου είχα πάει για να παρακολουθήσω την «Οπερα της πεντάρας», σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά,

Μπροστά μου, στο Παλλάς, όπου είχα πάει για να παρακολουθήσω την «Οπερα της πεντάρας», σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά, καθόταν μια κυρία που καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης ανοιγόκλεινε το κινητό της τηλέφωνο. Δεν μιλάω για δυο-τρεις φορές, αλλά για ένα διαρκές on-off που αποσπούσε ξανά και ξανά την προσοχή μου. Ηταν μια καλοντυμένη και περιποιημένη γυναίκα, από εκείνες που αποπνέουν αέρα αστής αναθρεμμένης με τα γαλλικά, το πιάνο και το σαβουάρ βιβρ της, το οποίο υποδεικνύει πως όταν πηγαίνουμε στο θέατρο, καθόμαστε ήσυχα και παρακολουθούμε χωρίς να πίνουμε, χωρίς να τρώμε, χωρίς να μιλάμε, χωρίς να παίζουμε.
Αρχικά, επιστρατεύοντας όλη την κατανόησή μου, θεώρησα πως μπορεί να είχε αφήσει τα παιδιά στο σπίτι και να επικοινωνούσε διά μηνυμάτων μαζί τους. Ας δώσω ένα ελαφρυντικό στη δόλια τη μάνα, σκέφτηκα, για να διαπιστώσω όμως γρήγορα πως η θεατρόφιλη χαζολογούσε στο Facebook. Αυτό ενώ στη σκηνή αξιόλογοι ηθοποιοί έδιναν αγώνα για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του «μιούζικαλ» των Μπρεχτ – Βάιλ. Το απόλυτο φτύσιμο στην προσπάθειά τους, όχι από ένα παιδί που δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί, αλλά από μια ώριμη (;) γυναίκα, η οποία προερχόταν από την εποχή που το «πάμε θέατρο» είχε άλλο ειδικό βάρος. Που το κοινό ήξερε να «σταθεί» μέσα στην αίθουσα.
Τελικά, όπως εύκολα διαπιστώνεις, και αυτά τα ολίγα καλά που είχαμε μάθει τα ξεχάσαμε. Παρατήρησα πως ήταν πολλοί οι θεατές που έμπαιναν στην αίθουσα κρατώντας μπουκαλάκια με νερό. Δεν έκαναν κάτι παράνομο, τους το επέτρεπαν οι ταξιθέτες. Απλώς αναρωτήθηκα γιατί είναι πλέον τόσο δύσκολο να καθίσεις για δύο ώρες σε μία θέση χωρίς να ανοιγοκλείσεις ένα μπουκάλι, χωρίς να πίνεις ή να τρως, χωρίς να κάνεις like στις φωτογραφίες των διαδικτυακών φίλων σου.
Οταν είχα πρωτοδεί μιούζικαλ στο εξωτερικό, μου είχε κάνει αλγεινή εντύπωση η συνήθεια του κοινού να τρώει γρανίτες, γλυκά και τσιπς την ώρα της παράστασης. Είχα αισθανθεί υπερήφανος ως Ελλην που το δικό μας κοινό δεν είχε υιοθετήσει τέτοιες συμπεριφορές. Να, λοιπόν, που τις εισάγουμε και αυτές! Είναι, εξάλλου, προσφιλής μας συνήθεια να μιμούμαστε τα αρνητικά και να σνομπάρουμε τα θετικά των άλλων. Την τελευταία φορά που βρέθηκα σε θέατρο του Λονδίνου, αποχώρησα τσακωμένος με την κυρία του πίσω καθίσματος η οποία επέμενε να παρακολουθήσει την παράσταση όχι απλώς έχοντας βγάλει τα παπούτσια της, αλλά καθισμένη σταυροπόδι, έτσι ώστε το μοσχομυριστό πόδι της να ακουμπάει ενίοτε στον σβέρκο μου. Τραβήχτηκα, ξανατραβήχτηκα, την τρίτη φορά που το ένιωσα να γαργαλάει τον λαιμό μου, αποφασίζοντας πως δεν μπορεί να έχω πληρώσει 150 ευρώ (τόσο έκανε το εισιτήριο των «Αθλίων») για να γίνω υποπόδιο της αθλίας, γύρισα προς το μέρος της και της είπα διάφορα για την αγγλική ανατροφή της.
Τώρα, στο Παλλάς, στην προσπάθειά μου να αγνοήσω το κινητό της μπροστινής που αναβόσβηνε σαν γιγάντια πυγολαμπίδα, την ώρα που η Λυδία Φωτοπούλου και ο Χρήστος Λούλης τραγουδούσαν τη θλιβερή σχέση του Μακχίθ και της Τζένης, και στρέφοντας το βλέμμα μου προς την άλλη μεριά, είδα με έκπληξη έτερη κυρία να έχει βγάλει τα παπούτσια της στον διάδρομο. Υποθέτω πως σύντομα θα περάσουμε στο επόμενο στάδιο, με το πόδι της ξυπόλυτης θεατρόφιλης μέσα στα μούτρα μου. Και ερωτώ, τι απαίτηση μπορείς να έχεις από τα παιδιά των νέας κοπής («Τα λεφτά μου έδωσα, ό,τι θέλω κάνω!») θεατρόφιλων; Αυτά, σε λίγο, την ώρα της παράστασης, δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να σηκωθούν όρθια στην καρέκλα τους για να κάνουν στρέτσινγκ ή να ρίξουν και κανένα τσιφτετέλι, ανοίγοντας στη διαπασών το Spotify ή το iTunes στο κινητό τους. Ετσι, η «Οπερα της πεντάρας» θα μετατραπεί σε «ελληνάδικο». Θα τη φέρουμε, και αυτή, στα μέτρα μας.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 26 Μαρτίου 2016


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.