Αναπάντητα ερωτήματα

Η πρόσφατη πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος φαίνεται δυστυχώς να είναι μία ακόμη χαμένη ευκαιρία ουσιαστικού διαλόγου

Η πρόσφατη πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος φαίνεται δυστυχώς να είναι μία ακόμη χαμένη ευκαιρία ουσιαστικού διαλόγου για τα προβλήματα που συνδέονται με τη μεταρρύθμιση του πολιτικού και διοικητικού μας συστήματος. Πράγματι, η πρωτοβουλία αυτή ακολουθεί την πεπατημένη, εντασσόμενη σε έναν φθηνό προεκλογικό εντυπωσιασμό, με αποτέλεσμα να αδικεί κάποιες ενδιαφέρουσες προτάσεις (αρκετές από τις οποίες έχουν διατυπωθεί εδώ και πολλά χρόνια σε αυτήν την εφημερίδα και από τον γράφοντα, με πλέον πρόσφατες –και ήδη υιοθετούμενες εν πολλοίς –αυτές της 3.3.2013, μαζί με τον Αλέκο Παπαδόπουλο) αλλά και να εμφανίζεται με ένα σημαντικότατο έλλειμμα σοβαρότητας και θεσμικής αξιοπιστίας. Αυτό δε, με τη σειρά του, αποτρέπει απαραίτητες συναινέσεις και συγκλίσεις, πολλώ δε μάλλον όταν είναι δεδομένη η επιφυλακτικότητα που έχουν –και πρέπει να έχουν –τα υπόλοιπα κόμματα, λόγω του προβληματικού και συχνά τραυματικού δείγματος γραφής που έχει κατά καιρούς δώσει η Νέα Δημοκρατία απέναντι στο Σύνταγμα (εν όψει και των περιθωρίων που αφήνει η αναθεωρητική διαδικασία για απρόβλεπτες ή και επικίνδυνες, λόγω της δυσμενούς ευρωπαϊκής συγκυρίας, αλλαγές συνταγματικών διατάξεων, με μια περιστασιακή πλειοψηφία 151 βουλευτών). Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο συγκεκριμένα:
Ο Πρωθυπουργός όφειλε εν πρώτοις μια στοιχειώδη αυτοκριτική, αφενός μεν για τη στάση του κόμματός του στις προηγούμενες αναθεωρήσεις (δηλαδή στην άτολμη και άχρωμη του 2001, με την οποία χάθηκε η ευκαιρία έγκαιρων και ρηξικέλευθων θεσμικών τομών, αλλά και στην κολοβή, του 2008, με την οποία σπαταλήθηκαν 5 ολόκληρα χρόνια για να τροποποιηθεί, επί της ουσίας, μόνο το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών…), αφετέρου δε, και πολύ σπουδαιότερο, για τις επανειλημμένες πρόσφατες παραβιάσεις σημαντικών συνταγματικών διατάξεων, που στιγμάτισαν κατά τρόπο διόλου τιμητικό για την κυβέρνηση την εποχή των «μνημονίων», οδηγώντας σε έναν ιδιότυπο «συνταγματικό μιθριδατισμό».
Επίσης ο Πρωθυπουργός έχει αφήσει αναπάντητα ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα:
Γιατί, ενώ υποτίθεται ότι θεωρεί τόσο σοβαρή αυτή την πρωτοβουλία, δεν τη δρομολόγησε από τον προηγούμενο Απρίλιο, οπότε έληξε η προβλεπόμενη πενταετία, διακινδυνεύοντας πλέον το να μην ολοκληρωθεί η πρώτη φάση της αναθεώρησης λόγω ενδεχόμενης πρόωρης διάλυσης της Βουλής;
Γιατί δεν προώθησε –ή δεν προωθεί έστω και τώρα κατά προτεραιότητα –τις αναγκαίες αλλαγές που δεν χρειάζονται συνταγματική αναθεώρηση, ώστε να δείξει ότι πράγματι έχει μεταρρυθμιστική ατζέντα και δεν αρκείται σε προεκλογικούς πομφόλυγες;
Δεν αναφέρομαι βέβαια σε ανώδυνα μέτρα, όπως ο περιορισμός του αριθμού των βουλευτών, που δείχνει προσχώρηση στον διάχυτο λαϊκισμό, περιορίζει την αντιπροσώπευση νησιωτικών και ορεινών περιοχών και επιτείνει το αντιπολιτικό και αντικοινοβουλευτικό κλίμα που καλλιεργείται –εκούσια ή ακούσια –από διάφορες πλευρές, χωρίς μάλιστα ουσιαστικό αντίκρισμα (να σημειωθεί ότι η Βουλή της Σουηδίας, μιας χώρας με ίδιο περίπου πληθυσμό με την Ελλάδα, έχει 380 βουλευτές, με αποζημίωση περίπου την ίδια αλλά με συνολικό κόστος πολύ μικρότερο, λόγω των περιορισμένων υπόλοιπων εξόδων τους…).
Το κρίσιμο ερώτημα είναι γιατί δεν προχωρούν αμέσως, προκειμένου να γίνουν πειστικές οι σχετικές μεγαλόστομες εξαγγελίες αλλά και να ανατραπεί το κλίμα της πόλωσης, ορισμένες μείζονες νομοθετικές αλλαγές –που έχουν ήδη προταθεί άλλωστε από πολλές πλευρές -, όπως:
Α. Η τροποποίηση του συστήματος χρηματοδότησης των κομμάτων, με έμφαση πάντως στις εγγυήσεις διαφάνειας και ελέγχου και όχι στην κατάργηση της κρατικής χρηματοδότησης, που οδηγεί στη «δημοκρατία» των πάσης φύσεως –και σκοπιμότητας –χορηγών…
Β. Η αλλαγή του εκλογικού νόμου, που είναι ταυτόχρονα αντισυνταγματικός, αντιδημοκρατικός και άδικος, αφού αντιμετωπίζει δυσμενώς τους συνασπισμούς σε σχέση με τα μεμονωμένα κόμματα, δίνει το εκλογικό μπόνους χωρίς κανένα κριτήριο και καταργεί κάθε έννοια αναλογικής εκπροσώπησης σε ορισμένες περιφέρειες (ιδίως στις τετραεδρικές).
Γ. Η ριζική αναρρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, με τη θεσμοθέτηση διαφανών, εγγυημένων και αυστηρών διαδικασιών αδειοδότησης και ελέγχου, τόσο για την παραχώρηση των νέων –ψηφιακών –συχνοτήτων (που είναι, θυμίζουμε, δημόσια περιουσία) όσο και για την επιβολή, από ένα πλήρως αναμορφωμένο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, των αρχών της ισότητας, της αντικειμενικότητας και της ποιότητας, που προβλέπονται μεν από το Σύνταγμα αλλά εφαρμόζονται ολοένα και λιγότερο, στη σημερινή καταθλιπτική πραγματικότητα της σκανδαλώδους μεροληψίας υπέρ του Πρωθυπουργού (καθώς και των νυν αλλά και των εν δυνάμει εταίρων του…), που θυμίζει τις χειρότερες εποχές του «μπερλουσκονισμού»…
Ο κ. Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.