Μουσικός γερμανικός εμφύλιος

Το Φεστιβάλ του Πάσχα του Σάλτσμπουργκ ιδρύθηκε από τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν το 1967 ως συμπλήρωμα του μεγάλου φεστιβάλ του καλοκαιριού που εξακολουθεί να είναι όχι μόνο το αρχαιότερο αλλά και το σημαντικότερο μουσικό φεστιβάλ παγκοσμίως.

Το Φεστιβάλ του Πάσχα του Σάλτσμπουργκ ιδρύθηκε από τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν το 1967 ως συμπλήρωμα του μεγάλου φεστιβάλ του καλοκαιριού που εξακολουθεί να είναι όχι μόνο το αρχαιότερο αλλά και το σημαντικότερο μουσικό φεστιβάλ παγκοσμίως. Το μικρότερο σε χρονική διάρκεια και ποικιλία προγράμματος αλλά αναμφίβολα σημαντικό Φεστιβάλ του Πάσχα έχει αυτόνομη διεύθυνση που σε μεγάλο βαθμό προσπαθεί να ανταποκριθεί στις επιθυμίες ενός πιστού, ομοιογενούς κοινού με ελιτιστικό και συντηρητικό χαρακτήρα. Αλλαξε, διαδοχικά, σε 35 χρόνια μόνο τρεις μουσικούς διευθυντές, τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, τον Κλάουντιο Αμπάντο και τον Σάιμον Ρατλ, έχοντας ως μόνιμο στυλοβάτη τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου. Ενα μεγάλο όμως οικονομικό σκάνδαλο που ξέσπασε πριν από τρία χρόνια έδωσε την αφορμή στη διάσημη ορχήστρα να εγκαταλείψει το Σάλτσμπουργκ, γοητευμένη από τις ελκυστικές προτάσεις του Μπάντεν-Μπάντεν. Το τραύμα για τη γενέτειρα του Μότσαρτ ήταν βαρύ, επουλώθηκε όμως από τον Κρίστιαν Τίλεμαν και τη Συμφωνική Ορχήστρα της Δρέσδης. Εφέτος εορτάζονται τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Ρίχαρντ Στράους και έτσι το πρόγραμμα της νεοφερμένης ορχήστρας αφιερώθηκε στη μνήμη του μεγάλου συνθέτη. Ως όπερα προτιμήθηκε η «Arabella» που είχε να ανεβεί στο Σάλτσμπουργκ 50 χρόνια, δηλαδή από τον καιρό που θριάμβευε στον ρόλο αυτόν η Λίζα ντελά Κάζα.
Η αντίσταση της εποχής


Η επιλογή ήταν συζητήσιμη γιατί το έργο αυτό, παρά την ευαισθησία του και τις ωραίες στιγμές του, λόγω του θέματός του, μπορεί εύκολα να φανεί αναχρονιστικό. Η όμορφη κόρη που πρέπει να παντρευτεί έναν πλούσιο γαμπρό για να σώσει οικονομικά την κατεστραμμένη οικογένεια δεν συγκινεί εύκολα την εποχή μας. Ο Στράους και ο Χόφμανσταλ τοποθέτησαν την πλοκή γύρω στα 1860 γιατί ήθελαν να αναστήσουν την κοινωνία και την ατμόσφαιρα της αυτοκρατορικής Βιέννης. Ετσι, αν το έργο μεταφερθεί σε άλλη εποχή, εγκυμονεί αναπόφευκτα τον κίνδυνο να χαθεί το ύφος και η ιδιότυπη ποίησή του. Αυτό ήταν και το λάθος της σκηνοθέτριας Fiorentina Kleppers και της σκηνογράφου Martina Segna που το μεταφύτευσαν στην εποχή του Μεσοπολέμου.
Την παράσταση δεν έσωσαν τα μεγάλα ονόματα της Ρενέ Φλέμινγκ και του Τόμας Χάμπσον που σήμερα διανύουν το δειλινό της καριέρας τους. Ενα δειλινό που μπορούσε να μαγέψει, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε, μια που ο Τίλεμαν δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να συγκρατήσει την ορχήστρα. Οι ήχοι γέμιζαν μεν το μεγάλο Festspielhaus, κάλυπταν όμως συχνά τις φωνές, ιδίως στα σημεία όπου οι αποχρώσεις του βιεννέζικου ιδιώματος απαιτούν εκφορά με φινέτσα μουσικής δωματίου. Το επόμενο βράδυ ο άλλοτε πιανίστας και σήμερα θαυμάσιος μαέστρος Κρίστοφ Εσενμπαχ με τον προικισμένο γάλλο βιολοντσελίστα Gautier Capucon μάς χάρισαν έναν συναρπαστικό «Δον Κιχώτη» που τον ακολούθησαν η ενδιαφέρουσα «Μεταμόρφωση 2» του συγχρόνου μας συνθέτη Rihm και ο πάντα γοητευτικός «Δον Ζουάν» του Ρίχαρντ Στράους.
Ο θρυλικός Μαουρίτσιο Πολίνι μάς περίμενε την επομένη με το Κοντσέρτο αρ. 21 σε ντο μείζονα του Μότσαρτ. Δυστυχώς ο πάλαι ποτέ μεγάλος πιανίστας παρέμεινε μόνο θρυλικός. Μας αποζημίωσαν ο «Zarathustra» κάτω από το στιβαρό χέρι του Τίλεμαν και τα εξαίσια τέσσερα τελευταία τραγούδια του Στράους ερμηνευμένα από την κορυφαία σήμερα ελληνογερμανίδα υψίφωνο Anja Harteros.
Ο κύκλος έκλεισε με την περισυλλογή που απαιτούν οι «Μεταμορφώσεις» του Στράους και το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ.
Του χρόνου το Πάσχα το Σάλτσμπουργκ θέλει να αλλάξει τόνους: Σοστακόβιτς, Τσαϊκόφσκι, Βέρντι, Λεονκαβάλο. Ηδη ο Γιόνας Κάουφμαν δεσμεύτηκε να ερμηνεύσει τους πρωταγωνιστικούς ρόλους τόσο στην «Cavalleria» όσο και στους «Παλιάτσους», εξασφαλίζοντας έτσι από τώρα μια πολύ καλή προοπτική για τα ταμεία του Φεστιβάλ.
Τα «Πάθη» ως τραγωδία


Στο Μπάντεν-Μπάντεν μας περίμεναν τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ ο Σάιμον Ρατλ με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου και τα «Κατά Ιωάννην Πάθη» του Μπαχ, μια πραγματικά συγκλονιστική εμπειρία. Το αριστούργημα αυτό παρουσιάστηκε ως «αφηγηματικό» μουσικό δράμα, μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης, χάρη στη μεγαλοφυή λιτότητα της σκηνοθεσίας του Πίτερ Σέλαρς που, εμπνευσμένος από την αρχαία ελληνική τραγωδία, ενέταξε κίνηση, μουσική και λόγο σε μια μοναδική αρμονία. Χορωδία, ορχήστρα, μαέστρος, σολίστ και κοινό ενώθηκαν σε ένα κατανυκτικό τελετουργικό, μια βαθιά κοινή προσευχή, που για μερικές ώρες μας απελευθέρωσε από τον σημερινό κυνικό μας κόσμο, κάνοντάς μας να βιώσουμε το θαύμα της κάθαρσης.
Οι σολίστ ήταν όλοι εξαιρετικοί, ξεχώρισαν όμως ο μεγάλος Christian Gerhaher στους ρόλους του Πιλάτου και του Πέτρου και ο Marc Padmore ως Ευαγγελιστής. Ζήσαμε μια βραδιά που μένει χαραγμένη στη μνήμη και στην καρδιά.
Οι επόμενες ημέρες δεν μας άφησαν ανικανοποίητους. Η πάντα χαρισματική και λαμπερή Ανε Σόφι Μούτερ ερμήνευσε υποδειγματικά το Κοντσέρτο για βιολί του Μπραμς και η νεαρή Αργεντινή Sol Gabetta το Κοντσέρτο για βιολοντσέλο του Ελγκαρ. Δεν μας έκανε όμως να λησμονήσουμε τις ανεπανάληπτες ερμηνείες της Ζακλίν ντυ Πρε στο έργο αυτό. Στο συμφωνικό μέρος ο Σάιμον Ρατλ ένωσε αριστοτεχνικά τις «Ατμόσφαιρες» του Λίγκετι με την Εισαγωγή στον «Lohengrin», αφήνοντας να μεσολαβήσουν μόνο μερικές αναπνοές. Στη συνέχεια μας χάρισε μια σπάνια σε ακρίβεια και ένταση «Στέψη» του Στραβίνσκι.

Σάιμον Ρατλ και Πουτσίνι

Το τελευταίο βράδυ ζήσαμε στο Μπάντεν-Μπάντεν την πρώτη συνάντηση του Ρατλ με τον Πουτσίνι και τη «Μανόν Λεσκό», μια συνάντηση μάλλον ευτυχή, μουσικά. Πολύ καλοί, χωρίς να είναι συναρπαστικοί, η Eva-Maria Westbroek και ο Massimo Giordano στους ρόλους της Manon και του Des Grieux, αντίστοιχα. Ο γνωστός από το θέατρο και τον κινηματογράφο σκηνοθέτης Richard Eyre είχε μεταφέρει, για ακατανόητους λόγους, την πλοκή στην κατεχόμενη Γαλλία του ’40, μολονότι στο έργο δεν διακρίνεται το παραμικρό πολιτικό μήνυμα. Η επιλογή του, χωρίς να προσφέρει προστιθέμενη αξία, δυσκόλεψε αρκετά την πειστικότητα των διαλόγων. Στην παραγωγή, που μεταφέρεται προσεχώς στη Metropolitan Opera, υπάρχει και ένα ελληνικό όνομα, της Φωτεινής Δήμου, που έκανε τα κοστούμια.
Tου χρόνου, ο σερ Σάιμον Ρατλ και η Φιλαρμονική του Βερολίνου υπόσχονται πολλά στο Μπάντεν – Μπάντεν, τη μεγαλύτερη σήμερα όπερα της Γερμανίας: Rosenkavalier με Harteros, Kozena και Prohaska, Μπετόβεν με Haitink και Isabella Faust, Καταδίκη του Faust με Joyce di Donato, Σούμαν, Μέντελσον και Ραχμάνινωφ με Ρικάρντο Σαϊγύ και Μάρθα Αργκεριχ.
Ο ανταγωνισμός των δυο πόλεων συνεχίζεται προς όφελος των θεατών. Και σε εμάς;
Ο Πέτερ Σέλαρς, όπως μου είπε, ονειρεύεται να δει τα Κατά Ιωάννην Πάθη να ανεβαίνουν στην Επίδαυρο. Μπορούμε και εμείς να ονειρευόμαστε. Αυτό το δικαίωμα δεν μας το έχει αφαιρέσει κανείς.

Ο κ. Τάσος Κριεκούκης είναι πρέσβης ε.τ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.