Ποιος φταίει για τον Χαϊγιάν;

Πριν από δέκα μέρες είδαμε έναν «υπερτυφώνα» να σαρώνει τις Φιλιππίνες αφήνοντας πίσω του ισοπεδωμένες πόλεις και χιλιάδες νεκρούς.

Πριν από δέκα μέρες είδαμε έναν «υπερτυφώνα» να σαρώνει τις Φιλιππίνες αφήνοντας πίσω του ισοπεδωμένες πόλεις και χιλιάδες νεκρούς. Πέρυσι περίπου τέτοια εποχή είχαμε δει μια άλλη «υπερκαταιγίδα», τον τυφώνα Σάντι, να «βουλιάζει» και να παραλύει ένα από τα πιο προηγμένα σημεία του πλανήτη, την ανατολική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών. Τι συμβαίνει και τις δύο τελευταίες δεκαετίες αυτά τα φαινόμενα της φύσης φαίνεται να γίνονται όλο και πιο έντονα; Μήπως έχουμε ήδη αρχίσει να βλέπουμε τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής; Τα κλιματικά μοντέλα προβλέπουν ακριβώς αυτό, ότι δηλαδή οι ισχυροί τυφώνες (όπως και όλα τα ακραία καιρικά φαινόμενα) θα γίνουν εξαιτίας της θέρμανσης ακόμη ισχυρότεροι. Ωστόσο κανένας επιστήμονας δεν απαντά επισήμως στο καίριο ερώτημα προτού η απάντηση αυτή επιβεβαιωθεί με περισσότερες μελέτες. Οπως και να έχει πάντως, ακόμη και αν η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή δεν ευθύνεται άμεσα για τη δριμύτητα του τελευταίου υπερτυφώνα, ο άνθρωπος αναδεικνύεται απολύτως συνυπεύθυνος με τη φύση για τις καταστρεπτικές συνέπειές του. Το πού και πώς χτίζουμε είναι αυτό που κάνει τη διαφορά μεταξύ της επιβίωσης και της καταστροφής.

Δέκα ημέρες μετά το χτύπημα του τυφώνα οι Φιλιππίνες μετρούν τις πληγές τους και θα συνεχίσουν να τις μετρούν για πολύ ακόμα. Αυτό γιατί ο Χαϊγιάν δεν ήταν καθόλου τυχαίος. Σύμφωνα με τις ανεπίσημες εκτιμήσεις, από τη στιγμή που «βγήκε» στη στεριά, στο νησί Γκιουάν, με ταχύτητα ανέμων 305-315 χλμ. την ώρα, αναδείχθηκε στον ισχυρότερο τυφώνα που έχει καταγραφεί ποτέ κατά τη στιγμή της εξόδου στην ξηρά. Με μέγιστη ταχύτητα ανέμων τα 315 χλμ. την ώρα, ήταν επίσης ο καθ’ όλα τέταρτος ισχυρότερος τυφώνας στην καταγεγραμμένη ιστορία ενώ, γεγονός επίσης αξιοθαύμαστο, παρέμεινε στην κατηγορία 5, την ανώτερη της κλίμακας τυφώνων Σαφίρ-Σίμσον, επί 48 ολόκληρες ώρες! Εκτός από την ένταση και την «αντοχή», «διακρίθηκε» επίσης και σε ένα άλλο χαρακτηριστικό το οποίο συνδέεται με την καταστρεπτικότητα ενός τυφώνα: την «πλημμύρα» που προκάλεσε και η οποία υπολογίζεται στα 5-6 μ. –ίση με ένα διώροφο κτίριο, όπως είπαν χαρακτηριστικά ορισμένοι σχολιαστές.

Ο Χαϊγιάν, τον οποίο στις Φιλιππίνες αποκαλούν Γιολάντα, ήταν λοιπόν από όλες τις απόψεις ένας «υπερτυφώνας». Ο νεόκοπος όρος δεν είναι επιστημονικός. Αποτελεί «συνέχεια» του όρου «υπερκαταιγίδα» που επινόησαν τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης για τον τυφώνα Σάντι ο οποίος είχε πλήξει την ανατολική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών πέρυσι περίπου την ίδια εποχή, στα τέλη του Οκτωβρίου, παραμονές του Χαλογουίν. Η επανάληψη δεν είναι τυχαία. Η εμφάνιση των υπερκαταστρεπτικών τυφώνων (ή κυκλώνων, ο όρος είναι ταυτόσημος) γίνεται τα τελευταία χρόνια ολοένα και πιο συχνή. Και φυσικά ανακινεί το όλο και πιο συχνά επανερχόμενο ερώτημα. Εχει η θέρμανση του πλανήτη κάποιον ρόλο σε όλα αυτά; Με άλλα λόγια, μήπως η κλιματική αλλαγή ήταν αυτή που «ανέβασε» τον Χαϊγιάν/Γιολάντα στον υπερθετικό βαθμό;
Η κλιματική αλλαγή πίσω από το μένος του τυφώνα;


Η αυθόρμητη –ή και ενστικτώδης –απάντηση μπορεί για πολλούς να είναι «ναι», όμως κανένας κλιματολόγος δεν θα σας πει κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι αυτή τη στιγμή και οπωσδήποτε όχι επίσημα. Οι επιστήμονες προτιμούν να μιλούν με επιστημονικά αποδεδειγμένες βεβαιότητες (κατά προτίμηση του 100%) και αυτή τη στιγμή επιστημονικά αποδεδειγμένη βεβαιότητα για την επίδραση της αλλαγής του κλίματος του πλανήτη στη συχνότητα και στη σφοδρότητα των τυφώνων δεν υπάρχει. Αντιθέτως το τοπίο είναι σπαρμένο με αβεβαιότητες και άγνωστες παραμέτρους. Παρ’ όλα αυτά, ανεπίσημα και με βάση τις ενδείξεις και όχι τις αποδείξεις, σχεδόν όλοι οι κλιματολόγοι παραδέχονται ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η άνοδος της θερμοκρασίας έχουν μάλλον συμβάλει στη σφοδρότητα του Χαϊγιάν.

«Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι οι καταιγίδες είναι κάτι που συμβαίνει ούτως ή άλλως, πάντα συνέβαινε και πάντα θα συμβαίνει. Ωστόσο παράγοντες όπως η αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου μπορούν να επηρεάσουν τον κίνδυνο εμφάνισης ισχυρότερων καταιγίδων»
λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο Μάιλς Αλεν, καθηγητής και επικεφαλής της ομάδας Δυναμικής του Κλίματος (Climate Dynamics) στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. «Η επίδραση της πλανητικής θέρμανσης στους τροπικούς κυκλώνες δεν είναι ακόμη σαφής, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Μπορούμε να είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι η μεταβολή του κλίματος του πλανήτη θα επηρεάσει τον κίνδυνο των τροπικών κυκλώνων αλλά δεν ξέρουμε πώς επηρεάζει αυτόν τον κίνδυνο αυτή τη στιγμή».
Ζητούνται κλιματικά «Lego» νέας κοπής


Οι λόγοι για αυτή την «άγνοια» είναι πολλοί. Κατ’ αρχάς τα απαραίτητα στοιχεία είναι ελλιπή –όπως τονίζει στην έκθεσή της η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών η συστηματική καταγραφή των απαραίτητων δεδομένων (κυρίως δορυφορικών) έχει ξεκινήσει μόλις από τη δεκαετία του 1970 και δεν γίνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις χώρες, δυσχεραίνοντας την ανάλυση. Επίσης, αν και είναι βέβαιο ότι η θερμοκρασία τόσο των νερών της θάλασσας όσο και της ατμόσφαιρας έχει αυξηθεί ευνοώντας την ανάπτυξη των κυκλώνων, υπάρχουν σημαντικές άγνωστες παράμετροι, όπως π.χ. η «πορεία» των διατμητικών ανέμων (άνεμοι που αλλάζουν γρήγορα ταχύτητα και κατεύθυνση) στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, οι οποίοι μπορούν να διαλύσουν τις τροπικές καταιγίδες) ή η επίδραση των σωματιδίων και της σκόνης. Ο σημαντικότερος παράγοντας της αβεβαιότητας είναι όμως η ανάλυση μεγάλης κλίμακας στην οποία λειτουργούν τα κλιματικά μοντέλα. Οσο και αν ένας τυφώνας σαν τον Χαϊγιάν μας φαίνεται τεράστιο γεγονός, σε αυτές τις μεγάλες κλίμακες είναι κυριολεκτικά αόρατος.

«Φανταστείτε τα κλιματικά μοντέλα σαν μια κατασκευή με τουβλάκια Lego»
λέει ο κ. Αλεν. «Αν προσπαθήσετε να φτιάξετε έναν άνθρωπο με μεγάλα τουβλάκια προφανώς δεν θα μοιάζει ακριβώς με άνθρωπο, όσο πιο μεγάλα είναι τα τουβλάκια τόσο πιο δύσκολο είναι το μοντέλο να έχει ακρίβεια». Επειδή τα μοντέλα που χρησιμοποιούνται για τις προσομοιώσεις του κλίματος πρέπει να «τρέχουν», όπως εξηγεί ο καθηγητής, για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα πρέπει αναγκαστικά να χρησιμοποιούν μεγάλα «τουβλάκια». «Ετσι δίνουν μόνο κατά προσέγγιση απεικονίσεις δομών όπως οι τυφώνες, δεν τους απεικονίζουν άμεσα, δεν μπορεί κάποιος να δει τους τυφώνες σε ένα κλιματικό μοντέλο» επισημαίνει. «Επομένως δεν μπορεί κάποιος απλώς να κοιτάξει τα αποτελέσματά του και να δει πώς οι τυφώνες αλλάζουν σε αυτά».
Με μια καλύτερη ανάλυση θα μπορούσαμε να έχουμε πολύ καλύτερα αποτελέσματα και αυτό είναι κάτι επάνω στο οποίο εργάζονται οι επιστήμονες. «Θέλω να τονίσω ότι τα μοντέλα που χρησιμοποιούμε για την πρόγνωση των τυφώνων χρησιμοποιούν πολύ μικρότερα τουβλάκια και γι’ αυτό μας δίνουν αυτές τις εκπληκτικά ακριβείς προβλέψεις» προσθέτει ο κ. Αλεν. «Μια μεγάλη πρόοδος που έχει σημειωθεί τελευταία είναι ότι αρχίζουμε να εφαρμόζουμε αυτά τα ακριβή, υψηλότερης ανάλυσης μοντέλα στο πρόβλημα του κλίματος. Και νομίζω ότι αυτά τελικά θα μας πουν πώς θα μεταβληθούν οι κυκλώνες».
Παρ’ όλα αυτά ορισμένες μελέτες έχουν δώσει κάποιες προβλέψεις οι οποίες θεωρούνται γενικώς αποδεκτές. Κάποιες από αυτές έχουν δείξει ότι οι μέτριας έντασης καταιγίδες θα μειωθούν αλλά οι σφοδρές καταιγίδες θα έχουν μεγαλύτερη ένταση, άλλες ότι οι τάσεις της συχνότητας θα παραμείνουν λίγο ως πολύ οι ίδιες αλλά ότι η ένταση των σφοδρότερων καταιγίδων θα αυξηθεί. «Η γενική εικόνα είναι αυτή, η θεωρία τουλάχιστον υποστηρίζει αυτή την ιδέα, ότι δεν θα δούμε ιδιαίτερες μεταβολές στον συνολικό αριθμό των καταιγίδων αλλά θα δούμε αύξηση στην ένταση των ισχυρότερων από αυτές» λέει ο κ. Αλεν.
Η αιρετική μελέτη που «έδειξε» τον Δυτικό Ειρηνικό


Τον περασμένο Ιούλιο ωστόσο μια μελέτη από τον Κάρι Εμάνιουελ, καθηγητή στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), ήρθε να ανατρέψει αυτή τη θεωρία. Χρησιμοποιώντας μια νέα αναλυτική τεχνική που ανέπτυξε ο ίδιος, ο διακεκριμένος ειδικός στις τροπικές καταιγίδες κατέληγε στο συμπέρασμα ότι δεν θα αυξηθεί μόνο η ένταση των μεγάλων τυφώνων αλλά και η συχνότητα των μικρότερων. Προέβλεπε μάλιστα ότι «η αύξηση της έντασης των τροπικών κυκλώνων θα είναι μεγαλύτερη στο βόρειο τμήμα του Δυτικού Ειρηνικού Ωκεανού», εκεί ακριβώς όπου εμφανίστηκε ο Χαϊγιάν (αξίζει να σημειωθεί ότι από τις αρχές του χρόνου ως τον Σεπτέμβριο στον Δυτικό Ειρηνικό σημειώθηκαν λιγότεροι τυφώνες από ό,τι συνήθως, όμως ο Οκτώβριος είδε τον αριθμό-ρεκόρ των τεσσάρων «μαζεμένων» τυφώνων).
Τα αποτελέσματα του κ. Εμάνιουελ αντιμετωπίζονται προς το παρόν με επιφυλακτικότητα από τους ειδικούς οι οποίοι θεωρούν ότι η εντελώς νέα τεχνική του πρέπει να δοκιμαστεί και σε άλλες μελέτες. Ολοι πάντως φαίνονται να συμφωνούν στο ότι η ένταση των ισχυρών τυφώνων αναμένεται να είναι αυξημένη στο μέλλον (υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι στον Βόρειο Ατλαντικό, όπου τα στοιχεία είναι πιο εμπεριστατωμένα, κάτι τέτοιο συντελείται ήδη) ενώ ορισμένοι τοποθετούν την αύξηση αυτή πολύ ψηλά. Ο Ρόμπερτ Μέντελσον του Πανεπιστημίου Γέιλ εκτιμά ότι οι ισχυρότεροι τυφώνες μπορεί να περιορίζονται μόνο στο 1% των καταιγίδων που θα σημειώνονται κάθε χρόνο αλλά θα προκαλούν περισσότερο από το 50% των συνολικών καταστροφών που προκαλούνται από καταιγίδες.
Μελέτες απόδοσης: θα αποκαλύψουν τον ένοχο


Για τον κ. Αλεν ωστόσο η πρόγνωση σε «κλιματικές» κλίμακες δεν είναι το κυριότερο ζητούμενο. «Η μεγάλη πρόκληση δεν είναι να προβλέψουμε ποιος θα είναι ο κίνδυνος καταιγίδων σε 50 χρόνια αλλά να γνωρίζουμε ποιος είναι ο κίνδυνος σήμερα» λέει. Σε κάτι τέτοιο μπορούν ενδεχομένως να βοηθήσουν οι λεγόμενες μελέτες «απόδοσης» (attribution), οι οποίες μπορούν να συνδέσουν άμεσα ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο με την κλιματική αλλαγή βλέποντας πώς αυτό θα διαμορφωνόταν χωρίς τις επιπτώσεις της. Οι μελέτες αυτές, οι οποίες βέβαια γίνονται εκ των υστέρων, αποτελούν νέα προσέγγιση και ο κ. Αλεν με την ομάδα του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης είναι από τους πρωτοπόρους στον τομέα.

«Αν με ρωτήσετε τώρα αν η κλιματική αλλαγή αύξησε ή μείωσε τις πιθανότητες εμφάνισης του Χαϊγιάν, θα σας πω ότι αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να ξέρουμε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να μάθουμε»
. Τη δυνατότητα αυτή μας τη δίνουν, όπως συμπληρώνει, οι γνώσεις που έχουμε αποκτήσει τα τελευταία χρόνια. «Μπορούμε να το κάνουμε με βάση το γεγονός ότι σήμερα μπορούμε να προβλέψουμε τους τυφώνες με ακρίβεια που δέκα χρόνια πριν θα φαινόταν απίστευτη» εξηγεί, υπογραμμίζοντας ότι ο Χαϊγιάν και η πορεία του προβλέφθηκαν με μεγάλη ακρίβεια αρκετές μέρες νωρίτερα. «Με βάση αυτές τις ίδιες γνώσεις που χρησιμοποιούμε για την πρόβλεψη μπορούμε να ποσοτικοποιήσουμε πώς η ανθρώπινη επίδραση στο κλίμα επηρεάζει τον κίνδυνο αυτών των καταιγίδων τώρα. Και αυτή είναι μια έρευνα που θεωρώ ότι θα πρέπει να κάνουν όλοι, γιατί πρέπει να κατανοήσουμε πώς το κλίμα αλλάζει σήμερα».
Αν και ο καθηγητής τη θεωρεί πολύ σημαντική, η προσέγγιση αυτή προς το παρόν είναι υπερβολικά περιορισμένη. «Θα πρέπει να πω ότι ουσιαστικά δεν γίνεται. Την κάνουν πολύ λίγες ομάδες, σε στενά ακαδημαϊκό επίπεδο» παραδέχεται. Πιστεύει ωστόσο ότι η έξοδός της από τα λίγα πανεπιστημιακά εργαστήρια και η εφαρμογή της από μεγάλα κέντρα πρόγνωσης, όπως π.χ. το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μεσοπρόθεσμων Προγνώσεων, είναι απαραίτητη. «Οι μετεωρολογικές υπηρεσίες θα πρέπει να καταστήσουν την ερμηνεία του καιρού μια υπηρεσία παράλληλη με την υπηρεσία της πρόγνωσης που ήδη προσφέρουν» εξηγεί. «Η ερμηνεία έρχεται μετά το καιρικό φαινόμενο που έχει προκύψει, γι’ αυτό ορισμένοι λένε «ε, και τι έγινε, δεν σώζει ζωές» και αυτό είναι αλήθεια. Η κατανόηση όμως του πώς ο καιρός αλλάζει αυτή τη στιγμή, τώρα, βοηθάει να προετοιμαστούμε για μελλοντικές καταστροφές και αυτό μπορεί να σώσει ζωές μακροπρόθεσμα».

Τα ανθρώπινα λάθη πίσω από την καταστροφή
Αν και κανένας επιστήμονας δεν λέει επίσημα αυτή τη στιγμή και χωρίς προηγούμενη μελέτη ότι η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή έχει μερίδιο ευθύνης στη σφοδρότητα του τυφώνα Χαϊγιάν, όλοι συμφωνούν στο ότι ο άνθρωπος έχει βάλει το χεράκι του στις καταστρεπτικές συνέπειές του. Και μάλιστα όχι σε μικρό βαθμό: ο Μπράιαν Μακ Νόλντι, γνωστός ερευνητής του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι που ειδικεύεται στη μελέτη των τυφώνων, αποδίδει στον ανθρώπινο παράγοντα ευθύνη 75%-80%.
Αλλοι, όπως ο ειδικός στις τροπικές καταιγίδες καθηγητής του MIT Κάρι Εμάνιουελ, αποφεύγουν να μιλήσουν με ποσοστά αλλά είναι εμφανές ότι θεωρούν το είδος μας τουλάχιστον κατά το ήμισυ συμμέτοχο. «Εχουμε ένα πολύ έντονο γεγονός το οποίο πλήττει ένα πολύ ευαίσθητο σημείο του κόσμου» δήλωσε ο διακεκριμένος μετεωρολόγος στο πρακτορείο Associated Press. «Είναι αυτός ο συνδυασμός φύσης και ανθρώπου. Αν ένα από αυτά τα δυο συστατικά έλειπε, δεν θα είχαμε καταστροφή».
Πολλοί μετεωρολόγοι επισημαίνουν πάντως ότι και η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή έχει συμβάλει στην καταστρεπτικότητα του Χαϊγιάν με έναν ήδη εμφανή τρόπο. Οι Φιλιππίνες έχουν δει τελευταία τη στάθμη της θάλασσας στις ακτές των νησιών τους να ανεβαίνει κατά περίπου 1,5 εκ. –από τις μεγαλύτερες ανόδους στον πλανήτη. Είναι λοιπόν παραπάνω από λογικό να θεωρήσει κανείς ότι αυτή η άνοδος έδωσε «ώθηση» στην πλημμύρα που προκάλεσε ο Χαϊγιάν, όπως επίσης και ότι θα δίνει όλο και μεγαλύτερη ώθηση σε κάθε είδους πλημμύρες στο μέλλον.
Παράλληλα η ακραία φτώχεια και η τεράστια αύξηση του πληθυσμού καθιστούν τις Φιλιππίνες μια «αστική ωρολογιακή βόμβα» με πόλεις που όχι μόνο έχουν χτιστεί σε «επιρρεπή» στους τυφώνες σημεία αλλά επιπλέον έχουν τριπλασιαστεί και τετραπλασιαστεί μέσα σε 50 χρόνια χωρίς καμία πρόβλεψη και εφαρμογή οικοδομικών κανονισμών, όπως επεσήμαναν στα σχόλιά τους όλοι οι επιστήμονες. Περισσότεροι από 4 στους 10 κατοίκους των νησιών των Φιλιππινών ζουν σε περιοχές που είναι ευάλωτες στους τυφώνες, σε πόλεις με πληθυσμούς μεγαλύτερους των 100.000 κατοίκων, όπως αναφέρει μελέτη που διεξήγαγε η Παγκόσμια Τράπεζα το 2012. Σύμφωνα δε με την υπηρεσία απογραφής της χώρας, στην πόλη Τακλομπάν που ισοπεδώθηκε από τον Χαϊγιάν, το ένα τρίτο των σπιτιών είχαν ξύλινους τοίχους ενώ ένα στα επτά σπίτια είχε σκεπή από χόρτο. Κατά την εκτίμηση του κ. Μακ Νόλντι, με τέτοιου είδους πληθυσμιακές και οικοδομικές συνθήκες, ακόμη και μια αρκετά μικρότερης έντασης καταιγίδα θα προκαλούσε σχεδόν εξίσου μεγάλες καταστροφές.
Παρά το γεγονός ότι οι νεκροί από τον τυφώνα μετρούνται σε χιλιάδες, οι Φιλιππίνες γλίτωσαν πολύ μεγαλύτερες ανθρώπινες απώλειες εξαιτίας της έγκαιρης πρόγνωσης που επέτρεψε σε αρκετά μεγάλο βαθμό την εκκένωση των περιοχών από όπου θα περνούσε ο Χαϊγιάν και τη μεταφορά του πληθυσμού σε καταφύγια. «Το γεγονός ότι ο τυφώνας προβλέφθηκε και οι Φιλιππίνες ήταν προετοιμασμένες –σχετικά, όχι απόλυτα –έσωσε ζωές» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Μάιλς Αλεν. «Μια καλύτερη κατανόηση των τυφώνων θα βοηθούσε όμως στο να υπάρξει καλύτερη προετοιμασία και θα οδηγούσε σε πιο συνετές επιλογές σχετικά με το πού μπορούμε να χτίζουμε κτίρια και υποδομές».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.