Το αμερικανικό χρέος αυξάνει το κινεζικό άγχος

Την περασμένη εβδομάδα οι Ηνωμένες Πολιτείες βάδισαν για άλλη μία φορά στο χείλος του γκρεμού της αθέτησης των δεσμεύσεών τους για την εξυπηρέτηση του αμερικανικού δημόσιου χρέους.

Την περασμένη εβδομάδα οι Ηνωμένες Πολιτείες βάδισαν για άλλη μία φορά στο χείλος του γκρεμού της αθέτησης των δεσμεύσεών τους για την εξυπηρέτηση του αμερικανικού δημόσιου χρέους. Και για άλλη μία φορά ο κόσμος αναρωτιέται γιατί οποιαδήποτε χώρα, πόσω μάλλον η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, θα έθετε σε κίνδυνο τη φερεγγυότητά της και κατά συνέπεια την ικανότητά της να δανείζεται.
Αν και μια παγκόσμια οικονομική κρίση απετράπη την τελευταία στιγμή, μια σημαντική εξέλιξη ήταν η σειρά προειδοποιήσεων από κινέζους αξιωματούχους. Ο πρωθυπουργός Λι Κεκιάνγκ είπε στον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι ότι είναι «υπερβολικά ανήσυχος» για μια πιθανή αθέτηση του χρέους.
Ο Γι Γκανγκ, αναπληρωτής διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Κίνας, προειδοποίησε ότι η Αμερική «θα πρέπει να έχει τη σοφία να επιλύσει αυτό το πρόβλημα το συντομότερο δυνατόν». Ενα άρθρο γνώμης στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Σινχούα ζήτησε από τον «σαστισμένο κόσμο να αρχίσει να εξετάζει την οικοδόμηση ενός αποαμερικανοποιημένου κόσμου».
Οι δηλώσεις αυτές, ασυνήθιστα απερίφραστες από την Κίνα, δείχνουν ότι οι επαναλαμβανόμενες και όχι αναπόφευκτες κρίσεις απειλούν την προνομιακή θέση των ΗΠΑ ως εκδότη του κύριου αποθεματικού νομίσματος παγκοσμίως και του (ως τώρα) ακίνδυνου χρέους.
Εξωτερικοί φορείς –κυβερνήσεις, εταιρείες και ιδιώτες –κατέχουν σχεδόν το ήμισυ του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ. Από τα 3,6 τρισ. δολάρια σε συναλλαγματικά αποθέματα της Κίνας περίπου το 60% είναι σε κρατικά χρεόγραφα των ΗΠΑ.
Και οι μάχες για τα δημοσιονομικά στην Ουάσιγκτον έχουν κάνει τις κινεζικές αρχές ακόμη πιο ανήσυχες. Το γενικότερο πρόβλημα είναι ότι μακροπρόθεσμα τα δημόσια οικονομικά των ΗΠΑ δεν είναι βιώσιμα, εν απουσία αύξησης των φορολογικών εσόδων και συγκράτησης των δαπανών.

Αλλά οι Κινέζοι έχουν περιορισμένα περιθώρια ελιγμών. Πρώτον, είναι εγκλωβισμένοι σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές.

Είναι γνωστό ότι η προσαρμογή σε ένα νέο, πιο εγχώριο μοντέλο ανάπτυξης είναι απαραίτητη. Η διαδικασία αυτή όμως θα πάρει πολύ χρόνο. Ως εκ τούτου, είναι πιθανόν ότι η Κίνα θα συνεχίσει να συσσωρεύει μεγάλα αποθέματα ξένου συναλλάγματος.
Δεύτερον, τα περισσότερα από τα κέρδη των κινέζων εξαγωγέων είναι σε δολάρια, επομένως αυτό είναι το νόμισμα που αποθησαυρίζει η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας. Στη θεωρία, τα δολάρια θα μπορούσαν να ανταλλαγούν με άλλα νομίσματα, όπως το ευρώ και το ελβετικό φράγκο. Οποιαδήποτε κίνηση όμως να πουληθούν δολάρια σε αρκετά μεγάλα ποσά είναι πιθανόν να μειώσει την αξία του δολαρίου κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μειωθεί η αξία των τίτλων που κατέχει η κεντρική τράπεζα της Κίνας.

Τρίτον, ακόμη και αν οι Κινέζοι μπορούσαν να διαφοροποιηθούν μακριά από τα δολάρια χωρίς να υποστούν απώλειες κεφαλαίου, το θέμα θα ήταν –όπως πάντα –ποια είναι η εναλλακτική λύση. Τα κρατικά ομόλογα της Γερμανίας, της Ελβετίας και της Βρετανίας είναι ασφαλή, αλλά δεν υπάρχουν αρκετά μεγάλες ποσότητες των εν λόγω τίτλων διαθέσιμες για αγορά.

Μήπως αυτό σημαίνει ότι εμείς οι Αμερικανοί μπορούμε να είμαστε ήσυχοι; Η απάντηση είναι όχι.

Κατ’ αρχάς το γεγονός ότι η δημοσιονομική πολιτική βρίσκεται εν μέρει στα χέρια ατόμων που δεν πιστεύουν ότι η αθέτηση του χρέους είναι ένα σοβαρό ζήτημα κάνει ευνοήτως τους ξένους επενδυτές να ανησυχούν.
Μέσα στην Κίνα οι οπαδοί της οικονομικής μεταρρύθμισης έχουν ένα μεγάλο επιχείρημα για την επιτάχυνση της αλλαγής πολιτικής που θα μειώνει την έμφαση στις εξαγωγές και θα προωθεί την εγχώρια ιδιωτική κατανάλωση για να συρρικνωθεί το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας.
Μακροπρόθεσμα αυτές οι δύο επιπτώσεις μπορεί να είναι θετικές από την προοπτική της Κίνας και του κόσμου.
Αλλά αν η χρονική συγκυρία τους δεν είναι καλή, η ζήτηση για τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ θα μειωνόταν ακριβώς τη στιγμή που θα αυξάνονταν τα επιτόκια για το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ. Οι πιέσεις που θα ασκούνταν στα δημοσιονομικά των ΗΠΑ δεν είναι ένα αποτέλεσμα που θα έπρεπε να θέλει κανένας πατριώτης Αμερικανός, όποια και αν είναι η πολιτική του τοποθέτηση.

Ο κ. Μένζι Ντ. Τσιν είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιοτου Γουισκόνσιν στις ΗΠΑ.
Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 23 Οκτωβρίου 2013

HeliosPlus

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.