Περιπολία στη θάλασσα των δουλεμπόρων

Στη Σύμη, τα βράδια του χειμώνα, μετά τις 10, επικρατεί η απόλυτη σιωπή. Μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού τα ανοιχτά καταστήματα, ταβέρνες και καφετέριες, ως εκείνη την ώρα. Μετά τις 10 κλείνουν κι αυτά.

Στη Σύμη, τα βράδια του χειμώνα, μετά τις 10, επικρατεί η απόλυτη σιωπή. Μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού τα ανοιχτά καταστήματα, ταβέρνες και καφετέριες, ως εκείνη την ώρα. Μετά τις 10 κλείνουν κι αυτά. Φθάσαμε λίγο μετά τα μεσάνυχτα στο νησί από τη Ρόδο. Στο λιμάνι δεν φαινόταν καμία δραστηριότητα. Μόνο ένα τριζόνι έσπαγε τον τοίχο της… σιωπής και το αγκομαχητό της μηχανής του πλωτού του Υπολιμεναρχείου Σύμης που εκτελούσε ακόμη μία νυχτερινή περιπολία στη θάλασσα του σύγχρονου δουλεμπορίου. Το σκάφος με το 4μελές πλήρωμά του θα επέστρεφε στη «βάση» του με το πρώτο φως της ημέρας.
Οι διακινητές παράνομων μεταναστών επέστρεψαν στα παλιά τους λημέρια στο Κεντρικό και Νοτιοανατολικό Αιγαίο αφότου δυσκόλεψαν τα περάσματα του Εβρου, μετά την ενίσχυση των χερσαίων δυνάμεων με τη συνδρομή της Frontex και την κατασκευή του φράχτη. Από τις αρχές Σεπτεμβρίου μάλιστα η επαγρύπνηση είναι αυξημένη στην περιοχή, καθώς πληροφορίες αναφέρουν ότι περιμένουν στα τουρκικά παράλια για να περάσουν απέναντι καραβάνια μεταναστών, που έχουν διαφύγει από τη φλεγόμενη Συρία.
Ανεβαίνουμε με τον φωτογράφο στο σκάφος του Λιμενικού –θα κάνουμε την περιπολία μαζί τους –την ώρα που ο κυβερνήτης ενημερώνεται για τις καιρικές συνθήκες. Κανένας ναυτικός δεν εμπιστεύεται την εικόνα που βλέπει στο λιμάνι, όσο ήσυχη και αν φαίνεται η θάλασσα· στα ανοιχτά τις περισσότερες φορές τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι κάβοι λύνουν και βγαίνουμε στη σκοτεινή θάλασσα. Χωρίς φώτα φυσικά. «Βγαίνουμε στη θάλασσα ακόμη κι αν το σκάφος μοιάζει με «φραπεδιέρα» λόγω του κυματισμού» λέει ο Σταύρος. Αλλωστε και οι δουλέμποροι σπανίως αποτολμούν το δρομολόγιο με ξάστερο ουρανό και τη θάλασσα λάδι, όταν μπορείς εύκολα να τους διακρίνεις.
Ο λιμενάρχης, ανθυποπλοίαρχος ΛΣ Δήμος Καραγεώργος, συστήνει το πλήρωμα. Ο χειριστής στο τιμόνι, δίπλα του ένας συνάδελφός του στο ραντάρ, οι άλλοι δύο στα άλλα βοηθητικά όργανα, όλοι με την προσοχή τεταμένη. Οι απέναντι ακτές απέχουν από 3,5 σε κάποια σημεία ως και 6 ναυτικά μίλια και η περιπολία πάνω στη νοητή γραμμή των θαλάσσιων συνόρων διαρκεί ένα 8ωρο. Επιστροφή στη «βάση» δηλαδή, ύστερα από εννέα, κάποιες φορές και δέκα ώρες. Ολοι λένε το σκάφος «σπίτι» τους και αισθάνονται το πλήρωμα «οικογένειά» τους.
Σκοτάδι πήχτρα. Εκτός από το ραντάρ όμως, τη γραμμή των συνόρων «βλέπει» και η εμπειρία των «παλιών» λιμενικών, που έχουν ζήσει πολύ καιρό στη θάλασσα –οδηγός του από τη μία πλευρά τα φώτα των ελληνικών νησιών και από την άλλη εκείνα που φαίνονται από τα θέρετρα της Τουρκίας.
Οι μεταφορές, σύμφωνα με τους λιμενικούς, πραγματοποιούνται στον συντομότερο δυνατό χρόνο. «Οι διακινητές σε 20 – 30 λεπτά θέλουν να έχουν γυρίσει στην Τουρκία. Και η επιστροφή με άδεια τη βάρκα είναι πάντα πιο γρήγορη». Ακολουθούν τα «φανάρια», τα φώτα από τους φάρους, και έτσι ξέρουν προς ποια κατεύθυνση να κινηθούν με τα φουσκωτά. Παρακολουθούν κι αυτοί τις κινήσεις της Ελληνικής Ακτοφυλακής. «Μια φορά έβγαλαν λαθρομετανάστες στην ακτή αμέσως μετά την αποχώρηση σκάφους μας που βρισκόταν στη συγκεκριμένη περιοχή όλο το βράδυ» λέει ο κ. Καραγεώργος. Τα κυκλώματα που δρουν στην περιοχή φαίνεται ότι έχουν κάνει χαρτογράφηση των νησιών και των βραχονησίδων. «Ξέρουν πού είναι οι «κρυμμένοι» κολπίσκοι και οι παραλίες, τα σημεία όπου μπορούν να βγάλουν τους λαθρομετανάστες, πού δεν θα τους «πιάσει» ο καιρός αλλά και πώς να ξεφύγουν πιο γρήγορα». Αλλά και οι άνδρες του Λιμενικού δεν επαφίενται μόνο στις ενδείξεις των οργάνων. Βοηθό τους έχουν τις αισθήσεις τους, την όραση και την ακοή, που εξασκούν κάθε βράδυ. Αρκετές φορές έχουν εντοπίσει φουσκωτά όχι από το ραντάρ, αλλά επειδή «το είδαν να γυαλίζει» ή «άκουσαν τον ήχο από τη μηχανή του».
Αυτή είναι η ώρα να ανάψει ο προβολέας. Το φως στοχεύει το δουλεμπορικό, η αδρεναλίνη ανεβαίνει, τα όπλα είναι έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο. Συχνά, λέει ο Θοδωρής, «οι διακινητές, μόλις μας αντιληφθούν, ρίχνουν τους μετανάστες στη θάλασσα, φορώντας τους κακής ποιότητας σωσίβια» κι έτσι αντί της καταδίωξης η επιχείρηση μετατρέπεται σε διαδικασία έρευνας και διάσωσης. «Οταν βλέπεις άνθρωπο στη θάλασσα ή εγκλωβισμένο σε απόκρημνα βράχια λειτουργείς ανθρωπιστικά. Κάνεις ό,τι είναι δυνατόν, ακόμη και σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες, για να τον σώσεις» λέει ο Δήμος Καραγεώργος. Ακολουθεί η τυπική διαδικασία. Σύλληψη, καταμέτρηση, κράτηση, μεταφορά στη Ρόδο για τα περαιτέρω.
Αλλοτε οι διακινητές αποβιβάζουν τους παράνομους στα βράχια της νησίδας Νίμος δίπλα στη Σύμη. Από εκεί περπατώντας και ακολουθώντας τα φώτα από τους δρόμους και τα διάσπαρτα σπίτια κατευθύνονται προς το Αστυνομικό Τμήμα, στην είσοδο του λιμανιού, για να παραδοθούν. «Στο σημείο δεν υπήρχαν μονοπάτια. Τα διαμόρφωσαν οι φουρνιές των μεταναστών με το ασταμάτητο περπάτημά τους» λένε οι λιμενικοί. Τον Αύγουστο στο μεγάλο μπαλκόνι του Αστυνομικού Τμήματος είχαν στοιβαχτεί περισσότεροι από 130 μετανάστες. Ηταν η πρώτη εικόνα που αντίκριζαν οι τουρίστες που επισκέπτονταν το νησί. Το πλήρωμα του σκάφους πάντως πιο έντονα θυμάται μιαν άλλη σκηνή. Οταν υπό ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες κατάφεραν να απεγκλωβίσουν από έναν γκρεμό της βραχονησίδας δεκάδες λαθρομετανάστες –ανάμεσά τους και παιδιά.
Οι δουλέμποροι, από την άλλη, χρησιμοποιούν τα παιδιά ως ασπίδα προστασίας. Συχνά προέρχονται κι αυτοί από το Αφγανιστάν ή το Πακιστάν, όπως οι παράνομοι μετανάστες που μεταφέρουν, οι οποίοι έχουν εκπαιδευθεί από Τούρκους, μέλη των κυκλωμάτων, που μένουν στην ασφάλεια της στεριάς. Στη θάλασσα πάντως, μετά και τα μέτρα που ελήφθησαν από τα τέλη Αυγούστου κατά τη σχετική σύσκεψη που συγκάλεσε ο υπουργός Ναυτιλίας και Αιγαίου κ. Κωστής Μουσουρούλης, οι έλεγχοι έχουν ενταθεί, η διακλαδική συνεργασία Λιμενικού Σώματος, Στρατού Ξηράς, Πολεμικού Ναυτικού και Ελληνικής Αστυνομίας έχει ενισχυθεί και η δέσμευση για συνεχή επιτήρηση και των θαλάσσιων συνόρων φαίνεται να αποδίδει καρπούς.
Δήμαρχος Σύμης
«Εμπαζε από παντού το νησί»
Η εικόνα του ιδανικού προορισμού στους τουριστικούς οδηγούς και οι μαγευτικές φωτογραφίες της Σύμης είναι πέρα για πέρα αληθινές, αλλά… το καλοκαίρι. Τον χειμώνα, λέει ο δήμαρχος κ. Ελευθέριος Παπακαλοδούκας, «στο νησί έχουμε έναν πληθυσμό περίπου 3.000 κατοίκων, ανάμεσά τους και 500 μαθητές». Το καλοκαίρι όλοι ασχολούνται με τον τουρισμό υψηλής ποιότητας που προσελκύει το νησί, τους άλλους μήνες όλοι διαθέτουν από μία βάρκα. «Κάνουμε τα πάντα για να κρατήσουμε τον κόσμο στο νησί και κυρίως τη νεολαία. Κι ας ρισκάρουμε τη ζωή μας, καθώς αν αρρωστήσουμε δεν υπάρχει νοσοκομείο» προσθέτει ο δήμαρχος.
Το πρόβλημα με τη λαθρομετανάστευση δεν είναι σημερινό αλλά, σύμφωνα με τον κ. Παπακαλοδούκα, έχει αναδειχθεί περισσότερο λόγω της οικονομικής κρίσης. Το περασμένο καλοκαίρι, όπως λέει, στη Σύμη αποβιβάζονταν καθημερινά 30-40 λαθρομετανάστες. Τότε «έμπαζε από παντού το νησί», ένα μοναδικό σκάφος που διέθετε το Λιμενικό έμενε για μήνες ακινητοποιημένο και ο δήμαρχος έφθασε στο σημείο να απειλήσει –από τον «Βήμα FM» –ότι θα ζητήσει τη συνδρομή της Χρυσής Aυγής για να στέρξει η Πολιτεία και να του στείλει όχι ένα αλλά δύο σκάφη!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.