Επιστροφή στα χωράφια που πληγώναμε

Στην αναζωογόνηση της ελληνικής υπαίθρου ψάχνουν όλο και περισσότεροι τελευταία, μαζί και η κυβέρνηση, τη διέξοδο από τη στενωπό της ύφεσης. Ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς έχει πει ότι η γεωργία αποτελεί έναν από τους τρεις πυλώνες για την ανάκαμψη της οικονομίας

Στην αναζωογόνηση της ελληνικής υπαίθρου ψάχνουν όλο και περισσότεροι τελευταία, μαζί και η κυβέρνηση, τη διέξοδο από τη στενωπό της ύφεσης. Ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς έχει πει ότι η γεωργία αποτελεί έναν από τους τρεις πυλώνες για την ανάκαμψη της οικονομίας. Το στοίχημα για τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης καθηγητή Αθανάσιο Τσαυτάρη είναι να καταφέρει να οδηγήσει τον αγροτικό τομέα στο μέλλον, υπό τις παρούσες δυσμενείς συνθήκες, με απαξιωμένη την έρευνα και την καινοτομία και με ένα γεωργικό μοντέλο το οποίο διαμορφώθηκε στηριζόμενο μόνο στις κοινοτικές επιδοτήσεις, που αργά ή γρήγορα θα πέθαινε. Μόνη λύση σήμερα η επιστροφή στις δυναμικές παραδοσιακές καλλιέργειες, η δημιουργία ισχυρής αγροτικής έρευνας, η υποστήριξη ομάδων νέων αγροτών, η ενίσχυση της μεταποιητικής βιομηχανίας, των εξαγωγών και της καινοτομίας, αλλά και ο εξορθολογισμός του συνεταιριστικού κινήματος. Τα πάντα από την αρχή δηλαδή!

Δεκαετίες «ερήμωσης» της ελληνικής υπαίθρου – με αγρότες να κυνηγούν τις χρυσές επιδοτήσεις εις βάρος παραδοσιακών και αποδοτικών καλλιεργειών, όπως τα όσπρια, το σιτάρι και το κριθάρι, με το συνεταιριστικό κίνημα σταδιακά να εκφυλίζεται και τις μεταποιητικές επιχειρήσεις να αργοπεθαίνουν – οδήγησαν σε μια Ελλάδα ελλειμματική σε γεωργικά προϊόντα και εξαρτώμενη από τις εισαγωγές για τη διατροφή του πληθυσμού της. Την ίδια ώρα, όσα εξαιρετικής ποιότητας ελληνικά προϊόντα παράγονται ακόμη, όπως το σκληρό σιτάρι, χύμα κρασί και έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, δεν φτάνουν στο τραπέζι μας διότι ξένες εταιρείες – ιταλικές, γερμανικές κ.ά. – τα αγοράζουν, τα μεταποιούν και τα διακινούν ως δικά τους. «Λίγοι γνωρίζουν ότι τα ονομαστά ζυμαρικά που παράγουν οι Ιταλοί φτιάχνονται με το εξαιρετικής ποιότητας ελληνικό σκληρό σιτάρι» λέει ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης καθηγητής κ. Αθανάσιος Τσαυτάρης. Λανθασμένες (ή και απλώς ανύπαρκτες) προτεραιότητες των ελληνικών κυβερνήσεων τα τελευταία τριάντα χρόνια, σε συνδυασμό με τις κομβικές αλλαγές που έφερε στην ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία η είσοδος στην ευρωπαϊκή κοινότητα και η εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), οδήγησαν στη συρρίκνωση και υποβάθμιση της ελληνικής γεωργίας.
Θα μπορούσαν να αλλάξουν τη σημερινή εικόνα της ελληνικής υπαίθρου οι περίπου 1,5 εκατομμύριο αστοί, από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι σύμφωνα με έρευνα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης (Μάρτιος 2012) επιθυμούν να ασχοληθούν με τη γεωργία; Το πρώτο πείραμα επί υπουργίας Κώστα Σκανδαλίδη μοιάζει να έπεσε σε βράχια, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Οι λίγες εκατοντάδες δικαιούχοι που πρόλαβαν να ενταχθούν στο πρόγραμμα μίσθωσης δημόσιας αγροτικής γης ήρθαν αντιμέτωποι με άγονη γη και πολλά άλλα προβλήματα, κυρίως τεχνογνωσίας. Ούτως ή άλλως πολύ λίγα από τα 70.000 αγροτεμάχια έχουν μισθωθεί ως τώρα – οι διαδικασίες «πάγωσαν» με τις εκλογές – και η προσπάθεια τώρα ξαναρχίζει.
«Δυστυχώς, δεν είναι εύκολο να είσαι αγρότης, πόσω μάλλον νέος αγρότης. Κι αυτό διότι, όπως πολλά άλλα στη χώρα μας, κι αυτό γίνεται χωρίς σχεδιασμό. Πρέπει να υπάρξει ένα σύστημα ώστε αυτοί που θα επιστρέψουν στην ύπαιθρο να επιζήσουν. Το θέμα δεν είναι να παράγουν μόνο όσα χρειάζονται για να φάνε. Θα πρέπει να αποκτήσουν ένα ικανοποιητικό εισόδημα το οποίο θα τους επιτρέψει να ζήσουν αξιοπρεπώς» αναφέρει ο γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ενωσης Νέων Αγροτών (ΠΕΝΑ) κ. Λεωνίδας Πολυμενάκος. «Το αγροτικό επάγγελμα είναι τρόπος ζωής. Αν κάποιος έρθει εξαναγκαστικά, διότι έμεινε άνεργος και δεν μπορεί να επιβιώσει στην πόλη, δεν θα αντέξει» τονίζει.

Εθνικό σχέδιο παραγωγής
Η κατάρτιση ενός εθνικού σχεδίου για τον προσανατολισμό των αγροτών στην παραγωγή πιστοποιημένων (ολοκληρωμένης διαχείρισης, βιολογικής παραγωγής, ΠΟΠ / ΠΓΕ κ.ά.), τυποποιημένων, συσκευασμένων και μεταποιημένων προϊόντων, «ώστε να εισπράττουν οι έλληνες παραγωγοί την αυξημένη προστιθέμενη αξία θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για την κυβέρνηση», σημειώνει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Γεωτεχνικών Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΟΓΕΔΥ) κ. Νίκος Κακαβάς. Αλλά αυτή τη στιγμή είναι ακόμη ένα ζητούμενο στο παζλ. Η καθετοποιημένη παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων θα αυξήσει, επίσης, τη δυνατότητα της απευθείας πρόσβασης των παραγωγών στους καταναλωτές εξομαλύνοντας τις στρεβλώσεις του εμπορίου των προϊόντων. Απαραίτητη, σύμφωνα με τον πρόεδρο των γεωτεχνικών, είναι η δημιουργία μιας υπηρεσίας στο ΥΠΑΑΤ η οποία, μεταξύ άλλων, θα διερευνά τις τάσεις στις διεθνείς αγορές αγροτικών προϊόντων, ώστε οι έλληνες παραγωγοί να προσαρμόζουν την παραγωγή τους σε εύκολα εξαγώγιμα προϊόντα.
Το πρόβλημα εξόδου των προϊόντων στις αγορές είναι, όπως επισημαίνει ο κ. Πολυμενάκος, το πιο σημαντικό. «Λένε ότι 7 στους 10 Ελληνες προτιμούν τα ελληνικά προϊόντα, αλλά δεν φτάνει αυτό. Πρέπει να… κυλήσει όλη η αλυσίδα. Υπάρχει η γνωστή διαφορά τιμής παραγωγού – καταναλωτή και βεβαίως το θέμα των ελληνοποιήσεων. Αν ξένα προϊόντα βαπτίζονται «ελληνικά», πάλι δεν κάνουμε τίποτε» τονίζει ο κ. Πολυμενάκος.
Το σημερινό άνοιγμα της ψαλίδας των τιμών παραγωγού – καταναλωτή μπορεί να βρει μόνιμη λύση, σύμφωνα με τον κ. Κακαβά, «μόνο με την ανάπτυξη ενός υγιούς συνεργατικού κινήματος και με την ομαδοποίηση των παραγωγών ώστε να μειώσουν το κόστος παραγωγής και να αποκτήσουν διαπραγματευτική ισχύ οι πολλοί και αδύναμοι».

Διπλασιασμός ζωικού κεφαλαίου
Το «κλειδί» για τον κ. Τσαυτάρη είναι η εξισορρόπηση του αγροτικού ισοζυγίου. Και σκοπεύει να ξεκινήσει ρίχνοντας μεγάλο βάρος στην ενίσχυση της κτηνοτροφίας. Η παραδοσιακή, εκτατική μορφή αιγοπροβατοτροφίας μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε βιολογική, όπως αναφέρει ο ίδιος μιλώντας στο «Βήμα», «με δεδομένη μάλιστα και τη μεγάλη διεθνή ζήτηση για τα προϊόντα αυτά».
Τα λεγόμενά του βρίσκουν σύμφωνο και τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ενωσης Κτηνοτρόφων (ΠΕΚ) Δημήτρη Καμπούρη, ο οποίος λέει χαρακτηριστικά ότι «αν ήμουν υπουργός θα ξεκινούσα από την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και θα έδινα κίνητρα διπλασιασμού του ζωικού κεφαλαίου». Σήμερα στην Ελλάδα εκτρέφονται 12 εκατομμύρια αιγοπρόβατα. «Σε ένα με δύο χρόνια μπορούν να γίνουν 20 εκατομμύρια. Αυτό για την οικονομία σημαίνει διπλάσια παραγωγή κρέατος και γάλακτος, μείωση των εισαγωγών, αύξηση των εξαγωγών, αύξηση των θέσεων εργασίας. Η αύξηση του ζωικού κεφαλαίου μπορεί να γίνει με ελάχιστα χρήματα και με οικονομικά κίνητρα. Τα αρνιά και τα κατσίκια πωλούνται κυρίως το Πάσχα. Αν για μία-δύο χρονιές δεν δώσουμε τα θηλυκά στους εμπόρους, τότε τα ζώα θα διπλασιαστούν. Πρέπει όμως να δοθεί μια ενίσχυση, έστω και με τη μορφή άτοκου δανείου» εξηγεί ο κ. Καμπούρης.
Υπάρχουν όμως και άλλες αδυναμίες. «Για τα κτηνοτροφικά προϊόντα έχουμε κουραστεί να ζητούμε εντατικούς ελέγχους. Αμφισβητούμε τη γνησιότητα της φέτας σε μαζικούς χώρους εστίασης» αναφέρει ο κ. Καμπούρης, θυμίζοντας ότι πρόκειται για εθνικό προϊόν που πρέπει να προστατευθεί από νοθείες.

Πώς οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις οδήγησαν στον μαρασμό της παραγωγής και έπληξαν την ανταγωνιστικότητα της χώρας – Το χρονικό εγκατάλειψης της ελληνικής υπαίθρου

Η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ, το 1981, υπήρξε αιτία κομβικών αλλαγών στην ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία. Οπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, τριάντα χρόνια μετά, «η ευκαιρία της αξιοποίησης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και των πόρων της κατασπαταλήθηκε, κυριολεκτικά, σε εφήμερους και λαϊκίστικους στόχους και μετατράπηκε σε παγίδα για την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της ελληνικής γεωργίας», λέει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Γεωτεχνικών Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΟΓΕΔΥ) κ. Νίκος Κακαβάς.
Οι κυβερνήσεις και οι εκάστοτε επικεφαλής του υπουργείου Γεωργίας (και μετέπειτα Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων) όλα αυτά τα χρόνια περιόρισαν τον ρόλο τους στη χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής επί χάρτου και διατήρησαν απλώς έναν διαχειριστικό ρόλο στην κατανομή επιδοτήσεων. Οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, χάριν των οποίων προσαρμόστηκε στις γνωστές μονοκαλλιέργειες όλη η ελληνική παραγωγή, άλλαξαν τις προτεραιότητες στον πρωτογενή τομέα και οδήγησαν σε υποβάθμιση της παραγωγικής διαδικασίας.
Ετσι το κυνήγι των επιδοτήσεων είχε αποτέλεσμα η πλειονότητα των ελλήνων αγροτών να εγκαταλείψει για παράδειγμα τις καλλιέργειες μαλακού σιταριού και κριθαριού, οι οποίες ευδοκιμούσαν στις περιοχές τους, προς όφελος του σκληρού σιταριού, το οποίο αν και είχε μικρότερη παραγωγικότητα στα χωράφια τους (κυρίως άγονα και ορεινά), επιδοτούνταν από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Και το ίδιο έγινε με δεκάδες άλλες καλλιέργειες. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με στοιχεία που έχει συγκεντρώσει ο πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ Κεντρικής Μακεδονίας δρ Θανάσης Σαρόπουλος, ήταν η συνολική παραγωγή σκληρού σιταριού, μαλακού σιταριού και κριθαριού στην Ελλάδα να μειωθεί από 3.524.170 τόνους το 1981 σε 2.204.300 τόνους το 2008.
«Η τεράστια μείωση της παραγωγής του ελληνικού μαλακού σιταριού και του κριθαριού αύξησε σημαντικά την εισαγωγή τους και οδήγησε σε μεγάλο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στον κλάδο των δημητριακών που έφθασε το 2008 τα 365.469.481 ευρώ», σημειώνει ο κ. Σαρόπουλος. Αλλά και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στον κλάδο των ζωοτροφών έφθασε την ίδια χρονιά στα 354.824.903 ευρώ. Παρόμοια εγκατάλειψη παρουσιάστηκε και στην καλλιέργεια των βρώσιμων οσπρίων, που επίσης δεν λάμβαναν την υψηλή επιδότηση του σκληρού σιταριού. Για παράδειγμα η παραγωγή των βρώσιμων (ξερών) φασολιών από 31.500 τόνους το 1981 μειώθηκε σε 8.000 τόνους το 2008.
Παράλληλα, τα άλυτα προβλήματα της ελληνικής κτηνοτροφίας σε συνδυασμό με την αύξηση της κατανάλωσης κτηνοτροφικών προϊόντων από τη μέση ελληνική οικογένεια οδήγησαν σε έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου για το 2008 ύψους 1.047.167.720 ευρώ στον κλάδο του κρέατος και 533.119.673 ευρώ στον κλάδο του γάλακτος, σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρει ο πρόεδρος της ΠΟΓΕΔΥ. Ως αποτέλεσμα της λογικής των επιδοτήσεων, τα τελευταία 30 χρόνια, το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων από πλεονασματικό μετατράπηκε, όπως αναφέρει ο κ. Κακαβάς, «σε έντονα ελλειμματικό με συνεχή φθίνουσα πορεία (1981: +38.367.000 ευρώ, 1991: -311.102.000 ευρώ, 2001: -1.003.460.000 ευρώ) και με αποκορύφωμα το έτος 2008, οπότε το έλλειμμα του ισοζυγίου έφθασε τα 3.043.506.477 ευρώ».
Η συνέπεια, όπως σημειώνει ο κ. Τσαυτάρης, είναι σήμερα οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων να κοστίζουν περίπου 6,5 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές να αποφέρουν μόλις περί τα 4,5 δισ. ευρώ (στοιχεία 2011).
«Η πρωτογενής παραγωγή μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσει μία από τις «ατμομηχανές» της ανάπτυξης» λέει ο κ. Κακαβάς. Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου των αγροτικών προϊόντων μειώθηκε από 3.044 εκατ. ευρώ που ήταν το 2008 σε 2.398 εκατ. ευρώ το 2009 και σε 1.893 εκατ. ευρώ το 2010, ενώ σταθεροποιήθηκε στα 1.956 εκατ. ευρώ το 2011. «Αυτή η μείωση του ελλείμματος οφείλεται τόσο στη μείωση της εγχώριας κατανάλωσης και κατ’ επέκταση των εισαγωγών όσο και στην αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, ιδιαίτερα στον κλάδο των φρούτων και λαχανικών (κατά 25%)» αναφέρει ο πρόεδρος της ΠΟΓΕΔΥ. Και προσθέτει: «Αυτή η διαφαινόμενη αλλαγή πορείας και η επανεκκίνηση της αγροτικής οικονομίας μπορεί να ευδοκιμήσει και να αποκτήσει μόνιμα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά εφόσον αντιμετωπιστούν όλα τα διαρθρωτικά προβλήματα του αγροτικού χώρου». Αλλωστε σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ η αύξηση της αξίας του «προϊόντος» της ελληνικής γεωργίας κατά 1% μπορεί να προσδώσει αύξηση στο ΑΕΠ κατά 5%.

Τα σχέδια του υπουργείου
«Να στηριχθούμε στα δικά μας πλεονεκτήματα»

Στα… επείγοντα του υπουργείου ο κ. Τσαυτάρης έχει κατατάξει και την προώθηση της καλλιέργειας ψυχανθών οσπρίων (κουκιά, φασόλια, φακή, ρεβίθια, φάβα, τριφύλλι κ.ά.). Το περασμένο έτος, όπως αναφέρει ο υπουργός, από τους 11.800 τόνους φακές που κατανάλωσαν οι Ελληνες οι 11.200 ήταν εισαγόμενοι. Οπως επισημαίνει ο ίδιος, τα τελευταία χρόνια υπήρξαν στρεβλώσεις στη φυτική παραγωγή, ειδικά στα ξηρικά μη αρδευόμενα χωράφια τα οποία είναι και τα περισσότερα (υπολογίζονται στο 70% των χωραφιών). «Εκεί για χιλιάδες χρόνια εναλλάσσονταν καλλιέργειες δημητριακών (σιτηρά, κριθάρι κτλ.) και ψυχανθών. Ετσι διασφαλίζαμε τροφές για τον άνθρωπο και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία» σημειώνει. Με την εναλλαγή αυτή (αμειψισπορά), όπως λέει ο κ. Τσαυτάρης, οι ανάγκες σε λίπανση και φυτοπροστασία ήταν μηδαμινές.
Ωστόσο ήρθαν οι επιδοτήσεις και τα ψυχανθή «εξαφανίστηκαν» μαζί με την κτηνοτροφία. Η Ευρώπη επιδοτούσε τα σιτηρά αλλά όχι τα όσπρια, οπότε οι αγρότες στράφηκαν προς τις επιδοτούμενες καλλιέργειες με τις δυσάρεστες συνέπειες της μονοκαλλιέργειας. Συνέπεια; Κατ’ αρχάς τα ελληνικά όσπρια «χάθηκαν» από το τραπέζι μας. Δεύτερον, το έδαφος όπου καλλιεργούνταν τα σιτηρά δεν είχε «τραφεί» με φυσικό λίπασμα, γέμιζε ζιζάνια και αρρώστιες και απαιτούσε μεγάλες ποσότητες φαρμάκων και λιπασμάτων. Ετσι ανέβηκε το κόστος της καλλιέργειας, γεγονός που κατέστησε τα τελικά ελληνικά προϊόντα μη ανταγωνιστικά. Τρίτον, οι αγρότες έπρεπε πλέον να αγοράζουν τροφή για τα ζώα, καθώς δεν καλλιεργούνταν πλέον ψυχανθή που προορίζονταν για ζωοτροφή, γεγονός που οδήγησε σε συρρίκνωση του κλάδου.
«Ας ξεκινήσουμε σήμερα ένα πρόγραμμα αμειψισποράς. Ας «παίξουμε» με το δικό μας πολλαπλασιαστικό υλικό και ντόπιες φυλές. Αυτό είναι το ατού μας. Πρέπει να στηριχθούμε στα δικά μας πλεονεκτήματα. Δεν μπορούμε να συναγωνιστούμε την Κίνα σε παραγωγή και τιμές. Μπορούμε όμως να τη συναγωνιστούμε σε ποιότητα και καινοτόμα προϊόντα» τονίζει ο υπουργός. «Απαιτείται υποστήριξη της έρευνας και της καινοτομίας» συμπληρώνει ο κ. Τσαυτάρης, υπολογίζοντας στη νέα ΚΑΠ, με την οποία τριπλασιάζονται τα κονδύλια για έρευνα, τεχνολογία και καινοτομία και παρέχονται προϋποθέσεις για τη στήριξη και βελτίωση σειράς παραδοσιακών προϊόντων, όπως το γιαούρτι, το τουρσί και άλλα, που έχει στα άμεσα σχέδιά του ο υπουργός. Από εκεί και πέρα το 50% της καινοτομίας στον αγροτικό τομέα, σύμφωνα με τον κ. Τσαυτάρη, οφείλεται στους βελτιωμένους σπόρους, διαδικασία η οποία, όπως έχει πει, «ως ένα στάδιο θα γίνει μια από τις κυριότερες προσπάθειες του ΕΘΙΑΓΕ με παράλληλη ενίσχυση της Τράπεζας Γενετικού Υλικού και άλλες προσπάθειες, ιδιωτικές ή συλλογικές».
Για τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΠΑΣΕΓΕΣ) κ. Τζανέτο Καραμίχα τέσσερα είναι τα βήματα που απαιτούνται για την ενίσχυση της αγροτικής οικονομίας. «Τους λίγους πόρους που έχουμε θα πρέπει να τους αξιοποιήσουμε στις υποδομές (π.χ. αναβάθμιση των παλιών αρδευτικών συστημάτων), στη σύνταξη αγροτικού κτηματολογίου (το οποίο είναι σχεδόν έτοιμο), στη διαχείριση του γενετικού και πολλαπλασιαστικού υλικού. Στέλνουμε 275 εκατ. ευρώ τον χρόνο για να αγοράζουμε σπόρους και μικρά ζώα από το εξωτερικό. Δεν μπορεί μια χώρα να εξαρτάται από εισαγωγές» αναφέρει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.