Το χρονοντούλαπο της ελπίδας

Η εκλογική άνοδος του ΣYΡΙΖΑ στηρίχθηκε στην εργαλειοποίηση της απόγνωσης, της απελπισίας, του θυμού μέρους των κοινωνικών δυνάμεων που δεν θέλουν ή και δεν μπορούν να διαχειρισθούν το πλήγμα που υπέστη τα τελευταία δύο χρόνια η κοινωνική θέση και το κύρος τους.

Η εκλογική άνοδος του ΣYΡΙΖΑ στηρίχθηκε στην εργαλειοποίηση της απόγνωσης, της απελπισίας, του θυμού μέρους των κοινωνικών δυνάμεων που δεν θέλουν ή και δεν μπορούν να διαχειρισθούν το πλήγμα που υπέστη τα τελευταία δύο χρόνια η κοινωνική θέση και το κύρος τους. Μεθοδικός εκφραστής μιας τέτοιας κοινωνικής πτώσης, ο ΣYΡΙΖΑ έχει επιστρατεύσει το τελευταίο διάστημα το σύνολο σχεδόν της «συνθηματολογικής σκέψης», αλλά και τον γενικευμένο τακτικισμό, του εθνικο-λαϊκιστικού ΠαΣοΚ του τέλους της δεκαετίας του 1970: το «κατεστημένο», την «ολιγαρχία», τον «λαό», τους «μη προνομιούχους», την «εθνική κυριαρχία», τη «λαϊκή κυριαρχία», τη «νέα Ελλάδα», το δημαγωγικό αίτημα για διενέργεια «δημοψηφίσματος» που κράδαινε τότε το ΠαΣοΚ ως προς την παραμονή ή την αποχώρηση της χώρας από την ΕΟΚ, ακόμη και το «εδώ και τώρα» της ανδρεοπαπανδρεϊκής μυθικής υπόσχεσης, που σήμερα εικονογραφείται στα λεγόμενα μέτρα άμεσης απόδοσης που θα λάβει μια κυβέρνηση της Αριστεράς. «Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω» τιτλοφορούσε η «Αυγή» την παράθεση της κεντρικής προεκλογικής ομιλίας του ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ομόνοια. Μπορεί η «Αλλαγή» να έχει υποκατασταθεί από την «Ανατροπή», και το «ραντεβού με την Ιστορία» από τους «κλειδοκράτορες της Ιστορίας», το «χρονοντούλαπο» όμως της δημαγωγικής ελπίδας, σύμφωνα με τη διατύπωση του Αλ. Τσίπρα, είναι πάντα παρόν.
Σε τι μπορεί να χρησιμεύσει σήμερα αυτός ο εθνικο-λαϊκισμός, που ακόμη και στο πεδίο των συνθημάτων και των συμβολικών αναφορών δεν μπορεί να καινοτομήσει; Αυτή η επαναφορά κλεισμένων στον εαυτό τους συμβολισμών δεν μαρτυρά μια βολική αγκύρωση σε ένα παρελθόν που δεν λέει να παρέλθει; Η νοσταλγική αναπόληση και υπεράσπιση της Μεταπολίτευσης στο σύνολό της τι ακριβώς θέλει να δείξει ή και να κρύψει; Αραγε είναι τυχαία η αναφορά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, εκεί δηλαδή που ο ιστορικός χρόνος είναι πετρωμένος και οι μνήμες αναμοχλεύονται αενάως; Εκεί που τα υποκείμενά του αναμυθολογούν ιδιοτελώς την «ιστορία» τους περισσότερο ως υπήκοοι, άβουλοι συνεχιστές μιας παράδοσης, παρά ως δρώντες, ως αυτοσυνείδητοι πολίτες;
Αν στη δεκαετία του ’70 ο εθνικο-λαϊκισμός εξέφρασε κοινωνικές προσδοκίες και πέτυχε να εντάξει με στρεβλό τρόπο τις «μάζες» στην πολιτική, τώρα αυτός μάταια προσπαθεί να μεταμφιέσει τον φόβο σε ελπίδα. Σήμερα, η λαϊκιστική αντίσταση είναι τυφλή, παλίνδρομη, χωρίς σχέδιο και πρόγραμμα, αποσπασματική και σπασμωδική, χρήσιμη μόνο για εκλογική καταγραφή. Ο,τι τότε φάνταζε «προοδευτικό» σήμερα μπορεί να είναι συντηρητικό. Επαναλαμβάνοντας στα όρια της λογοκλοπής παλιά συνθήματα και άκαιρα αιτήματα, το νέο εθνικο-λαϊκιστικό κίνημα εμποδίζει το ακροατήριό του να αντιμετωπίσει με ευθύνη την πραγματικότητα, κατασκευάζοντας φανταστικούς εχθρούς: το φόβητρο της μεταπολιτευτικής Δεξιάς το έχει καταλάβει το μυθολογημένο «μνημόνιο», οι «τραπεζίτες» και οι «τοκογλύφοι», αποκρύπτοντας ότι η βασική αιτία των προβλημάτων, και των κοινωνικά οδυνηρών συνεπειών τους, είναι το εγχώριο κοινωνικο-πολιτικό έλλειμμα, η εγχώρια πολιτισμική αγκύλωση, ένας νοοτροπιακός και αντιπολιτικός λαϊκισμός που με όχημα μια χωρίς αρχές προσήλωση σε μια κρατικοκεντρική κουλτούρα έχει διαφθείρει και διαμελίσει την κοινωνική συνοχή.
Η άκριτη υπεράσπιση της «κοινωνίας», ακόμη και όταν αυτή προτάσσει αλαζονικά την εναντίωσή της στο άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, επιχειρείται μέσα από το πρόταγμα ενός ριζοσπαστικού λαϊκισμού με αντιστασιακό αντικαπιταλιστικό πρόσημο και ηθική δεσπόζουσα. Τα καλά αισθήματα και η ιδεοληψία έχουν αντικαταστήσει την πολιτική σκέψη, οι τακτικισμοί τη στρατηγική σύλληψη του προβλήματος, οι επικοινωνιακές πιρουέτες τη συστηματική αναζήτηση διεθνών συμμαχιών, η συνδικαλιστική διαχείριση του παρόντος ανάγεται σε ύψιστη πολιτική αρετή, η εκθειαστική ρητορική της αυτοθυματοποίησης αποκαλείται «αξιοπρέπεια». Μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να γίνει κατανοητή η ερωτική έλξη του ΣΥΡΙΖΑ με το παλαιοπασοκικό του ακροατήριο. Στην πραγματικότητα, αυτή η προς αμοιβαίο όφελος σχέση αναπαράγει όλες τις μοιραίες ψευδαισθήσεις ενός μέρους της ελληνικής κοινωνίας, τους κοινούς τόπους της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, τον περίκλειστο, τον εσωστρεφή κοινοτισμό της. Θυμίζει, επιπλέον, μια τέτοια στάση θέσεις και απόψεις που προέρχονται ευθέως από τον δεξιό «αντιμνημονιακό» λαϊκισμό της τελευταίας διετίας και που μπορούν να συνοψισθούν στην δεξιά ψευδοαντιστασιακή πόζα: «Οι Ελληνες τα βάζουν με τον κόσμο»!
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.