Γι’ αυτό και η απουσία αυτή γίνεται ακόμα πιο ηχηρή. Από την άλλη και από τη μεριά της κυβέρνησης, εύκολα διαπιστώνουμε ένα κενό, μια ακόμα απουσία σε μέτρα, που θα μπορούσαν να αναδείξουν τη συμβολή των αγροτών στην αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους. Όταν μάλιστα αυτό συμβαίνει, με το σύνολο των εργαζομένων να θίγεται με ευθύ και συχνά βάναυσο τρόπο, με ριζικές παρεμβάσεις στο ύψος των αμοιβών και τη φορολογία, η απουσία μέτρων για τον γεωργικό πληθυσμό δημιουργεί ερωτήματα.
Από την κατανομή σε τάξεις μεγέθους, προκύπτει πως το 2008 είχαμε 51.163 γεωργικά νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα μεγαλύτερο του όχι ευκαταφρόνητου ποσού των 2.800 ευρώ. Με το όριο στις 2200 ευρώ, ο αριθμός αυξάνει στα 83054 νοικοκυριά. Σε ποσοστά, τα μεγέθη αυτά αντιστοιχούν στο 24.7% και στο 40% του συνόλου των γεωργικών νοικοκυριών (2008: 207.436 γεωργικά νοικοκυριά).
Μέσο μηνιαίο εισόδημα | Μέσο ισοδύναμο εισόδημα | Μέσο μηνιαίο εισόδημα ως % του εθνικού μέσου όρου | Μέσο ισοδύναμο εισοδήματος ως % του εθνικού μέσου όρου | Αριθμός νοικοκυριών | |
1. Εργοδότες | 4.349 | 2.379 | 165,1% | 159,5% | 161.299 |
2. Στελέχη και ελέυθεροι επαγγελματίες | 3.786 | 2.116 | 143,7% | 141,9% | 143.246 |
3. Λοιποί αυτοαπασχολούμενοι | 2.845 | 1.396 | 108,0% | 93,6% | 290.491 |
4. Γεωργοί-κτηνοτρόφοι κ.λ.π. | 2.341 | 1.167 | 88,9% | 78,3% | 207.436 |
5. Εργάτες ιδιωτικού τομέα | 2.262 | 1.198 | 85,9% | 80,4% | 430.518 |
6. Υπάλληλοι ιδιωτικού τομέα | 3.070 | 1.733 | 116,5% | 116,2% | 370.242 |
7. Εργάτες δημοσίου τομέα | 2.902 | 1.475 | 110,1% | 98,9% | 106.273 |
8. Υπάλληλοι δημοσίου τομέα | 3.489 | 1.843 | 132,4% | 123,6% | 404.339 |
9. Άνεργοι | 1.968 | 1.028 | 74,7% | 68,9% | 119.329 |
10. Συνταξιούχοι | 2.423 | 1.448 | 92,0% | 97,1% | 1.327.514 |
11. Άλλοι | 1.743 | 1.238 | 66,1% | 83,1% | 511.487 |
12. Σύνολο | 2.634 | 1.491 | 100,0% | 100,0% | 4.072.175 |
Όσον αφορά την κατανομή σε ποσοτημόρια συνολικού εισοδήματος, για πέντε συνολικά τάξεις (πεμπτημόρια) εισοδημάτων, το 34.5% των γεωργικών νοικοκυριών βρίσκεται στη χαμηλότερη (Πίνακας 2). Στο σύνολο του πληθυσμού, στο ίδιο πεμπτημόριο ανήκει το 21,1%.
Από την άλλη μεριά, στο πεμπτημόριο του υψηλοτέρου ισοδυνάμου εισοδήματος, στο πλουσιότερο δηλαδή κομμάτι του πληθυσμού, ανήκει το 8% των γεωργικών νοικοκυριών, έναντι του 19,8% των νοικοκυριών του συνόλου του πληθυσμού.
Ποσοτημόριο | 1ο | 2ο | 3ο | 4ο | 5ο | Σύνολο |
1. Εργοδότες | 11.871 | 21.019 | 20.653 | 36.461 | 71.294 | 161298 |
7,3% | 13,0% | 12,8% | 22,6% | 44,2% | 100,0% | |
2. Στελέχη και ελεύθεροι επαγγελματίες | 11.525 | 17.371 | 21.857 | 23.701 | 68.792 | 143.246 |
8,0% | 12,1% | 15,3% | 16,5% | 48,1% | 100,0% | |
3. Λοιποί αυτοαπασχολούμενοι | 58.665 | 57.593 | 53.370 | 70.976 | 49.889 | 290.493 |
20,2% | 19,8% | 18,4% | 24,4% | 17,2% | 100,0% | |
4. Γεωργοί-κτηνοτρόφοι κ.λ.π. | 71.650 | 51.597 | 42.297 | 25343 | 16.550 | 207.437 |
34,5% | 24,9% | 20,3% | 12,2% | 8,0% | 100,0% | |
5. Εργάτες ιδιωτικού τομέα | 126.844 | 100.447 | 93.477 | 73.663 | 36.088 | 430.519 |
29,5% | 23,4% | 21,7% | 17,2% | 8,4% | 100,0% | |
6. Υπάλληλοι ιδιωτικού τομέα | 38.655 | 57.962 | 73.857 | 86.169 | 113.598 | 370.241 |
10,4% | 15,6% | 20,0% | 23,3% | 30,7% | 100,0% | |
7. Εργάτες δημοσίου τομέα | 13.598 | 22.959 | 30.120 | 22.869 | 16.727 | 106.273 |
12,8% | 21,6% | 28,4% | 21,5% | 15,7% | 100,0% | |
8. Υπάλληλοι δημοσίου τομέα | 18.005 | 43.260 | 86.501 | 129.151 | 127.422 | 404.339 |
4,5% | 10,7% | 21,4% | 31,9% | 31,5% | 100,0% | |
9. Άνεργοι | 52.702 | 33.350 | 18.870 | 8.078 | 6.329 | 119.329 |
44,2% | 27,9% | 15,8% | 6,7% | 5,3% | 100,0% | |
10. Συνταξιούχοι | 285.254 | 282.319 | 297.358 | 219.369 | 243.212 | 1.327.512 |
21,5% | 21,3% | 22,4% | 16,5% | 18,3% | 100,0% | |
11. Άλλοι | 169.122 | 142.618 | 86.331 | 57.459 | 55.957 | 511.487 |
33,1% | 27,9% | 16,9% | 11,2% | 10,9% | 100,0% | |
12. Σύνολο | 857.891 | 830.495 | 824.691 | 753.239 | 805.858 | 4.072.174 |
21,1% | 20,4% | 20,3% | 18,5% | 19,8% | 100,0% |
Το γεγονός αυτό οφείλεται τόσο στο είδος του παραγόμενου προϊόντος, όσο και στις συγκριτικά ευνοϊκότερες σε αυτές τις περιοχές συνθήκες παραγωγής (υψηλές αποδόσεις, μεγάλο μέγεθος εκμεταλλεύσεων, ευνοϊκές γεωκλιματικές συνθήκες, γειτνίαση με μεγάλα αστικά κέντρα, καλύτερο ανθρώπινο κεφάλαιο και καλύτερη πληροφόρηση).
Εδώ αναφερόμαστε κατά κύριο λόγο σε προϊόντα και κλάδους όπως βαμβάκι, λάδι, καπνός, σκληρό σιτάρι και αιγοπρόβατα. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της στήριξης ήταν εν προκειμένω η ρύθμιση της αγοράς μέσω ενός καθεστώτος επιδοτήσεων της μορφής των ελλειμματικών πληρωμών (deficiency payments) με κατά κανόνα χαμηλή ή και καμία προστασία στα σύνορα. Οι κλάδοι αυτοί ωφελήθηκαν τα μάλλα από το Κοινοτικό Καθεστώς. Όπου δε το εν λόγω καθεστώς καταργήθηκε ή τροποποιήθηκε ριζικά, οι αντίστοιχοι κλάδοι κατέρρευσαν (π.χ. καπνός).
| Σιτηρά | Βαμβάκι | Λάδι | Θεσσαλία | Ήπειρος, Νησιά Ιονίου, Πελοπό– ννησος | Πεδινές περιοχές | Ορεινές περιοχές |
Καθαρό εισόδημα εκμετάλλευσης | 7.405 | 15.589 | 13.214 | 12.393 | 10.877 | 11.427 | 13.548 |
Καθαρό εισόδημα εκμετάλλευσης ανά μονάδα οικογενειακής εργασίας | 10.732 | 19.104 | 11.966 | 10.871 | 8.843 | 10.988 | 11.579 |
Καθαρές Ενισχύσεις ανά εκμετάλλευση | 8.875 | 19.899 | 5.592 | 9.231 | 3.303 | 5.544 | 6.027 |
Καθαρές Ενισχύσεις ανά εκτάριο | 577 | 1.157 | 810 | 944 | 661 | 869 | 809 |
Καθαρές ενισχύσεις ανά μονάδα οικογενειακής εργασίας | 12.682 | 24.386 | 5.063 | 8.097 | 2.685 | 5.331 | 5.151 |
Αποδόσεις ανά εκτάριο | 4.425 | 2.942 | 571 | 4.619* | 6.782* | 6.477* | 3.159* |
Λιπάσματα ανά εκτάριο | 340 | 130 | 122 | 183 | 181 | 424 | 332 |
Φυτοφάρμακα ανά εκτάριο | 65 | 113 | 53 | 102 | 108 | 155 | 72 |
* Αφορά αποδόσεις σιτηρών ανά εκτάριο σε Θεσσαλία, Ήπειρος, Νησιά Ιονίου, Πελοπόννησος, πεδινές και ορεινές περιοχές.
Για παράδειγμα, η ύπαρξη συγκριτικά μεγάλων εκμεταλλεύσεων στο βαμβάκι και το σκληρό σιτάρι είχαν ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη μεγάλη αύξηση των μεταβιβάσεων που πραγματοποιήθηκαν προς τους κλάδους αυτούς αλλά και τη σημαντική-απόλυτη βελτίωση των αγροτικών εισοδημάτων των παραγωγών.
Το ίδιο δεν ίσχυσε, για παράδειγμα, για τους καπνοκαλλιεργητές όπως σε μεγάλο βαθμό και για τους ελαιοκαλλιεργητές. Το μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεών τους και ο εντοπισμός της παραγωγής τους σε συνήθως προβληματικές περιοχές δεν μετέτρεψε την ισχυρή δημοσιονομική στήριξη σε αυξήσεις του εισοδήματός, ικανές να αλλάξουν σημαντικά το επίπεδο ευημερίας τους.
Για παράδειγμα, το 2008, ενώ για το βαμβάκι και το λάδι οι καθαρές ενισχύσεις ανά εκτάριο ήταν 1.157 ευρώ και 810 ευρώ αντίστοιχα, οι ίδιες ενισχύσεις ανά γεωργική εκμετάλλευση ανέρχονταν σε 19.899 ευρώ και 5.592 ευρώ αντίστοιχα (Πίνακας 3). Την ίδια στιγμή, στο μεν βαμβάκι, το μέσο καθαρό εισόδημα ανά εκμετάλλευση ήταν 15.589 ευρώ, στο δε λάδι 13.214 ευρώ.
Για παράδειγμα, στη Θεσσαλία, μια από τις περισσότερο «ευλογημένες» όσον αφορά τις συνθήκες παραγωγής αγροτικών προϊόντων περιοχές της χώρας, το 2008 το μέσο καθαρό εισόδημα ήταν 12.393 ευρώ ανά εκμετάλλευση και 10.871 ευρώ ανά μονάδα οικογενειακής εργασίας, ενώ το ύψος των καθαρών επιδοτήσεων 9.231 ευρώ ανά εκμετάλλευση και 8.097 ευρώ ανά μονάδα οικογενειακής εργασίας, τιμές που είναι από τις υψηλότερες στη χώρα.
Αντίθετα, σε μια σαφώς λιγότερο «ευνοημένη» περιοχή, όπως είναι η περιφέρεια Ηπείρου, Ιονίων Νήσων και Πελοποννήσου, τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν: 10.877 ευρώ (μέσο καθαρό εισόδημα ανά εκμετάλλευση), 8.843 ευρώ (μέσο καθαρό εισόδημα ανά μονάδα οικογενειακής εργασίας), 3.303 ευρώ (καθαρές επιδοτήσεις ανά εκμετάλλευση) και 2.685 ευρώ (καθαρές επιδοτήσεις ανά μονάδα οικογενειακής εργασίας).
- η αβεβαιότητα και το απρόβλεπτο ως λόγοι παρέμβασης του κράτους και αιτιολογία στήριξης των εισοδημάτων αφορά κυρίως τους αγρότες των πεδινών περιοχών και των υψηλών αποδόσεων που επιτυγχάνονται μέσω της χρήσης μεγάλων ποσοτήτων λιπασμάτων, φαρμάκων και ενέργειας αλλά σε συνθήκες ανοικτής καλλιέργειας.
- Αντίθετα, οι μικρές αποδόσεις των ορεινών περιοχών εμφανίζουν συγκριτικά μεγάλη σταθερότητα μια και πρόκειται για καλλιέργειες σε μεγάλο βαθμό προσαρμοσμένες στο φυσικό περιβάλλον στο οποίο πραγματοποιούνται. Για παράδειγμα, ενώ κατά μέσο όρο οι αποδόσεις σε κιλά στα σιτηρά στις πεδινές περιοχές ανέρχονται σε 6.477 κιλά ανά εκτάριο, στις ορεινές περιοχές μειώνονται σε 3.159 κιλά ανά εκτάριο. Αντίστοιχα, στις πεδινές περιοχές (όλες οι καλλιέργειες), χρησιμοποιούνται λιπάσματα αξίας 424 ευρώ ανά εκτάριο, ενώ στις ορεινές περιοχές έχουμε δαπάνη για λιπάσματα ίση με 332 ευρώ.
- Από την άλλη μεριά, για τις αγροτικές μονάδες της τρίτης κατηγορίας (αγροτικές μονάδες επιχειρηματικής μορφής), ενώ τα λιπάσματα, τα φυτοφάρμακα, η ενέργεια κλπ αποτελούν σημαντικά στοιχεία του κόστους παραγωγής τους, η σημασία του παράγοντα «αβεβαιότητα» είναι επίσης συγκριτικά χαμηλή. Κι αυτό γιατί οι εν πολλοίς ρυθμιζόμενες και ελεγχόμενες συνθήκες παραγωγής, (βλέπε θερμοκήπια, χοιροστάσια, πτηνοτροφεία), πέραν από ορισμένες ακραίες καταστάσεις, ελαχιστοποιούν τους κινδύνους και τις αβεβαιότητες στη διαμόρφωση του παραγωγικού αποτελέσματος.
- Η ενίσχυση των αγροτικών εισοδημάτων για κοινωνικούς ή περιβαλλοντικούς λόγους στην πραγματικότητα συντρέχει κυρίως για τους αγρότες των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών. Κι αυτό γιατί πρόκειται για αγρότες που πραγματοποιούν χαμηλά εισοδήματα από τη γεωργική-κτηνοτροφική δραστηριότητα, η συνέχιση της οποίας, ως παράγοντας στήριξης της παραμονής τους στις περιοχές αυτές είναι κοινωνικά επιθυμητή.
- Επιπλέον, με τη δραστηριότητά τους αυτή συμβάλλουν στην προστασία του περιβάλλοντος και στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας. Αντίθετα, με δυσκολία μπορεί να προβάλει κανείς κοινωνικούς λόγους για στήριξη των εισοδημάτων των αγροτών της δεύτερης κατηγορίας και κυρίως όσων εξ αυτών αποδεδειγμένα πραγματοποιούν υψηλά αγροτικά εισοδήματα, όπως φυσικά και για τους αγρότες επιχειρηματίες της τρίτης κατηγορίας.
- Επιπρόσθετα, μια «φιλοπεριβαλλοντολογική» επιχειρηματολογία θα ήταν εν προκειμένω εξαιρετικά αδύναμη, αν αναλογισθούμε ότι συχνά οι αγρότες των πεδινών περιοχών και κυρίως οι αγρότες-επιχειρηματίες των εντατικών μορφών παραγωγής της τρίτης κατηγορίας, συχνά ρυπαίνουν με την υπερβολική χρήση λιπασμάτων και κυρίως φυτοφαρμάκων, σπαταλούν εξαντλήσιμους φυσικούς πόρους με την εντατική και συνεχή χρήση γης, όπως και με τη συχνά αλόγιστη άρδευση των εκτάσεών τους. Ενδεικτικά, ενώ στο σύνολο της χώρας η χρήση φυτοφαρμάκων ανά εκτάριο είναι πάνω από 100 ευρώ, το αντίστοιχο ποσό στις ορεινές περιοχές περιορίζεται στα 72 ευρώ.
Η αναδιανομή αυτή πραγματοποιείται είτε με τη μεταφορά εισοδήματος από τους καταναλωτές προς τους αγρότες μέσω τεχνητά υψηλών τιμών για τα αγροτικά προϊόντα, είτε μέσω εισοδηματικών μεταβιβάσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Ωστόσο η στήριξη αυτή δεν περιορίζεται μόνο σε μεταβιβάσεις που γίνονται μέσα στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Περιλαμβάνει μεταβιβάσεις που γίνονται με εθνικούς πόρους, αποτελούν δηλαδή επιπρόσθετες δημοσιονομικές δαπάνες (Μαραβέγιας, 1992α), όπως επίσης και την ύπαρξη ενός ειδικού, ευνοϊκού για τους αγρότες φορολογικού καθεστώτος, η ύπαρξη του οποίου στερεί τον Κρατικό προϋπολογισμό από σημαντικά έσοδα. Με την ανάλυση αυτής της διευρυμένης μορφής δημοσιονομικής στήριξης του αγροτικού τομέα ασχολούμαστε στη συνέχεια.
Στη διάρκεια δηλαδή ενός χρονικού διαστήματος μιας δεκαετίας είχαμε αύξηση των εθνικών δαπανών από το 52% στο 72% του συνόλου. Σημειωτέον δε, ότι στην ίδια περίοδο οι δαπάνες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) έμεναν σταθερές σε ένα ύψος περί τα 2,5 δις. ευρώ.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, καταλήγουμε σε δυο διαπιστώσεις: πρώτον, διαφορετικά ίσως απ’ ότι πιστεύεται, ένα πολύ σημαντικό κομμάτι των δαπανών για τον αγροτικό τομέα χρηματοδοτείται από εθνικούς και όχι από κοινοτικούς πόρους, δεύτερον, το κομμάτι αυτό, των εθνικής προέλευσης μεταβιβάσεων, γνώρισε μια σημαντική αύξηση την περασμένη δεκαετία. Σε μια περίοδο δηλαδή, που οι κοινοτικές δαπάνες έμεναν σχετικά σταθερές είχαμε κάτι περισσότερο από έναν διπλασιασμό των εθνικών δαπανών.
Ενισχύσεις από εθνικούς πόρους εκ των οποίων | 2000 | 2001 | 2002 | 2003 | 2004 | 2005 | 2006 | 2007 | 2008 | 2009 | 2010 |
2.868 | 2.800 | 3.147 | 3.976 | 4.089 | 4.120 | 4.412 | 5.286 | 5.810 | 6.214 | 5.607 | |
Πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων | 619 | 420 | 228 | 311 | 418 | 504 | 463 | 498 | 590 | 649 | 400 |
Συντάξεις αποζημιώσεις μέσω ΟΓΑ-ΕΛΓΑ | 1.405 | 1.916 | 2.163 | – | – | – | – | – | – | – | – |
Συντάξεις ΟΓΑ | – | – | – | 2.210 | 2.549 | 2.685 | 2.790 | 3.370 | 4.000 | 4.136 | 4.380 |
Πληρωμές μέσω ΕΛΓΑ | – | – | – | 609 | 496 | 259 | 420 | 629 | 424 | 724 | 213 |
Ενισχύσεις από ΕΕ (FEOGA -Εγγυήσεις) | 2.627 | 2.532 | 2.460 | 2.634 | 2.647 | 2.718 | 2.913 | 2.289 | 2.228 | 2.386 | 2.565 |
Γενικό σύνολο οικονομικών ενισχύσεων στη γεωργία | 5.495 | 5.323 | 5.607 | 6.610 | 6.736 | 6.838 | 7.325 | 7.557 | 8.038 | 8.600 | 8.172 |
Παραγωγή του κλάδου γεωργικής δραστηριότητας τρέχουσες τιμές | 11.427 | 11.585 | 11.584 | 11.934 | 11.944 | 11.983 | 10.369 | 10.773 | 10.406 | 10.106 | – |
Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία αγροτικού τομέα τρέχουσες τιμές | 7.933 | 8.260 | 8.184 | 8.488 | 8.172 | 8.403 | 6.989 | 6.877 | 6.575 | 6.620 | 6.627 |
Ποσοστό FEOGA -Εγγυήσεων προς την αξία γεωργικής παραγωγής | 23,0% | 21,9% | 21,2% | 22,1% | 22,2% | 22,7% | 28,1% | 21,2% | 21,4% | 23,6% | – |
Ποσοστό FEOGA -Εγγυήσεων προς την προστιθέμενη αξία του αγροτικού τομέα | 34,0% | 32,0% | 31,7% | 33,3% | 33,7% | 35,1% | 47,1% | 36,8% | 40,5% | 42,2% | – |
Πηγές: 1. Υπουργείο, Προϋπολογισμός, Εισηγητική Έκθεση Προϋπολογισμού, διάφορα οικονομικά έτη, Αθήνα, διάφορα έτη.
Δέκα χρόνια νωρίτερα (έτος 2000) είχαμε: 31% για δαπάνες Ο.Γ.Α και ΕΛ.Γ.Α μαζί και 14% για δαπάνες στα πλαίσια του Π.Δ.Ε. Βλέπουμε δηλαδή, ότι στην περίοδο 2000 -2009 είχαμε μια σημαντική υποχώρηση των δαπανών για δημόσιες επενδύσεις.
Δεδομένης της συμπληρωματικότητας, ειδικά για τον αγροτικό τομέα, των δημοσίων προς τις ιδιωτικές επενδύσεις, η σημαντική αυτή μείωση προϊδεάζει για μια αντίστοιχη πορεία των ιδιωτικών επενδύσεων και ευρύτερα των αναπτυξιακών προοπτικών του αγροτικού τομέα. Από την άλλη μεριά, πρέπει να σημειωθεί η μεγάλη επέκταση των δαπανών για συντάξεις και μεταβιβάσεις εισοδήματος ευρύτερα, όπως χαρακτηριστικά και σε ακραία μορφή συνέβη το 2009, με τη χορήγηση ενισχύσεων με τη μορφή αποζημιώσεων μέσω του ΕΛ.Γ.Α.
Θα μπορούσε δηλαδή κάποιος να σκεφθεί, ίσως απλοϊκά, ότι θα ήταν δυνατόν να προχωρήσουμε σε μια καταβολή των πόρων αυτών απ’ ευθείας στους παραγωγούς, έτσι ώστε να αύξαναν το εισόδημά τους ακόμα και στην περίπτωση που θα διέκοπταν τελείως την παραγωγική τους δραστηριότητα!
Το σύστημα αυτό προβλέπει την ύπαρξη συγκεκριμένων συντελεστών προσδιορισμού τού προς δήλωση γεωργικού εισοδήματος, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, το αρδεύσιμο των εδαφών κλπ.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι παρ’ ότι οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των αγροτών συχνά υποστηρίζουν ότι οι τιμές για τα προϊόντα τους δεν καλύπτουν το κόστος παραγωγής, ταυτόχρονα αντιτίθενται στην αλλαγή του ισχύοντος εξω-λογιστικού τρόπου προσδιορισμού του εισοδήματός τους και στην υποχρεωτική χρήση μεθόδων λογιστικού προσδιορισμού, ανάλογα δηλαδή με τα πραγματοποιούμενα έσοδα και τις αντίστοιχες δαπάνες. Προφανώς κάποιος λόγος υπάρχει γι’ αυτό!
Για παράδειγμα, αν προσεγγίζαμε το προς δήλωση εισόδημα ως καθαρό γεωργικό εισόδημα (συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων-φόρων) από τα στοιχεία του Δικτύου Γεωργικής Λογιστικής Πληροφόρησης (ΔΙ.ΓΕ.Λ.Π) θα προέκυπτε ένα κατά πολύ μεγαλύτερο εισόδημα, το οποίο αν φορολογείτο, θα απέδιδε πολύ υψηλότερα φορολογικά έσοδα. Πιο συγκεκριμένα:
Αν ωστόσο καταφύγουμε στα στοιχεία του ΔΙΓΕΛΠ η εικόνα που προκύπτει είναι τελείως διαφορετική. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία:
Επειδή, μάλιστα, τόσο το ύψος του εισοδήματος των 9.769 εκατομμυρίων ευρώ, όσο και η κατανομή του κατά τάξη μεγέθους είναι τελείως διαφορετική από το δηλωθέν γεωργικό εισόδημα των 1.695 εκατομμυρίων ευρώ του ιδίου έτους, συμπεραίνεται ότι η αλλαγή στον υπολογισμό τού προς φορολογία εισοδήματος, δηλαδή η χρήση μεθόδων λογιστικού προσδιορισμού του, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη μέθοδο υπολογισμού του ΔΙΓΕΛΠ, θα δώσει μια νέα πηγή εσόδων στον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Επίσης, δημοσιεύουν στοιχεία για δηλωθέν εισόδημα των κατ’ επάγγελμα γεωργών αλλά περιλαμβάνουν σε αυτό και εισόδημα από μη γεωργικές κλπ δραστηριότητες. Στοιχεία για το από γεωργικές πηγές προερχόμενο εισόδημα των γεωργών δεν δημοσιεύονται.
Αν θεωρήσουμε δε, ότι το ύψος των φοροαπαλλαγών στη μια και την άλλη περίπτωση ως ποσοστό του αναλογούντος φόρου δεν θα διαφέρει σημαντικά, τότε προκύπτει ότι τα φορολογικά έσοδα από γεωργική δραστηριότητα, που θα προέλθουν από μια αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του φορολογητέου γεωργικού εισοδήματος, θα είναι τουλάχιστον 10 φορές υψηλότερα των σημερινών.
Η διεύρυνση του αγροτικού εμπορικού ελλείμματος, ένδειξη σαφής μιας δίχως τέλος επιδείνωσης της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής γεωργίας, συνεχίζεται (Νικολαϊδης, 2004). Το έλλειμμα σε αγροτικά προϊόντα διπλασιάστηκε στην περίοδο 2000 – 2008, από 1.263 σε 2.531 εκατομμύρια ευρώ. Την ίδια χρονιά οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων κάλυπταν μόλις το 52% των πραγματοποιουμένων γεωργικών εισαγωγών.
Οι διαφορές αυτές διαμορφώνουν μια ποικιλομορφία τόσο στα προβλήματα όσο και στον κατάλληλο τρόπο αντιμετώπισής τους. Επιπλέον, ερμηνεύουν τον διαφορετικό βαθμό συμμετοχής των γεωργών στις αγροτικές κινητοποιήσεις.
Η μεγάλη αυτή αύξηση, σε βάθος δεκαετίας, στο διπλάσιο σε απόλυτο μέγεθος και κατά είκοσι ποσοστιαίες μονάδες σε ποσοστό ως προς το σύνολο των δαπανών για τη γεωργία αφορούσε κυρίως δαπάνες στα πλαίσια του ΟΓΑ. Από την άλλη μεριά η συμβολή των εισοδημάτων από γεωργικές δραστηριότητες στη διαμόρφωση των εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού είναι σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Το γεγονός αυτό οφείλεται στον έξω-λογιστικό τρόπο προσδιορισμού του δηλωνόμενου γεωργικού εισοδήματος. Μια αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του και πιο συγκεκριμένα με τη χρήση βιβλίων εσόδων-εξόδων θα είχε ως αποτέλεσμα μια αύξηση του αναλογούντος φόρου στο δεκαπλάσιο του σημερινού.
Πρώτα και κύρια, να ανακόψει τη στασιμότητα – τα τελευταία μάλιστα χρόνια μείωση – της αξίας της γεωργικής μας παραγωγής, όπως και της παραγόμενης προστιθέμενης αξίας. Τέλος, απέτυχε στη μείωση του γεωργικού εμπορικού ελλείμματος, αποτυχίας άμεσα συνδεόμενης με τη συνεχιζόμενη μείωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής γεωργίας.