Η ρωγμή

Είναι σίγουρα προφανές ότι οι γονείς της Μπέπι, της έφηβης ηρωίδας με πνευματική καθυστέρηση, ευθύνονται σε τεράστιο βαθμό για την ελλιπή, κουτσουρεμένη ανάπτυξη της κόρης τους. Δεν είναι απλώς ότι δεν επιδεικνύουν τη στοιχειώδη ανθρώπινη συμπόνια που αρμόζει σε ένα ανάπηρο πλάσμα∙ αντιθέτως, την προσβάλλουν, τη βρίζουν, την ταπεινώνουν. «Ακούς τι λέει ο πατέρας σου, είσαι καθυστερημένη. Καμιά χαρά δεν μας δίνεις» ακούγεται το σχόλιο της μάνας που μοιράζει χαστούκια αντί για χάδια.

Είναι σίγουρα προφανές ότι οι γονείς της Μπέπι, της έφηβης ηρωίδας με πνευματική καθυστέρηση, ευθύνονται σε τεράστιο βαθμό για την ελλιπή, κουτσουρεμένη ανάπτυξη της κόρης τους. Δεν είναι απλώς ότι δεν επιδεικνύουν τη στοιχειώδη ανθρώπινη συμπόνια που αρμόζει σε ένα ανάπηρο πλάσμα∙ αντιθέτως, την προσβάλλουν, τη βρίζουν, την ταπεινώνουν. «Ακούς τι λέει ο πατέρας σου, είσαι καθυστερημένη. Καμιά χαρά δεν μας δίνεις» ακούγεται το σχόλιο της μάνας που μοιράζει χαστούκια αντί για χάδια.
Θα μπορούσε εύκολα να πει κανείς ότι αυτοί οι δύο, ο κύριος και η κυρία Στάλερ, δεν είναι τίποτε άλλο παρά τέρατα. Και θα είχε δίκιο, κατά έναν παράξενο τρόπο όμως αυτό το δίκιο δεν θα του εξασφάλιζε πρόσβαση σε ολόκληρη την αλήθεια. Δέσμιοι της αμορφωσιάς, του φτωχού αγροτικού περιβάλλοντος όπου διάγουν τον βίο τους, των κοινωνικών προκαταλήψεων που συνοδεύουν τη γέννηση ενός τέτοιου παιδιού όπως το δικό τους, ο κύριος και η κυρία Στάλερ είναι δύο ακόμη κρίκοι στην αλυσίδα αδικίας που διατρέχει τον ρουν της Ιστορίας. «Δεν καθορίζει η συνείδηση των ανθρώπων την ύπαρξή τους, άλλα αντίθετα η κοινωνική τους ύπαρξη καθορίζει τη συνείδησή τους» έγραφε ο Μαρξ και το ζεύγος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. «Λένε πως οι ζαβοί δεν τον νιώθουν τον θάνατο όπως εμείς οι άλλοι» υποστηρίζει η μάνα όταν αναλογίζεται μαζί με τον σύζυγό της το ενδεχόμενο έκτρωσης στην Μπέπι που έμεινε έγκυος από τον εξηντάχρονο Ζεπ, εργάτη στη φάρμα τους. Και ο σύζυγός της απαντά: «Σωστά, σαν τις μύγες, ούτε αυτές το καταλαβαίνουν».

Τέτοια σκληρότητα είναι ανατριχιαστική, δίχως άλλο, με όποιον τρόπο και αν βρήκε τον δρόμο να φωλιάσει στην καρδιά δυο γονιών. Αυτό όμως που κεντρίζει περισσότερο την αγωνία του συγγραφέα δεν είναι η χαρτογράφηση των βαθύτερων οικονομικοκοινωνικών συνθηκών που εξαθλιώνουν τους ανθρώπους. Είναι η δύναμη των καταδικασμένων να αντιστέκονται στη μοίρα τους και να δημιουργούν μικρές έστω ρωγμές στον τοίχο που ορθώνεται ανυπέρβλητος μπροστά τους. Η Μπέπι καταφέρνει να συνάψει – έστω και αν αρχικά της επιβάλλεται – μια αδέξια ερωτική σχέση με τον Ζεπ, απελπισμένο ήρωα που πασχίζει να δραπετεύσει σε ένα καλύτερο αύριο. Η επιθυμία του Ζεπ για την Μπέπι βγάζει και τους δύο από τον λήθαργο της ανυπαρξίας και δημιουργεί μια μικρή μονάδα θερμότητας ενάντια στο κενό που απειλεί καθημερινά να τους καταπιεί.
Αυτή τη σχέση ανάμεσα σε δύο περιφρονημένες υπάρξεις που χτίζουν έναν δικό τους κόσμο ανέδειξε περισσότερο από όλα τα στοιχεία του έργου η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Δίπλα σε άχυρα και σε στοίβες με πατάτες, αδέξια και άγαρμπα, χωρίς ρομαντισμό αλλά με τρυφερότητα, παρακολουθούμε τον Ζεπ να αφηγείται ιστορίες με Ινδιάνους, να κάνει δώρα στην Μπέπι ή να παρασύρει την κοπέλα σε σεξουαλικές περιπτύξεις που μόνο σταδιακά αρχίζει και εκείνη να τις απολαμβάνει. Και ενώ έχουμε να κάνουμε με την πλέον αντισυμβατική ένωση, η χημεία των ηθοποιών δεν μας αφήνει στιγμή να πιστέψουμε ότι πρόκειται για έναν στρεβλό δεσμό ενηλίκου – ανηλίκου αλλά για μια πηγαία, αναγκαία συνύπαρξη, που φέρνει στην επιφάνεια ό,τι καλύτερο κρύβει ο καθένας μέσα του. Ακόμη και η εγκυμοσύνη που ακούσια προκύπτει δεν φαντάζει σοκαριστική αλλά μάλλον λυτρωτική: χάρη σε αυτήν, έχουμε την αίσθηση, η Μπέπι ξανακερδίζει μια θέση μέσα στην οικογένειά της η οποία αποδέχεται τελικά τον ερχομό μιας νέας ζωής στους κόλπους της.
Εξαιρετική η Αμαλία Αρσένη στον δύσκολο ρόλο της Μπέπι. Η προσεκτικά επιλεγμένη γκάμα κινήσεων και εκφράσεων (η ανύψωση των φρυδιών και η τακτοποίηση των γυαλιών μυωπίας στη μύτη, το βλέμμα καλοκάγαθης απορίας, ή το «στρίψιμο» των ποδιών) έρχονται να γεμίσουν τη σιωπή της ηρωίδας με αναζωογονητική ευφράδεια. Μοναδικό αδύνατο σημείο στην ερμηνεία της αποδεικνύεται η φωνή της, η οποία μοιάζει να μην ταιριάζει στην υπόλοιπη προσωπικότητα που πλάθει η ηθοποιός – θα μπορούσε ίσως να τη δουλέψει πιο «ψηλά».
Πληθωρικός συνοδός της ο Μάνος Βακούσης στον ρόλο του Ζεπ, αναδεικνύει, με την έμφυτη λεπτότητά του, τη χαριτωμένη πλευρά ενός ήρωα που εκθέτει όλη τη βρώμικη υπόσταση της ανδρικής σεξουαλικότητας (χαρακτηριστική η σκηνή που αποπλανεί την Μπέπι αφού σκουπίσει πρόχειρα τη διάρροια που έχει λερώσει το εσώρουχό της).
Λιγότερο εύστοχη η Μαρία Καλλιμάνη ως κυρία Στάλερ, αδυνατεί να πείσει για την προτεσταντική ακαμψία της μάνας που αντιμετωπίζει την κόρη της περίπου όπως και τα ζωντανά της φάρμας. Ο Κώστας Τριανταφυλλόπουλος ως Στάλερ μένει σε μια επαρκή αλλά επιφανειακή σκιαγράφηση του πατέρα.
Το σημαντικότερο πρόβλημα της παράστασης όμως έγκειται στο ζήτημα του ρυθμού. Προκειμένου να αξιοποιήσει πλήρως όλες τις δυνατότητες του σκηνικού, ο σκηνοθέτης έστησε κάθε σκηνή σε διαφορετικό σημείο, την κάθε μία με τα δικά της «αξεσουάρ» (κυρίως ξύλινα σκαμπό, τάβλες ή τραπέζια). Και ενώ αυτό δημιουργεί ποικίλες ατμοσφαιρικές εστίες (με τη συνδρομή υποβλητικού φωτισμού του Σάκη Μπιρμπίλη), η υλοποίησή του βασίζεται σε μια συνεχή μεταφορά αντικειμένων μεταξύ των σκηνών. Ως αποτέλεσμα, οι αλλαγές διαρκούν πολύ, προκαλούν ελαφριά «βαβούρα» και λειτουργούν τελικά εις βάρος της ομαλής ροής καλώντας τον θεατή να μπαίνει και να βγαίνει κάθε λίγο από τη δράση. Νομίζω πως αν μειωθεί αυτή η παράπλευρη «φλυαρία», η παράσταση θα σφίξει και θα μπορέσει να λειτουργήσει πιο ευθύβολα και ουσιαστικά, πιο πιστά ως προς το πνεύμα ενός κειμένου που σχεδόν σοκάρει με την ακραία λιτότητά του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.