Αίας αυτοκτονικός

Οσο η µετάφραση της παραβατικής αυτής σοφόκλειας τραγωδίας παραµένει αδηµοσίευτη, γυρεύει κάθε τόσο έντυπο φως, για να δοκιµαστεί η αντοχή της. Αυτό το νόηµα έχει και η προκείµενη προδηµοσίευση, µε µιαν επιλογή στην οποία ενέχεται και ο «κρυφός» Καβάφης. Ο λόγος για τον αυτοκτονικό µονόλογο του Αίαντα στην οµώνυµη τραγωδία του Σοφοκλή, που ζήλεψε ο Αλεξανδρινός τον τελευταίο του στίχο ( Τα δ’ άλλα εν Αδου τοις κάτω µυθήσοµαι ), επιγράφοντας µ’ αυτόν το οψιµότερο αρχαιόθεµο ποίηµά του, χρονολογηµένο τον Φεβρουάριο του 1913.

Οσο η µετάφραση της παραβατικής αυτής σοφόκλειας τραγωδίας παραµένει αδηµοσίευτη, γυρεύει κάθε τόσο έντυπο φως, για να δοκιµαστεί η αντοχή της. Αυτό το νόηµα έχει και η προκείµενη προδηµοσίευση, µε µιαν επιλογή στην οποία ενέχεται και ο «κρυφός» Καβάφης. Ο λόγος για τον αυτοκτονικό µονόλογο του Αίαντα στην οµώνυµη τραγωδία του Σοφοκλή, που ζήλεψε ο Αλεξανδρινός τον τελευταίο του στίχο ( Τα δ’ άλλα εν Αδου τοις κάτω µυθήσοµαι ), επιγράφοντας µ’ αυτόν το οψιµότερο αρχαιόθεµο ποίηµά του, χρονολογηµένο τον Φεβρουάριο του 1913. Προηγείται όµως µεταφρασµένος ο αυτοκτονικός µονόλογος του ήρωα:

«Είναι στηµένος ο σφαγέας, τόσο που να µπορεί / κάθετα να µε κόψει – µιλώ σαν κάποιον που έχει / ακόµη τον καιρό να λογαριάζει. / ∆ώρο του Εκτορα αυτό το ξίφος, του ξένου που τον µίσησα / όσο κανέναν άλλο – χειρότερο εχθρό δεν είδανε τα µάτια µου. / Είναι ο σφαγέας στηµένος στο χώµα της αντίπαλης Τρωάδας, / στο αµόνι ακονισµένος που τρώει το σίδηρο. / Καλά και µε την πρέπουσα φροντίδα, τον έµπηξα ο ίδιος, / τόσο που πρόθυµος το σώµα αυτό θα θανατώσει γρήγορα / Είµαστε έτοιµοι λοιπόν, πανέτοιµοι.// Και τώρα, ω ∆ία, απ’ όλους πρώτον, καταπώς αρµόζει, / εσένα επικαλούµαι, βοήθεια ζητώντας. / ∆εν σου ζητώ µεγάλη χάρη: µαντατοφόρο στείλε, / να πει στον Τεύκρο το πικρό µαντάτο. Πρώτος αυτός στα χέρια του / να µε σηκώσει απ’ το µατοβαµµένο µου σπαθί, να µην προλάβουν / οι εχθροί και µείνω απορριγµένος, λεία στα λαίµαργα σκυλιά και στα κοράκια. / Τόσο µονάχα, ∆ία, σε ικετεύω. // Συνάµα ανακαλώ / τον χθόνιο, ψυχοποµπό Ερµή, να µε κοιµίσει ήρεµα, όταν απότοµα πηδώντας / πάνω σ’ αυτό το ξίφος, θα σχίσω την πλευρά µου, / δίχως να σφαδάξω. / Φωνάζω ακόµη να παρασταθούν οι αθάνατες παρθένες, / που επιβλέπουν συνεχώς όλα τα πάθη των βροτών. Τις Ερινύες καλώ, σεµνές κι ωκύποδες, να µάθουν / πόσο άδικα απ’ τους Ατρείδες χάνοµαι, ο δύσµοιρος. / Αυτούς κακήν κακώς να τους αρπάξουν, να τους εξολοθρεύσουν, / εµένα βλέποντας που µε το ίδιο µου το χέρι σφάζοµαι και σβήνω. / Ετσι κι αυτοί ν’ αφανιστούν, σφαγµένοι να βρεθούν / από το χέρι των παιδιών τους. / Φανείτε, εκδικηθείτε, Ερινύες, τώρα, το αίµα τους γευθείτε / κανέναν µέσα στον στρατό µη λυπηθείτε. // Ηλιε µου εσύ, που κυβερνάς ψηλά στον ουρανό / το ένιππο άρµα σου, όταν πάρει το µάτι σου την πατρική µου γη / συγκράτησε για λίγο το χρυσό σου χαλινάρι, κι ανάγγειλε / ολόκληρη τη συµφορά, µε το µοιραίο τέλος της, / στον γέροντα πατέρα µου και στη φτωχή µου µάνα. Οταν η δύστυχη / ακούσει αυτή την είδηση, / µεγάλον κοπετό σίγουρα θα σηκώσει σ’ όλη την πόλη. // Αλλά σε τίποτα δεν ωφελεί αυτός ο µάταιος θρήνος. / Πρέπει το πράγµα να τελειώσει, όσο µπορεί πιο γρήγορα. / Θάνατε, ω Θάνατε, έφτασε η ώρα, / έλα και ρίξε πάνω µου τώρα το βλέµµα σου, παρότι θα ’χω όλον τον καιρό / µαζί σου να συνοµιλώ. Ω λάµψη πάµφωτης ηµέρας, Ηλιε αρµατηλάτη, / για ύστατη φορά σας χαιρετώ – ποτέ ξανά, Ω φέγγος, χώµα ιερό της πατρικής µου γης, της Σαλαµίνας, / ω βάθρο της προγονικής εστίας, ω δοξασµένη Αθήνα, / σύντροφοι ναυτικοί, κρήνες, ποτάµια, κάµποι γύρω της Τρωάδας, / σας αποχαιρετώ. Εσείς µε αναθρέψατε.

Αυτή ’ναι η τελευταία λέξη που προφέρει ο Αίας, / τ’ άλλα στους ένοικους κάτω του Αδη θα διηγηθώ».

Επεται το οµόθεµο ποίηµα του Κ. Π. Καβάφη:

«Τωόντι» είπε ο ανθύπατος, κλείοντας το βιβλίο, «αυτός / ο στίχος είν’ ωραίος και πολύ σωστός, / τον έγραψε ο Σοφοκλής βαθιά φιλοσοφώντας. / Πόσα θα πούµ’ εκεί, πόσα θα πούµ’ εκεί, / και πόσο θα φανούµε διαφορετικοί. / Αυτά που εδώ σαν άγρυπνοι φρουροί βαστούµε, / πληγές και µυστικά που µέσα µας σφαλνούµε, / µε καθηµερινή αγωνία, βαριά, / ελεύθερα εκεί και καθαρά θα πούµε». // «Πρόσθεσε» είπε ο σοφιστής, µισοχαµογελώντας, / «αν τέτοια λεν εκεί, και αν τους µέλει πια».

Σε υστερόγραφο κάποια στοιχεία ανταπόκρισης της σοφόκλειας τραγωδίας στην επική παράδοση. Προέχει το µυθολογικό απόθεµα: τα όπλα του Αχιλλέα, κατά βούληση και της Αθηνάς, επιδικάζονται µεροληπτικά στον Οδυσσέα, προκαλώντας την µήνιν και τη µανία του Αίαντα, η οποία, µέσα από τη ζωοκτονία, περνάει στην αυτοκτονία. ∆ύο αναφορές στην Ιλιάδα εξέχουν στη σοφόκλεια ανταπόκριση: η αντιπαθητική και συνάµα συµπαθητική σχέση του Αίαντα µε τον Εκτορα, δηλωµένη και µε τη µοιραία ανταλλαγή των όπλων τους· η µεταφορά της ιλιαδικής συζυγικής οµιλίας, της έριδας για την ταφή και του νεκρώσιµου νόστου από τον Εκτορα στον Αίαντα.

Τόσα φτάνουν, υποθέτω, αν δεν περισσεύουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.