Λουκάς Παπαδήμος: Οι παγίδες που κρύβει το µεγάλο κούρεµα

«Αυτή τη στιγµή, η πιο αποτελεσµατική και συνετή οδός είναι να εφαρµοστεί η συµφωνία των ευρωπαίων ηγετών που επετεύχθη τον Ιούλιο και να ενισχυθεί κατάλληλα» τονίζει σε άρθρο του στο «Βήµα της Κυριακής» (και για τους «Financial Times») ο πρώην αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κ. Λ. Παπαδήµος.

«Αυτή τη στιγµή, η πιο αποτελεσµατική και συνετή οδός είναι να εφαρµοστεί η συµφωνία των ευρωπαίων ηγετών που επετεύχθη τον Ιούλιο και να ενισχυθεί κατάλληλα» τονίζει σε άρθρο του στο «Βήµα της Κυριακής» (και για τους «Financial Times») ο πρώην αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κ. Λ. Παπαδήµος. Ο κορυφαίος σύµβουλος επί των οικονοµικών του πρωθυπουργού κ. Γ. Παπανδρέου προειδοποιεί για ενδεχόµενες σοβαρές επιπτώσεις ενός µεγάλου µη εθελοντικού κουρέµατος του χρέους για τις ελληνικές τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταµεία, την πραγµατική οικονοµία και τελικά τον έλληνα φορολογούµενο. Κινούµενος µεταξύ Βοστώνης (όπου διδάσκει στο Πανεπιστήµιο Harvard), Φραγκφούρτης (έδρα της ΕΚΤ), Βρυξελλών και Αθήνας ο κ. Παπαδήµος έχει αναλάβει το τελευταίο διάστηµα έναν άτυπο αλλά ουσιώδη ρόλο εκπροσώπησης της Ελλάδας και εξισορρόπησης των πιέσεων που ασκούνται από τα διεθνή κέντρα λήψης αποφάσεων. Το κύρος και η αναγνωρισιµότητα που διαθέτει στη διεθνή σκηνή τον καθιστούν αξιόπιστο συνοµιλητή των ευρωπαίων εταίρων, των παραγόντων του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείο και πολύ περισσότερο της ΕΚΤ.

Καθώς η ελληνική κρίση χρέους έχει πλέον κλιµακωθεί, το ίδιο
συµβαίνει µε τα αιτήµατα αναδιάρθρωσης του δηµόσιου χρέους της χώρας µε
σκοπό την υποστήριξη της βιωσιµότητας του χρέους, τη βελτίωση των
προοπτικών µακροπρόθεσµης ανάπτυξης και τη µείωση του ηθικού κινδύνου
(moral hazard). Ωστόσο, στην πραγµατικότητα, τα πιθανά οικονοµικά οφέλη
της αναδιάρθρωσης του χρέους θα είναι πολύ µικρότερα από ό,τι συχνά
προβλέπεται, ενώ η διαδικασία αυτή συνεπάγεται σηµαντικούς κινδύνους για
την Ελλάδα και την ευρωζώνη.

Τα οφέλη της αναδιάρθρωσης του χρέους από µια χώρα της ζώνης του ευρώ
εξαρτώνται από την κατανοµή του χρέους ανάµεσα στους πιστωτές και τη
δυνατότητα που έχουν να απορροφήσουν απώλειες τέτοιου είδους χωρίς
κρατική στήριξη. Ωστόσο υπάρχουν επίσης χρηµατοδοτικοί περιορισµοί και
διασυνδέσεις που απορρέουν από τη λειτουργία της ευρωπαϊκής Νοµισµατικής
Ενωσης και την ενοποίηση των χρηµατοοικονοµικών αγορών και µπορούν να
υποβαθµίσουν τα οφέλη και να δηµιουργήσουν συστηµικούς κινδύνους.

Στην περίπτωση της Ελλάδας στο τέλος Ιουλίου του 2011 η ονοµαστική αξία
του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης ήταν 366 δισ. ευρώ. Σχεδόν το 30%
ήταν σε ελληνικά χέρια, κυρίως στα χέρια τραπεζών, συνταξιοδοτικών
ταµείων και ασφαλιστικών εταιρειών. Μια σηµαντική µείωση της ονοµαστικής
αξίας του ελληνικού χρέους που κρατούν στα χέρια τους αυτά τα ιδρύµατα
θα πρέπει να αντισταθµιστεί σε µεγάλο βαθµό από την οικονοµική στήριξη
της κυβέρνησης. Επίσης, οι απώλειες για τα ελληνικά νοικοκυριά και για
όσους, εκτός των οικονοµικών ιδρυµάτων, κατέχουν δηµόσιο χρέος θα
πλήξουν την οικονοµική δραστηριότητα και τα φορολογικά έσοδα. Αλλο ένα
µεγάλο µέρος του ελληνικού δηµόσιου χρέους βρίσκεται στα χέρια επίσηµων
θεσµών. Στο τέλος Ιουλίου 2011 οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης, το
∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και άλλοι
επίσηµοι θεσµοί κατείχαν σχεδόν το ένα τρίτο του ελληνικού δηµόσιου
χρέους. Για θεσµικούς, πολιτικούς και νοµικούς λόγους δεν µπορεί να
υπάρξει αναδιάρθρωση του χρέους που θα οδηγήσει σε απώλειες για τους
επίσηµους αυτούς θεσµούς. Εποµένως µόνο η αναδιάρθρωση του 40% περίπου
του συνολικού δηµόσιου χρέους της Ελλάδας που βρίσκεται στα χέρια
ξένων ιδιωτών επενδυτών θα µπορούσε να αποφέρει καθαρά οικονοµικά
οφέλη. Ενα «κούρεµα» 50% θα µειώσει το συνολικό χρέος κατά περίπου 20%.
Οι αρνητικές συνέπειες για την Ελλάδα µιας «σκληρής», µη εθελοντικής
αναδιάρθρωσης του χρέους και µιας χρεοκοπίας (sovereign default) δεν
περιορίζονται στο κόστος της επανακεφαλαιοποίησης των εγχώριων τραπεζών
και της στήριξης των ασφαλιστικών ταµείων. Οι επιπτώσεις για την
εµπιστοσύνη, για τη ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήµατος και
την πραγµατική οικονοµία θα είναι πιθανόν σηµαντικές, παρ’ ότι είναι
δύσκολο να προβλεφθούν και να ποσοτικοποιηθούν. Επιπτώσεις τέτοιου
είδους θα υπονοµεύσουν και τη διαδικασία δηµοσιονοµικής σταθεροποίησης,
ιδίως αν η αναδιάρθρωση του χρέους προκαλέσει πιστωτική κρίση. Η ΕΚΤ δεν
θα δέχεται ως εγγυήσεις χρεόγραφα κρατών που έχουν υποβαθµιστεί σε
καθεστώς χρεοκοπίας. Εποµένως, θα είναι απαραίτητο να παρασχεθεί
«πιστωτική ενίσχυση» («credit enhancement») για να βελτιωθεί η ποιότητα
των εγγυήσεων µε κόστος που θα επιβαρύνει τελικώς την ελληνική
κυβέρνηση. Επιπλέον, αν υπάρξει µη εθελοντική αναδιάρθρωση του χρέους
και χρεοκοπία µιας χώρας της ευρωζώνης, ο κίνδυνος µετάδοσης των
οικονοµικών επιπτώσεων και διάχυσης των προβληµάτων σε τράπεζες
ενδέχεται να είναι σηµαντικός και εκτεταµένος. Οι πρόσφατες απότοµες
αυξήσεις των αποδόσεων για οµόλογα κρατών-µελών της ευρωζώνης στέλνουν
δυνατά και καθαρά προειδοποιητικά σήµατα.

Αυτή τη στιγµή η πιο αποτελεσµατική και συνετή οδός είναι να εφαρµοσθεί
η συµφωνία των ευρωπαίων ηγετών που επετεύχθη τον Ιούλιο και να
ενισχυθεί κατάλληλα. Οι τράπεζες της Ευρώπης θα χρειαστεί οπωσδήποτε
να επανακεφαλαιοποιηθούν. Αλλά θα ήταν επίσης απαραίτητο να αυξηθούν οι
πόροι του Ευρωπαϊκού Ταµείου Χρηµατοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και
να ενισχυθεί η ευελιξία του.

Η συµφωνία που επετεύχθη για τη συµµετοχή του ιδιωτικού τοµέα (PSI) στη
χρηµατοδότηση του ελληνικού χρέους θα πρέπει επί της ουσίας να
διατηρηθεί. Πιθανές τροποποιήσεις για τη βελτίωση της βιωσιµότητας του
χρέους µε την ενθάρρυνση ενός µεγαλύτερου «κουρέµατος» στην
προβλεπόµενη ανταλλαγή οµολόγων θα αποφέρουν πιθανώς ήπια ελάφρυνση του
χρέους. Οι όποιες αλλαγές στο PSI δεν πρέπει να θέτουν σε κίνδυνο τον
εθελοντικό χαρακτήρα του και δεν πρέπει να οδηγήσουν σε πιστωτικό
γεγονός (credit event). Σε περίπτωση χρεοκοπίας η ενίσχυση των τειχών
προστασίας των τραπεζών και της δύναµης πυρός του EFSF θα πρέπει να
είναι σηµαντικά µεγαλύτερη για να περιφρουρηθεί η χρηµατοπιστωτική
σταθερότητα.

∆εν υπάρχουν δωρεάν γεύµατα για τους οφειλέτες ούτε εύκολες λύσεις για
τους πιστωτές. Μια µη εθελοντική αναδιάρθρωση του ελληνικού δηµόσιου
χρέους είναι πιθανόν ότι θα οδηγήσει σε περιορισµένα (καθαρά) οικονοµικά
οφέλη και θα συνεπάγεται σηµαντικούς κινδύνους που θα απειλήσουν
σοβαρά τη χρηµατοπιστωτική σταθερότητα και τις οικονοµικές επιδόσεις της
ευρωζώνης στο σύνολό της. Αν γίνουν πραγµατικότητα αυτοί οι κίνδυνοι,
θα οδηγήσουν τελικώς σε µεγαλύτερη επιβάρυνση για τους ευρωπαίους
φορολογουµένους, θα έχουν ανεπιθύµητες επιπτώσεις για τη συνοχή και τη
σταθερότητα της ευρωζώνης και θα υπονοµεύσουν την αξιοπιστία του ευρώ.
Για όλους αυτούς τους λόγους ένα ολοκληρωµένο και πειστικό πακέτο
πολιτικών το οποίο θα βοηθήσει στην αποκατάσταση της εµπιστοσύνης των
αγορών όσο και των ευρωπαίων πολιτών είναι επειγόντως αναγκαίο για την
επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.