Η δημοσιογραφία στην κάμαρα με τα μυστικά

Αν δημοσιογραφία ήταν να καταγράφεται το ορατό και το σε όλους προσιτό απλώς και μόνο για να το μάθουν και άλλοι, τότε καθένας εφοδιασμένος με υπομονή και κινητό τηλέφωνο που βιντεοσκοπεί, ηχογραφεί, φωτογραφίζει θα ήταν ρεπόρτερ- αυτό άλλωστε είναι και το ιδανικό των οπαδών της «δημοσιογραφίας των πολιτών»: να γίνουμε όλοι δημοσιογράφοι, εξουδετερώνοντας τα μεντιακά μεγαθήρια που, κατά αυτούς, μονοπωλούν την ενημέρωση, διαστρεβλώνουν την αλήθεια, υπηρετούν σκοτεινά συμφέροντα.

Αν δημοσιογραφία ήταν να καταγράφεται το ορατό και το σε όλους προσιτό απλώς και μόνο για να το μάθουν και άλλοι, τότε καθένας εφοδιασμένος με υπομονή και κινητό τηλέφωνο που βιντεοσκοπεί, ηχογραφεί, φωτογραφίζει θα ήταν ρεπόρτερ- αυτό άλλωστε είναι και το ιδανικό των οπαδών της «δημοσιογραφίας των πολιτών»: να γίνουμε όλοι δημοσιογράφοι, εξουδετερώνοντας τα μεντιακά μεγαθήρια που, κατά αυτούς, μονοπωλούν την ενημέρωση, διαστρεβλώνουν την αλήθεια, υπηρετούν σκοτεινά συμφέροντα. Ητοι, χάρη στα blogs και στα gadgets που μας προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, θα πραγματοποιηθεί διαλεκτική υπέρβαση από αυτές που τόσο αγαπά ο Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία: οι πολιτικές και οικονομικές δομές του καπιταλιστικού συστήματος καταλύονται μέσω της διάχυσής τους στην κοινωνία. Γινόμαστε όλοι δημοσιογράφοι και έτσι καταργείται η δημοσιογραφία. Πρόκειται για ηλίθια αντίληψη- οι δημοσιογράφοι κάνουν και την αναγκαία αγγαρεία της καταγραφής του προφανούς αλλά βασική τους επαγγελματική υποχρέωση είναι να το αιτιολογήσουν, μαθαίνοντας τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες: τι συγκρούσεις υπήρξαν στο Υπουργικό Συμβούλιο, τι συζήτησαν οι αρχηγοί κρατών, τι μεταγραφή σχεδιάζει ο τάδε προπονητής, τι κρύβεται πίσω από τις κινήσεις κάποιου επιχειρηματία. Η επαγγελματική αξία του ρεπόρτερ είναι ανάλογη της σπουδαιότητας και της αξιοπιστίας των πηγών του, των ανθρώπων που του δίνουν πληροφορίες για όλα όσα δεν είναι δημόσια. Αλλά οι πηγές δεν είναι

Το WikiLeaks προσέφερε τεράστιο πρωτογενές υλικό πληροφοριών. Τώρα είναι χρέος των δημοσιογράφων να το αξιολογήσουν και να το διασταυρώσουν

αθώες, δεν δίνουν πληροφορίες pro bono αλλά για να ωφεληθούν οι ίδιες (ή η ομάδα τους) και να βλάψουν τους ανταγωνιστές τους. Για τούτο και η επαγγελματική υποχρέωση της «διασταύρωσης των πληροφοριών», προκειμένου να μην εξαπατηθούν ο δημοσιογράφος και το μέσον για το οποίο δουλεύει. Οι περίφημες αποκαλύψεις «κρατικών μυστικών» δεν είναι παρά αποτέλεσμα συγκρούσεων ομάδων μέσα στο κράτος: κάποιοι δίνουν στον δημοσιογράφο τα μυστικά για να πολεμήσουν κάποιους άλλους. Οι διαρροές, π.χ., «έγιναν παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου από τουρκικά αεροπλάνα» σε ημέρες όπου ο Γιώργος Παπανδρέου συναντάται με τον Ταγίπ Ερντογάν γίνονται από όσους θέλουν να εμποδίσουν κάθε προσπάθεια ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Και αφού είναι τόσο ιδιοτελή τα συμφέροντα των πηγών, γιατί τα μέντια να δημοσιεύουν τις πληροφορίες τους; Πρώτον, διότι και οι μεντιακοί οργανισμοί μετέχουν στους πολιτικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς ανταγωνισμούς που διατρέχουν την κοινωνία μας και επομένως μπορεί να είναι με το μέρος της πηγής. Δεύτερον, γιατί γνωρίζουν ότι αν δεν δημοσιεύσουν την πληροφορία που τους φέρνει ο ρεπόρτερ τους, η πηγή θα τη δώσει σε άλλο μέσον. Τρίτον, γιατί η δεοντολογία επιβάλλει διασταυρωμένη είδηση που θεωρείται σημαντική να μην αποκρύβεται. Αυτό που έχει δικαίωμα να επιλέξει είναι αν θα την κάνει βροντερό πρωτοσέλιδο ή θα την καταχωρίσει σε εσωτερικές σελίδες κάποια εφημερίδα, π.χ., την είδηση για τις παραβιάσεις.

Στην πραγματικότητα, οι κατηγορίες περί «βλάβης στα εθνικά συμφέροντα» και οι σχετικές διώξεις στις περιπτώσεις διαρροών σημαντικών εγγράφων δεν είναι παρά η άμυνα της πλευράς που θίγεται από τις αποκαλύψεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της δημοσίευσης διπλωματικών εγγράφων μέσω του Wikileaks, οι κατηγορίες περί «προδοσίας» και «βοήθειας προς τους τρομοκράτες» δεν είναι παρά προσπάθεια να καλυφθεί η γελοιότητα διπλωματών που διαχειρίζονται κρίσιμες κρατικές υποθέσεις και εμφανίζονται να μεταφέρουν ανεύθυνες πληροφορίες και να γράφουν σχόλια που δεν θα δημοσίευε καμία αξιοπρεπής εφημερίδα. Αποδεικνύονται κατώτεροι των δημοσιογράφων οι διπλωμάτες και επιπλέον για αυτό ευθύνεται όχι κάποιος στρατηγός που διαφωνεί με τον πόλεμο στο Ιράκ αλλά (λέγεται) o φαντάρος Μπράντλεϊ Μάνινγκ που ένιωσε σιχαμάρα για τις συμπεριφορές που έβλεπε, για αυτά που άκουγε και διάβαζε- αλλά εξευτελίζονται και οι μηχανισμοί ασφαλείας από το «σπάσιμο» των κωδικών τους που κατάφερε ο Μάνινγκ και απέκτησε πρόσβαση στα απόρρητα έγγραφα: αποδεικνύεται ότι επιβάλλουν ταλαιπωρίες στα αεροδρόμια που φθάνουν στο ξεγύμνωμα των επιβατών απλώς και μόνο επειδή είναι ανίκανοι να λάβουν πραγματικά μέτρα ασφαλείας.

Ο Μπράντλεϊ Μάνινγκ, αν αυτός μοίρασε τα 250.000 έγγραφα, αποτελεί εξαίρεση ως πηγή: λειτούργησε υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, μεταφέροντας την αποστροφή μέρους της κοινωνίας για τις μεθόδους διπλωματών-στρατιωτικών μέσα στο βαθύ κράτος· μας βοήθησε να τις κατανοήσουμε καλύτερα, γελοιοποιώντας ταυτόχρονα διάφορους βαρύγδουπους άχρηστους. Και ελπίζω ότι οι «Νew Υork Τimes», «Le Μonde», «Τhe Guardian», «Spiegel» που αξιοποίησαν το ακατέργαστο υλικό των τηλεγραφημάτων θα τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει αυτούς που θέλουν να τον εκδικηθούν επειδή αποκαλύφθηκε η μικρότητά τους.

Ρsychoyos@tovima.gr

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.