Αλλος για τον ηλεκτρικό θρόνο της Αττικής

ΑΡΧΙΣΑΝ οι μάχες για τη διαδοχή του μοναχού πλέον κ. Παντελεήμονος Μπεζενίτη στη Μητρόπολη Αττικής. Μητροπολίτες, αρχιμανδρίτες και λαϊκά στελέχη της Εκκλησίας έχουν αρχίσει τον αγώνα για την επικράτηση του εκλεκτού τους. Η ιστορία όμως δείχνει ότι ο μητροπολιτικός θρόνος της Αττικής είναι ηλεκτρικός. Από την ημέρα ίδρυσης της Μητρόπολης Αττικής εκλέχθηκαν πέντε ιεράρχες για τη διαποίμανσή της, οι τρεις κηρύχθηκαν έκπτωτοι, ο ένας δεν αποδέχθηκε την εκλογή του και μόνον ένας μακροημέρευσε και παρέμεινε στον θρόνο του ως και την εκδημία του. Το 1936 με απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου Παπαδόπουλου αποσπάται ένα μεγάλο κομμάτι του Νομού Αττικής από τη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και παραχωρείται στη νεοϊδρυθείσα Μητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος. Στόχος του Αρχιεπισκόπου όπως λέγεται ήταν να δείξει την αγάπη και τον σεβασμό που έτρεφε στο πρόσωπο τού επί 14 χρόνια αρχιδιακόνου του, πρωτοσυγκέλλου του και βοηθού Επισκόπου του Ιάκωβου Βαβανάτσου, τον οποίο και εκλέγει ως Επίσκοπο Χριστουπόλεως πρώτο Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος. Και το κακό με τις καθαιρέσεις και τις απομακρύνσεις των εκάστοτε μητροπολιτών Αττικής άρχισε από τότε.

ΑΡΧΙΣΑΝ οι μάχες για τη διαδοχή του μοναχού πλέον κ. Παντελεήμονος Μπεζενίτη στη Μητρόπολη Αττικής. Μητροπολίτες, αρχιμανδρίτες και λαϊκά στελέχη της Εκκλησίας έχουν αρχίσει τον αγώνα για την επικράτηση του εκλεκτού τους. Η ιστορία όμως δείχνει ότι ο μητροπολιτικός θρόνος της Αττικής είναι ηλεκτρικός. Από την ημέρα ίδρυσης της
Μητρόπολης Αττικής εκλέχθηκαν πέντε ιεράρχες για τη διαποίμανσή της, οι τρεις κηρύχθηκαν έκπτωτοι, ο ένας δεν αποδέχθηκε την εκλογή του και μόνον ένας μακροημέρευσε και παρέμεινε στον θρόνο του ως και την εκδημία του. Το 1936 με απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου Παπαδόπουλου αποσπάται ένα μεγάλο κομμάτι του Νομού Αττικής από τη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και παραχωρείται στη νεοϊδρυθείσα Μητρόπολη
Αττικής και Μεγαρίδος. Στόχος του Αρχιεπισκόπου όπως λέγεται ήταν να δείξει την αγάπη και τον σεβασμό που έτρεφε στο πρόσωπο τού επί 14 χρόνια αρχιδιακόνου του, πρωτοσυγκέλλου του και βοηθού Επισκόπου του Ιάκωβου Βαβανάτσου, τον οποίο και εκλέγει ως Επίσκοπο Χριστουπόλεως πρώτο Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος. Και το κακό με τις καθαιρέσεις και τις απομακρύνσεις των εκάστοτε μητροπολιτών Αττικής άρχισε από τότε.

Γεννημένος στο Γαλαξίδι το 1893, με πολυσχιδή προσωπικότητα, με μόρφωση και με μεγάλη δράση κατά τη διάρκεια της Κατοχής και της Αντίστασης ο Ιάκωβος Βαβανάτσος αναδεικνύεται το 1962 Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Εκλέγεται στις 13 Ιανουαρίου του 1962 και παραιτείται στις 25 Ιανουαρίου του ιδίου μήνα. Ο λόγος; Οι χιλιάδες πιστοί που διαδηλώνουν εναντίον του, οι κατηγορίες που διατυπώνονται για το ενδεχόμενο ομοφυλοφιλίας του και οι αντιδράσεις της κυβέρνησης Καραμανλή. Τα γεγονότα των ημερών ήταν δραματικά. Και υπό το βάρος των εξελίξεων ο Ιάκωβος Βαβανάτσος θα δώσει την παραίτησή του, στην προσπάθεια να απεγκλωβίσει την Εκκλησία από την κρίση. Η ηρεμία αποκαθίσταται και κατά του Ιάκωβου Βαβανάτσου διεξάγονται ανακρίσεις από την Εκκλησία της Ελλάδος. Τελικά, με την απόφαση 1 του 1962, το πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο απαλλάσσει τον Αρχιεπίσκοπο των 12 ημερών από τις κατηγορίες και θέτει την υπόθεση στο αρχείο. Και με απόφαση της Συνόδου και με νομοθετικό διάταγμα, ο Ιάκωβος Βαβανάτσος διατηρεί τον τίτλο του «μακαριοτάτου Αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών» και του παραχωρείται εκ νέου ο τίτλος του Μητροπολίτη Αττικής. Και από το 1962 ως και το 1967 θα ονομάζεται «Πρόεδρος Αττικής και Μεγαρίδος». Το 1967 στη χώρα εγκαθίσταται η δικτατορία και ξαναρχίζουν τα προβλήματα. Η τύχη του κρίνεται εκ νέου από Εκκλησιαστικό Συνοδικό Δικαστήριο και απομακρύνεται από τον θρόνο του κατ΄ εφαρμογή του αναγκαστικού νόμου 214 του 1967 περί απώλειας της έξωθεν καλής μαρτυρίας. Τελικά, ο πρώην Αρχιεπίσκοπος και πρώην Μητροπολίτης Αττικής θα αφήσει την τελευταία του πνοή το 1984 στη Σαλαμίνα, αλλά στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις εκκλησιαστικές εξελίξεις.

Το 1967 στον αρχιεπισκοπικό θρόνο βρίσκεται ο Ιερώνυμος Κοτσώνης, πρώην αρχιμανδρίτης των ανακτόρων και καθηγητής Πανεπιστημίου. Διάδοχο του Ιάκωβου Βαβανάτσου εκλέγει έναν στενό του συνεργάτη, λαμπρό επιστήμονα και μέλος της αδελφότητας Θεολόγων «Η Ζωή», τον βοηθό Επίσκοπο Βρεσθένης κ. Δημήτριο, ο οποίος έχει επιστρέψει στην Ελλάδα έπειτα από σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο ίδιος αρνείται την εκλογή του στη Μητρόπολη Αττικής και παρά τις αντιδράσεις της Ιεραρχίας ο Ιερώνυμος θα τον διατηρήσει στη θέση του βοηθού Επισκόπου Βρεσθένης. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 θα μετακομίσει στις ΗΠΑ για να επιστρέψει στην Ελλάδα αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ θα τον προαγάγει σε Τιτουλάριο Μητροπολίτη Βρεσθένης και το 1999 ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου θα τον εκλέξουν Αρχιεπίσκοπο Αμερικής.

Η πλήρωση της Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος παρέμεινε για τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Κοτσώνη ένα μεγάλο αγκάθι. Και τελικά το 1968 επιλέγει να εκλέξει έναν νεαρό αρχιμανδρίτη που υπηρετεί ως ιεροκήρυκας στην Αθήνα και προηγουμένως υπηρετούσε στη Μυτιλήνη. Πρόκειται για τον γεννημένο το 1927 στον Βόλο απόφοιτο της Θε ολογικής Σχολής Αθηνών και μέλος της Αδελφότητας Θεολόγων «Η Ζωή», οργάνωση με την οποία ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης διατηρούσε στενές σχέσεις, κ. Νικόδημο Γκατζιρούλη. Ανθρωπος απόλυτα σίγουρος για τον εαυτό του και ισχυρογνώμων, ο Νικόδημος Γκατζιρούλης λέγεται ότι επηρέαζε πολλές από τις αποφάσεις του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, γεγονός που τον έφερε πολλές φορές σε αντιπαλότητα μ΄ άλλους στενούς συνεργάτες του, οι οποίοι είχαν δημοκρατικές αντιλήψεις.

Παρά όμως τον χαρακτήρα του, ούτε ο κ. Νικόδημος Γκατζιρούλης θα μακροημερεύσει στον θρόνο του. Ο Παπαδόπουλος παραιτείται, παραιτείται και ο Ιερώνυμος Κοτσώνης από τον θρόνο του. Ακολουθούν η άνοδος στην εξουσία του Ιωαννίδη που τον ορκίζει ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκκας, ο οποίος και λίγο αργότερα εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Ολα τα δεδομένα ανατρέπονται και με τις συντακτικές πράξεις 3 και 7 ο Νικόδημος Γκατζιρούλης κρίνεται στις 25 Ιουνίου του 1974 αντικανονικός και οδηγείται στην έκπτωση επειδή «διαταράσσει την ειρήνη και την ενότητα της Εκκλησίας».

Ο Δωρόθεος, η τροπολογία και η αποκατάσταση των ιερωνυμικών
ΗΜητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος με την τεράστια έκτασή της αποτελούσε έναν μεγάλο πονοκέφαλο για τον νέο, στα 1974, Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Την ώρα των δραματικών εξελίξεων στην Κύπρο, η Ιερά Σύνοδος προχωρεί στην τριχοτόμηση της τεράστιας και πανίσχυρης Μητρόπολης από την οποία θα προκύψουν τρεις καινούργιες. Πρόκειται για τις Μητροπόλεις: Αττικής με έδρα την Κηφισιά, Μεσογαίας και Λαυρεωτικής με έδρα τα Σπάτα και Μεγάρων και Σαλαμίνος με έδρα τα Μέγαρα.

Η διαδοχή του κ. Γκατζιρούλη προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερους πονοκεφάλους στο στενό περιβάλλον του αρχιεπισκόπου. Ομως ο μακαριστός Σεραφείμ είχε στο μυαλό του έναν υποστηρικτή και ψηφοφόρο του στη διαδικασία ανάρρησής του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Επρόκειτο για τον γεννημένο το 1910 στα Κρέστενα του Νομού Ηλείας Μητροπολίτη Καστορίας από το 1958 Δωρόθεο Γιανναρόπουλο. Προερχόμενος από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πολυβραβευμένος, ο Δωρόθεος διαθέτει ισχυρές προσβάσεις και διασυνδέσεις. Στην Καστοριά, έναν από τους προμαχώνες της χώρας που βρισκόταν δίπλα την εποχή εκείνη από τις χώρες του σιδηρού παραπετάσματος, υπηρετούν πολλοί γνωστοί στρατιωτικοί και ο Δωρόθεος αναπτύσσει φιλικές σχέσεις μαζί τους. Και σε αυτές τις σχέσεις στηρίζουν πολλοί την εκτίμηση ότι είχε τη στήριξη των στρατιωτικών, ενώ ο Ιερώνυμος Κοτσώνης του παλατιού, στις προσπάθειες ανάρρησής του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Το 1974 ο Δωρόθεος μετατίθεται στη Μητρόπολη Αττικής και παραμένει στον θρόνο του μέχρι και την εκδημία του το 1993.

Τα 1990 όμως αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη κρίση στην επί σχεδόν 40 χρόνια αρχιερατεία του. Στην πρωθυπουργία της χώρας βρίσκεται ο Ξενοφών Ζολώτας και υπουργός Οικονομίας είναι ο επί αρχιεπισκοπίας Ιερωνύμου Κοτσώνη διευθυντής των Οικονομικών της Εκκλησίας κ. Ιωάννης Παλαιοκρασσάς, ο οποίος και καταθέτει μια τροπολογία που προβλέπει ότι οι 12 μητροπολίτες που απομακρύνθηκαν στη διάρκεια της επταετίας από τους θρόνους τους μπορούν να προσφύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η τροπολογία γίνεται ομόφωνα αποδεκτή από τα μέλη της Βουλής. Ομως ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ δεν την αποδέχεται. Τελικά, έπειτα από μεγάλη πίεση οι λεγόμενοι «ιερωνυμικοί μητροπολίτες» αποκαθίστανται είτε σε προσωποπαγείς μητροπόλεις είτε εκεί όπου υπήρχαν κενά. Ο Νικόδημος Γκατζιρούλης ωστόσο αρνείται και ζητάει τη Μητρόπολη Αττικής. Ο μακαριστός Σεραφείμ μαζί με τον Δωρόθεο αρνούνται. Η κατάσταση ξεφεύγει. Το φαινόμενο εντείνεται το 1993 όταν αφήνει την τελευταία του πνοή ο Δωρόθεος και ο Νικόδημος διεκδικεί την αποκατάστασή του. Και πάλι ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ αρνείται. Γίνονται καταλήψεις, εκατοντάδες πιστοί διαδηλώνουν υπέρ του, αλλά η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη πέφτει. Και τον Απρίλιο του 1994 κηρύσσονται άκυρα αναδρομικά τα Προεδρικά Διατάγματα κατάστασης του κ. Νικοδήμου.

Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο οι λεγόμενοι «ιερωνυμικοί μητροπολίτες» συνεργάζονται με τα μέλη της λεγόμενης αντιπολίτευσης του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, τους επίδοξους διαδόχους του, τον τότε Μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονα Καρανικόλα και εκλέγουν στις 25 Μαΐου διά μεταθέσεως τον Μητροπολίτη Ζακύνθου κ. Παντελεήμονα Μπεζενίτη νέο Μητροπολίτη Αττικής. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στις 14 Μαΐου του 2009, δηλαδή πριν από τρεις ημέρες, η Ιερά Σύνοδος επανέφερε τον κ. Παντελεήμονα στις τάξεις των μοναχών…

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.