Ολα τα δειλινά του κόσμου

Η επιγραφή του μονοτονικού αντιγράφει τον τίτλο της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Διονύση Καψάλη (Εκδόσεις Αγρα, 2008). Με την οποία συμπληρώνεται το δοκιμαστικό τετράγωνο ποίησης που υποσχέθηκα να σχηματίσω, αντιδρώντας προκλητικά στην απειλητική μας επικαιρότητα: πολιτική, οικονομική, εκπαιδευτική, επικοινωνιακή -άλλο τετράγωνο αυτό, προφανώς στραπατσαρισμένο. Στο δικό μας πάντως ποιητικό τετράγωνο οι αντικριστές ισορροπίες βγάζουν μάτι: δύο ποιητές πάνω-κάτω, που ριμάρουν ...

Η επιγραφή του μονοτονικού αντιγράφει τον τίτλο της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Διονύση Καψάλη (Εκδόσεις Αγρα, 2008). Με την οποία συμπληρώνεται το δοκιμαστικό τετράγωνο ποίησης που υποσχέθηκα να σχηματίσω, αντιδρώντας προκλητικά στην απειλητική μας επικαιρότητα: πολιτική, οικονομική, εκπαιδευτική, επικοινωνιακή -άλλο τετράγωνο αυτό, προφανώς στραπατσαρισμένο. Στο δικό μας πάντως ποιητικό τετράγωνο οι αντικριστές ισορροπίες βγάζουν μάτι: δύο ποιητές πάνω-κάτω, που ριμάρουν κιόλας μεταξύ τους (Πασχάλης- Καψάλης)· δύο ποιήτριες αριστερά-δεξιά (Ρέα Γαλανάκη και Γεωργία Τρανταφυλλίδου), που επιβεβαιώνουν τις εκλεκτικές συγγένειες Κρήτης και Μακεδονίας.

Προηγούνται κάποια ποιητικά δείγματα από την προκείμενη, ώριμη συλλογή, όπου ο Καψάλης πέρασε, κατά τη γνώμη μου, στην αντίπερα όχθη της ποίησης και της ποιητικής του, με τη σχεδία της προηγούμενής του ομολογίας, που είχε τον έντρομο τίτλο Ο κρότος του χρόνου (Εκδόσεις Αγρα, 2007). Σήματα και ευρήματα της κρίσιμης αυτής διάβασης και απόβασης συγκεντρώνει η νέα τώρα συλλογή, όπου ο χρόνος, παίρνοντας τη δειλινή κλίση του, μειώνει (προσώρας έστω) την οξυκόρυφη απειλή του μετέωρου μεσημεριού και με το ιλαρό φως γέρνει (για λίγο έστω) στην πλαγιά ενός φιλάνθρωπου, μελαγχολικού κόσμου.

Με τους όρους αυτούς στη συλλογή Ολα τα δειλινά του κόσμου συμβάλλονται εξήντα αριθμημένα ποιητικά αποτυπώματα: μονόστιχα, δίστιχα, ολιγόστιχα, που δεν ξεπερνούν όμως, αν μετρώ καλά, τους επτά το πολύ στίχους. Οχι, δεν πρόκειται για αποσπάσματα, όπως ενδεχομένως θα ήθελαν οι θιασώτες της αποσπασματικής ποίησης-νεορομαντικής μάλλον έμπνευσης και εφαρμογής. Στη συγκεκριμένη δοκιμή έχουμε να κάνουμε με ποιητικούς πυρήνες, που τρίβονται μεταξύ τους, παράγοντας ποιητικά κύτταρα και ποιητικούς θυλάκους. Από την άποψη αυτή τα εξήντα ποιητικά αποτυπώματα απαντούν έμπρακτα στο κρίσιμο ερώτημα: πώς γεννιέται και γίνεται ένα ποίημα. Επονται τώρα οι παραδειγματικές επιλογές:

Τέσσερα μονόστιχα, σχεδόν στην τύχη: Ωσπου για μια στιγμή σωπαίνουν όλα. (5)//· Εξαντλημένοι:ο τόπος και ο τρόπος. (10)//· Να ζητιανεύεις λίγη αθανασία. (26) // · Τόση ομορφιά να λέγεται σελήνη (55). Τρία δίστιχα: Βράδυ που φέρνεις το παιδί στη μάνα/ και κατεβάζει γάλα ο ουρανός. (3)// Πέντε ποτάμια πέρασαν και πάνε,/ τα πήρε ο βαθύς ωκεανός. (41)·// Η πόρτα του ύπνου είναι χαμηλή/ και σκύβεις για να μπεις,σαν σε ξωκλήσι. (57).

Δύο ολιγόστιχα: Λάμπουν κομμάτια από ουρανό ακόμη,/ βραδιάζει και ξεπλέκουν τα μαλλιά τους/ οι μοίρες οι ασυνάρτητες·ποιος είδε/ τόση παράξενη ομορφιά να φεύγει, / να χάνεται για πάντα από τον κόσμο, / ξένη στη γη, στον ουρανό πιο ξένη; (1)// Στο σπίτι μέσα κάποιος σου μιλά,/ μα εσύ κολλάς το πρόσωπο στο τζάμι·/ ναι, πιο κοντά κι ακόμη πιο κοντά,/ και βλέπεις (δεν θυμάσαι;) να κεντά/ η νύχτα σ΄ έναν ουρανό κατράμι/ τα δίχτυα της με τ΄ άστρα εκεί ψηλά (23). Και το τελευταίο (μονόστιχο και αυτό) της συλλογής: Ετσι ακριβώς: το εργόχειρο του χρόνου (60).

Αφήνοντας για την άλλη Κυριακή κάποιες περιφερειακές εξηγήσεις, προκαταβάλλονται δύο αμφίβολες υποθέσεις: η πρώτη είχε την αφορμή της στη Μαύρη Γαλήνη και επανέρχεται σήμερα ως έμμονη ιδέα, ενισχυμένη από τα ποιήματα του Διονύση Καψάλη. Υποθέτει πως τα ποιήματα μοιράζονται σε δύο διακριτές μεταξύ τους κατηγορίες: στη μία ανήκουν όσα εξαρχής τα ξέρουμε, καθώς δεν επιφυλάσσουν εκπλήξεις, παραμένοντας αυτάρεσκα. Στην άλλη, όσες φορές κι αν ακούσουμε (έστω: διαβάσουμε) ένα ποίημα (ακόμη κι αν είναι δικό μας) έχουμε την αίσθηση πως δεν το ξέρουμε, ίσως δεν θα το μάθουμε ποτέ, εκείνο όμως μας ξέρει καλά. Σ΄ αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα περισσότερα από τα εξήντα ποιήματα της νέας συλλογής του Διονύση Καψάλη, κι ίσως αυτή είναι η σημαντικότερη αρετή τους.

Η δεύτερη υπόθεση, μάλλον μισοκλεμμένη, λέει ότι: τα σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα κατά κάποιον τρόπο μας ειρωνεύονται, γιατί στην πραγματικότητα έχουν δύο « μύθους»: έναν πιο φανερό και συντελεσμένο· κι έναν ασυντέλεστο, κρυμμένο στον βυθό. Στην περίπτωση του Καψάλη ο πρώτος μύθος προδηλώνεται στην επιγραφή Ολα τα δειλινά του κόσμου · ο δεύτερος υπονοείται στην, αμφίσημη συνήθως, έκφραση: είχεόλα τα καλά του κόσμου,και μ΄ όλα ταύτα… Με τους όρους αυτούς, ο πρώτος (ας πούμε: ο ποιητικός) μύθος εγγράφεται μέσα στον υποκείμενο κύκλο του δεύτερου (ας πούμε: καθημερινού) μύθου, ανοίγοντας μια σχισμή που ευνοεί τον διακριτικό διάλογο (ή και αντίλογο) ανάμεσα στους δύο μύθους, ο οποίος επαφίεται στον αναγνώστη, ψιθυρίζοντας τη δική του ευχή: Φώτισε λίγο εδώ, να σε χαρώ,/ κι έλα να πεις το επόμενο τραγούδι. (58)

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.