Κριτική ανέλεγκτη

Κριτική ανέλεγκτη * Υπάρχει μια απροθυμία στη λογοτεχνική κριτική μας να κρίνει τη λογοτεχνική κριτική μας πέρα από τις συνήθεις περί αυτής επικριτικές γενικότητες Ν. ΒΑΓΕΝΑΣ Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου («Λογοτεχνικές σπουδές life-style», 12 Αυγούστου), μιλώντας για την υποχώρηση του κριτικού πνεύματος στην εποχή μας, ανέφερα επιφανή παραδείγματα κριτικής ασυναρτησίας από το πεδίο των λογοτεχνικών

Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου («Λογοτεχνικές σπουδές life-style», 12 Αυγούστου), μιλώντας για την υποχώρηση του κριτικού πνεύματος στην εποχή μας, ανέφερα επιφανή παραδείγματα κριτικής ασυναρτησίας από το πεδίο των λογοτεχνικών σπουδών. Ελεγα ότι εξαιτίας του άκρατου σχετικισμού των τελευταίων δεκαετιών η υποχώρηση αυτή όχι μόνο είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι σε κάθε άλλη εποχή αλλά και επικροτείται ενθουσιωδώς από τους θιασώτες της μεταμοντέρνας «ανάγνωσης» του κόσμου. Σήμερα θα μιλήσω για την εμφάνιση αυτού του φαινομένου και στον δικό μας χώρο. Αφήνοντας κατά μέρος γενικευτικές φαιδρότητες ή φιλοσοφικές αφέλειες του τύπου «Εννοιες όπως αλήθεια, πραγματικότητα, γεγονός, τεκμήριο δεν μπορούμε να τις παίρνουμε τοις μετρητοίς: είναι πολιτισμικά κατασκευάσματα» ή «Δίκιο έχει όποιος επιβάλλει το δικό του δίκιο», που ανήκουν σε εκείνο το είδος της αυτάρεσκης θεωρητικολογίας με το οποίο η συζήτηση είναι περιττή, θα περιοριστούμε στην επισήμανση ορισμένων συγκεκριμένων στοιχείων που συνθέτουν ένα φαινόμενο· το φαινόμενο της κριτικής ανακολουθίας ανθρώπων με βαρύνοντα λόγο στην κριτική μας πραγματικότητα. Θα αναφέρω παραδείγματα αυτής της ανακολουθίας, η ασχολίαστη – ή και επαινετική – υποδοχή της οποίας μαρτυρεί το μέγεθος της κριτικής μας μακαριότητας. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι τα τρία πρώτα παραδείγματά μου – από τα πολλά που αποδεικνύουν την έκταση του φαινομένου – είναι από το πεδίο της πανεπιστημιακής κριτικής, το οποίο, με το υποτιθέμενο κύρος του, φαίνεται να απαλλάσσει τους θεράποντές του από τον κίνδυνο της κριτικής ασυδοσίας.


Το πρώτο παράδειγμα είναι ο χαρακτηρισμός του διάσημου βιβλίου του Χάντινγκτον για τη σύγκρουση των πολιτισμών ως βιβλίου φάρου και «οδοδείκτη στον χώρο της πολιτικής» για τον νέο αιώνα. Το εγκώμιο διατυπώθηκε από νεοελληνιστή με αφορμή το ερώτημα (2002) πρωινής εφημερίδας «Ποια βιβλία ανοίγουν τις πρώτες μεγάλες συζητήσεις του 21ου αιώνα;». Το γεγονός δεν θα έπρεπε να μας απασχολούσε, αν πέντε χρόνια πριν ο ίδιος σε άλλα συμφραζόμενα (στο πλαίσιο της γνωστής κριτικής διαμάχης για την «Υπόθεση Σόκαλ») δεν υπογράμμιζε ακριβώς το αντίθετο· αν δεν μυκτήριζε το βιβλίο του Χάντινγκτον ως βιβλίο «σκανδαλοθηρικό», ως ένα διανοητικό «πυροτέχνημα», παρόμοιο με εκείνα τα βιβλία-«πυροτεχνήματα» (με το Τέλος της ιστορίας του Φουκουγιάμα και το Διανοητικές αγυρτείες των Σόκαλ και Μπρικμόν) που εκφράζουν την «πολιτισμική αλαζονεία» των ΗΠΑ.


Το δεύτερο παράδειγμά μου είναι της ίδιας φύσεως: αναφέρεται στο ευπροσάρμοστο της ιδέας ετέρου νεοελληνιστή ως προς τη θέση του Δημαρά στη γενιά του ’30. Ο οποίος ενώ το 2001 σε μια συνέντευξη δήλωνε εμφατικά «Ας μου επιτραπεί να τονίσω τον κεντρικό ρόλο που έπαιξε ο Δημαράς μέσα στη γενιά του ’30», το 2006, στο πλαίσιο ενός δημόσιου διαλόγου με άλλες προτεραιότητες, τόνιζε με ανάλογη έμφαση κάτι το εντελώς διαφορετικό· ότι ο Δημαράς είναι έξω από το «κλίμα» και «από τα πράγματα» αυτής της γενιάς.


Το τρίτο παράδειγμα, χρονικά ακαριαίο, δεν είναι, για όσους έχουν τις επί του θέματος γνώσεις, λιγότερο κραυγαλέο. Είναι οι παρατηρήσεις ενός άλλου κριτικού, ο οποίος από τη μια προσδιορίζει τη «Γραφή [ως] ένα περιπλανώμενο σημαίνον που δεν συναντάται ποτέ με το σημαινόμενό του», και από την άλλη, στο ίδιο χωρίο, χαρακτηρίζει υψηλό (με τη «λογγίνεια» έννοια του όρου) το λογοτεχνικό έργο του Χειμωνά, επειδή το έργο αυτό αποτυπώνει τη μεγάλη ψυχή του συγγραφέα του. «Η αθανασία της λαμπρής φήμης του Γιώργου Χειμωνά», γράφει, «είναι εξασφαλισμένη. Γιατί το «ύψος», λέει ο Λογγίνος, είναι η ηχώ μιας μεγάλης ψυχής». Εχουμε εδώ έναν θιασώτη της Αποδόμησης («ένα περιπλανώμενο σημαίνον που δεν συναντάται ποτέ με το σημαινόμενό του»), που εξυμνεί εκείνο ακριβώς που αμφισβητεί η Αποδόμηση (ότι το λογοτεχνικό κείμενο εκφράζει την ψυχή του συγγραφέα του): αντίφαση, και μάλιστα θεμελιώδης, που δεν εμποδίζει άλλον (κατώτερης βαθμίδας) πανεπιστημιακό να εκθειάζει τις «καίριες και στέρεες θεωρητικές παρεμβάσεις» του ανωτέρου του.


Ελλειψη μνήμης ή λαθραία αλλαγή άποψης; Αναφομοίωτη γνώση ή κριτικός οπορτουνισμός; Οπως και να έχει το πράγμα, φαινόμενο εξίσου σοβαρό με αυτή την κριτική ασυναρτησία είναι το γεγονός ότι οι εκφράσεις της θάλλουν ανέλεγκτες (αφού, με σπάνιες εξαιρέσεις, μένουν στο απυρόβλητο) και ότι το κύρος των φορέων τους διατηρείται αλώβητο, αν δεν αυξάνεται κιόλας. Υπάρχει μια απροθυμία στη λογοτεχνική κριτική μας να κρίνει τη λογοτεχνική κριτική μας πέρα από τις συνήθεις περί αυτής επικριτικές γενικότητες, μια ανοχή που κάθε άλλο παρά ωφέλιμη είναι για την υγεία του κριτικού οργανισμού μας.


Φίλοι που διαβάζουν τις επιφυλλίδες μου με ψέγουν ως οδοιπόρο αυτής της απροθυμίας, αφού, όπως λένε, δεν ονομάζω τους κριτικούς που οι διατυπώσεις τους συνθέτουν τα φαινόμενα που περιγράφω. Η απάντησή μου είναι ότι η κριτική μου δεν είναι προς πρόσωπα αλλά προς φαινόμενα, και ότι δεν είναι λίγες οι φορές που αναφέρω και ονόματα, όταν το κρίνω απαραίτητο. Γι’ αυτό και στην επόμενη επιφυλλίδα μου, με την οποία θα συνεχίσω παραστατικότερα την περιγραφή του φαινομένου, και στην οποία τα παραδείγματά μου θα είναι όλα από τα κείμενα ενός και μόνου ανθρώπου (κείμενα που από μόνα τους αποτελούν ένα φαινόμενο), θα γίνω πιο συγκεκριμένος.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.