Επίκαιροι προβληματισμοί σε εορταστικά συμφραζόμενα

Επίκαιροι προβληματισμοί σε εορταστικά συμφραζόμενα * Μόλις στα ρωμαϊκά χρόνια και κάτω από την επίδραση της ίδιας της Ρώμης άρχισε ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς Μ. Α. ΤΙΒΕΡΙΟΣ Για το περιεχόμενο της σημερινής επιφυλλίδας αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα σε δύο θέματα. Με αφορμή το «προσχέδιο πρότασης για αλλαγές του θεσμικού πλαισίου ως προς τη δομή και λειτουργία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων», που

Για το περιεχόμενο της σημερινής επιφυλλίδας αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα σε δύο θέματα. Με αφορμή το «προσχέδιο πρότασης για αλλαγές του θεσμικού πλαισίου ως προς τη δομή και λειτουργία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων», που κατατέθηκε στα πανεπιστημιακά τμήματα για συζήτηση, σκεφτόμουν να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις και παρατηρήσεις. Είχα όμως κατά νουν να ασχοληθώ και με την ελληνική Αρχαιολογική Σχολή στη Ρώμη, την ίδρυση της οποίας, πριν από έναν περίπου χρόνο και με κάθε επισημότητα, είχε αναγγείλει η πολιτεία. Μου είχε όμως διαφύγει ότι η επιφυλλίδα αυτή θα δημοσιευόταν παραμονές Χριστουγέννων και το περιεχόμενό της, που σίγουρα θα ήταν… ενοχλητικό, θα αποτελούσε παραφωνία στο εορταστικό κλίμα των ημερών. Πώς να περιορισθεί κανείς στα θετικά μόνο των προτεινόμενων αλλαγών για την ανώτατη παιδεία όταν οι συντάκτες του προσχεδίου φαίνεται να μη γνωρίζουν ότι το θεσμικό πλαίσιο δεν μπορεί να υπεισέρχεται σε θέματα που άπτονται του εσωτερικού κανονισμού των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όπως ακόμη και των προγραμμάτων σπουδών τους; Πώς να μη λεχθεί με πικρία και απογοήτευση ότι, αν και έχει περάσει ένας σχεδόν ολόκληρος χρόνος, δεν έχει γίνει τίποτε προς την κατεύθυνση υλοποίησης της εξαγγελίας της ίδρυσης της Αρχαιολογικής Σχολής στην Αιώνια Πόλη και όλα δείχνουν ότι το ζήτημα αυτό πηγαίνει στις (ελληνικές) καλένδες; Λόγω λοιπόν εορτών αφήνω κατά μέρος τέτοιου είδους προβληματικά ζητήματα και στρέφομαι σε ανέμελα θέματα που συμβαίνει να συνάδουν και με το πνεύμα των ημερών. Συγκεκριμένα, μια και σε λίγες ημέρες εορτάζουμε την αλλαγή του χρόνου, θα αναφερθώ στο ημερολογιακό έτος κατά την αρχαιότητα.


Πρέπει κατ’ αρχάς να λεχθεί ότι οι αρχαίοι Ελληνες δεν φαίνεται να εόρταζαν την Πρωτοχρονιά. Γι’ αυτούς μεγαλύτερη σημασία είχε η αρχή κάθε μήνα. Στην Αθήνα, ωστόσο, μια επιγραφική μαρτυρία μάς πληροφορεί για μια θρησκευτική τελετή που γινόταν στην αρχή του νέου έτους ή, σωστότερα, την τελευταία ημέρα του απερχομένου, αφορούσε όμως περιορισμένο αριθμό ατόμων. Επρόκειτο για μια θυσία των απερχόμενων αξιωματούχων στον Δία Σωτήρα και την Αθηνά Σωτείρα και απέβλεπε στην εξασφάλιση της εύνοιας των θεών αυτών για τη νέα χρονιά.


Μόλις στα ρωμαϊκά χρόνια και κάτω από την επίδραση της ίδιας της Ρώμης άρχισε ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς, ο οποίος επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επομένως και στον ελληνικό χώρο. Ηταν ο Ιούλιος Καίσαρας που το 46 π.Χ. καθιέρωσε την 1η Ιανουαρίου ως αρχή του έτους, κάτι που έκτοτε γνώρισε ευρεία διάδοση στη Δύση με λιγοστές και περιορισμένες τοπικά και χρονικά εξαιρέσεις, όπως π.χ. στην εποχή του Καρόλου του Μεγάλου. (Ο τελευταίος επειδή συνέβη να ανεβεί στον θρόνο τα Χριστούγεννα του 800 μ.Χ. όρισε για την επικράτειά του ως αρχή του χρόνου τις 25 Δεκεμβρίου.) Στον Ιούλιο Καίσαρα και στις γνώσεις τού περίφημου αστρονόμου από την Αλεξάνδρεια Σωσιγένη, τη συνδρομή του οποίου είχε ζητήσει, οφείλουμε και την προσαρμογή του έτους στη διάρκεια της περιστροφής της Γης γύρω από τον Ηλιο. Η σειρά των μηνών που ισχύουν σήμερα, η διάρκεια και οι ονομασίες τους οφείλονται εν πολλοίς στη διορατικότητα του ρωμαίου στρατηλάτη και πολιτικού.


Στην αρχαία Ελλάδα το έτος το αποτελούσαν δώδεκα σεληνιακοί μήνες, οι οποίοι είχαν συνήθως 29 και 30 ημέρες εναλλάξ (πρόκειται για τους «κοίλους» και «πλήρεις» μήνες, αντίστοιχα, των Αρχαίων). Τα όρια κάθε μήνα τα σηματοδοτούσε η εμφάνιση δύο νέων φεγγαριών, επομένως η διάρκειά του ήταν περίπου 29 ½ ημέρες. Ωστόσο η καθιέρωση ενός έτους 354 ημερών δημιουργούσε πρόβλημα και, αν δεν λαμβάνονταν μέτρα, συνεχώς θα διογκωνόταν, αφού ένα ηλιακό έτος έχει 365 ημέρες. Για να εκμηδενίσουν τη διαφορά αυτή πρόσθεταν κατά διαστήματα, συνήθως ανά διετία, έναν εμβόλιμο μήνα διάρκειας περίπου 22-23 ημερών. Πότε οι Ελληνες άρχισαν να χρησιμοποιούν ένα έτος χωρισμένο σε δώδεκα μήνες, δεν είναι γνωστό. Πιθανόν αυτό να έγινε το αργότερο στον 8ο αι. π.Χ., αφού μνεία της ύπαρξής του εντοπίζεται στον Ησίοδο, αν και ορισμένοι αμφισβητούν την αξία της μαρτυρίας αυτής.


Πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι η σχέση ανάμεσα στο ημερολογιακό έτος και στις γιορτές ήταν για τους Ελληνες στενή, όπως αποδεικνύεται από το ότι τα ονόματα των περισσοτέρων μηνών τους προέρχονταν από ονομασίες γιορτών που τελούνταν κατά τους μήνες αυτούς. Οι γιορτές αυτές σπάνια σχετίζονται με επεισόδια από τη ζωή των ίδιων των θεών και συνήθως έχουν να κάνουν με τις αγροτικές ασχολίες που ελάμβαναν χώρα κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα και με τις οποίες ο άνθρωπος εξασφάλιζε τη σοδειά του συνεπώς και την ύπαρξη και διαιώνισή του. Το ότι σε αρκετά μέρη του αρχαίου ελληνικού κόσμου τα ονόματα των μηνών δεν σχετίζονται με τις γιορτές των σημαντικότερων θεών τους αλλά συνήθως με αυτές του Απόλλωνα σημαίνει ότι στην καθιέρωσή τους πρέπει να έχει συμβάλει αποφασιστικά ένα ιερό του θεού αυτού με πανελλήνια αποδοχή, όπως αποδεδειγμένα ήταν αυτό στους Δελφούς.


Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.