Η ζωγραφική της αρχαιολογίας

Η ζωγραφική της αρχαιολογίας Η Βασιλική Σταματοπούλου αναφέρεται στη σχεδιαστική αποτύπωση αρχαιολογικών αντικειμένων η οποία βοήθησε ουσιαστικά στη διάσωση της αρχικής μορφής των ευρημάτων ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ Η σχεδιαστική αποτύπωση των αρχαιολογικών ευρημάτων είναι μια τέχνη άγνωστη στο ευρύ κοινό. Στην υπηρεσία συνήθως της τεκμηρίωσης των πορισμάτων του αρχαιολόγου,


Η σχεδιαστική αποτύπωση των αρχαιολογικών ευρημάτων είναι μια τέχνη άγνωστη στο ευρύ κοινό. Στην υπηρεσία συνήθως της τεκμηρίωσης των πορισμάτων του αρχαιολόγου, οι ανάγκες αυτής της επιστήμης την περιορίζουν άλλοτε σε απλά σκαριφήματα που απεικονίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά του αντικειμένου (π.χ. περίγραμμα, προφίλ, τομές) ενώ άλλοτε, σε περιπτώσεις κινδύνου απώλειας του ευρήματος, αποσκοπεί στη σωτηρία της αρχικής μορφής του μέσα από λεπτομερή σχέδια. Πολλά είναι τα ευρήματα που, ενώ είναι σήμερα ουσιαστικά χαμένα, σώζονται σχεδιαστικά. Από τον φυτικό γραπτό διάκοσμο π.χ. του μεγαλοπρεπούς τάφου που αποκάλυψε ο αείμνηστος καθ. Κ. Ρωμαίος στη Βεργίνα, λιγοστά αχνότατα απομεινάρια βλέπουμε σήμερα στις πολύχρωμες επιφάνειες που αντίκρισε ο Ρωμαίος μπαίνοντας στον τάφο το 1938. Οι επιστήμονες όμως και η ανθρωπότητα δεν θα στερηθούν αυτό το έργο, καθώς τα έγχρωμα ακριβή σχέδια του ζωγράφου Χρ. Λεφάκη εξασφάλισαν τη διατήρησή του.


Η τέχνη της σχεδίασης των αρχαιολογικών αντικειμένων γεννήθηκε μαζί με την επιστήμη της αρχαιολογίας. Αρχικά μάλιστα ήταν απολύτως επιβεβλημένη και λόγω της έλλειψης του άλλου σπουδαίου επιστημονικού εργαλείου, της φωτογραφίας. Αλλοι υπηρέτησαν την τέχνη αυτή ως τεχνίτες και άλλοι επιδιώκοντας τη βαθιά κατανόηση του αντικειμένου έδωσαν σημαντικά καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Σπουδαίοι ζωγράφοι αρχαιολογικών ευρημάτων ήταν, μεταξύ άλλων, ο Gillieron, που αποκατέστησε τις τοιχογραφίες της Κνωσού, ο Λεφάκης, που εργάστηκε στη Μακεδονία, ο Κοντόπουλος στο Εθνικό Μουσείο, ενώ από τους νεότερους ξεχώρισε ο Γ. Μιλτσακάκης που εργάστηκε στη Βεργίνα.


Αν και αρχαιολόγος, μαθητής του Δεσποίνη και του Ανδρόνικου, δεν έκρυβε ότι προτιμούσε την τέχνη από την επιστήμη. Οταν αποκαλύφθηκε ο ασύλητος τάφος, που είναι εσφαλμένα γνωστός ως «Τάφος του Φιλίππου», αλλά και ο κιβωτιόσχημος τάφος με την τοιχογραφία της αρπαγής της Περσεφόνης, η ευπάθεια των τοιχογραφιών αλλά και η επιστημονική τεκμηρίωση των υπόλοιπων κτερισμάτων καθιστούσε επιτακτική τη σχεδιαστική αποτύπωσή τους. Ο Ανδρόνικος αναθέτει το έργο αυτό στον Γ. Μιλτσακάκη και έκτοτε αρχίζει η ταύτιση του ονόματός του με τη σχεδιαστική αποκατάσταση των τοιχογραφιών της Βεργίνας, των σημαντικότερων ίσως έργων ζωγραφικής που σώθηκαν από την αρχαιότητα.


Ο αείμνηστος καθηγητής τον άφησε ελεύθερο να αποφασίσει για τον τρόπο που θα εκτελούσε το δύσκολο έργο. Ο Μιλτσακάκης επέλεξε ο ίδιος την τεχνική, τη μέθοδο, τους φωτισμούς και ιχνηλατώντας τα υπολείμματα του χρώματος στη σοβαρά φθαρμένη επιφάνεια πέτυχε να συμπληρώσει ολόκληρη τη μήκους 5,56 μ. και ύψους 1,16 μ. ζωγραφική παράσταση, με τόση επιτυχία ώστε γενικά δεν έχει αμφισβητηθεί από τους ειδικούς ως τώρα. Εφιπποι και πεζοί κυνηγοί, σκυλιά, πληγωμένα θηράματα και ένα υπερκόσμιο τοπίο ζωντάνεψαν στο σχέδιό του, που δημοσιεύθηκε το 1987 και από τότε δεν λείπει από κανένα βιβλίο που αφορά την αρχαία ελληνική ζωγραφική.


Η σχεδίαση της τοιχογραφίας της αρπαγής της Περσεφόνης εκτελέστηκε με πιστότητα στην απόδοση και της αμυδρότερης διακύμανσης των χρωματικών τόνων.


Πέρα από τις τοιχογραφίες, τα σχέδια των κτερισμάτων του τάφου ­ από τα περίφημα χρυσά κιβώτια ως τα λαμπρά όπλα και τα μικροσκοπικά ελεφαντοστέινα γλυπτά ­ αποτέλεσαν την αποκλειστική ασχολία του Μιλτσακάκη επί σειράν ετών. Η τεχνική δεν αποτελεί περιορισμό γι’ αυτόν. Επιλέγει αυτήν που θα αποδώσει όχι μόνο τη μορφή και το σχήμα του αντικειμένου, αλλά και την υφή του υλικού του και την αίσθηση που προκαλεί το αντικείμενο στον θεατή του. Σε κάποιες περιπτώσεις συνδυάζει διάφορες τεχνικές στο ίδιο σχέδιο, αλλά κυρίως είναι ασύγκριτος χειριστής του μολυβιού. Η απόδοση της υφής της ύλης των αντικειμένων είναι αυτό ακριβώς που χαρακτηρίζει τα σχέδιά του. Τα χρυσά και αργυρά ευρήματα σχεδιασμένα με το μολύβι του Μιλτσακάκη λάμπουν αντανακλώντας το φως στις λείες επιφάνειές τους. Στα σχέδια των σιδερένιων είναι αισθητή η τραχύτητα των οξειδωμένων και διογκωμένων επιφανειών τους και σ’ αυτά των ελεφαντοστέινων αισθανόμαστε τη μοναδική υφή του ωραίου υλικού. Η απεικόνιση των φθορών δεν παραλείπεται, αλλά με την επιδέξια διαχείριση του φωτός και της σκιάς ο ζωγράφος καταφέρνει να αποδίδει την υπάρχουσα κατάσταση χωρίς να θίγει σημαντικά τη μορφή που είχε δώσει στο αντικείμενο ο αρχαίος δημιουργός του.


Στα σχέδια των αντικειμένων που κοσμούνται με ποικίλα υλικά, όπως η περίφημη ασπίδα, με τη χρήση αναρίθμητων χρωματικών τόνων αποδίδονται τα υλικά και οι όγκοι. Ετσι ο διακοσμητικός φόρτος της ασπίδας, με χρυσό, άργυρο, ελεφαντοστό, γυαλί και επιχρυσωμένο stucco, μοιάζει ανάλαφρος και το πλήθος των υλικών δεν μας ξενίζει. Οι μαίανδροι, τα ανθέμια και το ελεφαντοστέινο σύμπλεγμα που προβάλλει ανάγλυφο στο κέντρο απεικονίζονται με τις σοβαρές φθορές των αιώνων τους, όπως είναι επιστημονικά επιβεβλημένο, αλλά και με όλη την αρχική λάμψη τους, που ενέπνεε δέος σε όποιον βρισκόταν στη μάχη αντιμέτωπος μ’ αυτό το ισχυρό όπλο.


Τα σχέδια του Μιλτσακάκη, που δημιουργήθηκαν για να υπηρετήσουν τη μελέτη των απεικονιζόμενων αρχαιοτήτων, την υπηρέτησαν με τόση συνέπεια ώστε ξεπέρασαν τον συγκεκριμένο αρχικό προορισμό τους και αποτελούν αξιόλογες πρωτότυπες καλλιτεχνικές δημιουργίες.


Η κυρία Βασιλική Γ. Σταματοπούλου είναι αρχαιολόγος, επιστημονική συνεργάτις της Πανεπιστημιακής Ανασκαφής Βεργίνας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.