Η «Ιστορία» του Στρατή Δούκα

Η «Ιστορία» του Στρατή Δούκα Η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», το αφήγημα που καθιέρωσε αμέσως τον συγγραφέα του ως λογοτέχνη, γράφει ο Δ. Τζιόβας, είναι μία από τις συντομότερες και πιο δραστικές διηγήσεις της περιπέτειας όσων δεν μπόρεσαν να διαφύγουν έγκαιρα από τη μικρασιατική ακτή το 1922 Δ. ΤΖΙΟΒΑΣ Συμπληρώνονται φέτος 70 χρόνια από την πρώτη έκδοση (1929) της Ιστορίας


Συμπληρώνονται φέτος 70 χρόνια από την πρώτη έκδοση (1929) της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου * του Στρατή Δούκα. Ενός κειμένου που θεωρήθηκε κλασικό παράδειγμα λαϊκότροπου προφορικού λόγου και λειτούργησε ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη αφενός και στις προφορικές αφηγήσεις-μαρτυρίες αφετέρου που εμφανίστηκαν κυρίως από τη δεκαετία του 1960 και μετέπειτα (Βαλτινός, Μίσσιος, Δημητρίου κ.ά.). Αν και η Ιστορία ενός αιχμαλώτου αναγορεύτηκε από τους κριτικούς σε μνημείο προφορικότητας και θεωρήθηκε ότι φέρει τα ίχνη μιας μακραίωνης παράδοσης που ανάγεται στην Κύρου Ανάβαση, στην αρχαία τραγωδία, στα μαρτυρολόγια και στα παραμύθια, δεν αποτέλεσε αντικείμενο διεξοδικής μελέτης. Επιβλήθηκε στην κριτική και αναγνωστική συνείδηση χωρίς να συσσωρεύσει όγκο κριτικού ή ακαδημαϊκού λόγου, καθιερώνοντας συνάμα και τον Στρατή Δούκα ως λογοτέχνη, αφού τα άλλα κείμενά του (κυρίως λυρικά και ταξιδιωτικά) δεν θα ήταν σε θέση να του εξασφαλίσουν ανάλογη περιωπή.


Η αφήγηση του Κοζάκογλου


Η Ιστορία του Δούκα είναι μια από τις συντομότερες και πιο δραστικές αφηγήσεις της περιπέτειας όσων δεν μπόρεσαν να διαφύγουν έγκαιρα από τη μικρασιατική ακτή το 1922. Η αφήγηση είναι εστιασμένη σχεδόν αποκλειστικά στον αγώνα για επιβίωση του αιχμάλωτου Νικόλα Κοζάκογλου (Καζάκογλου στην πρώτη έκδοση), χωρίς ιδιαίτερες αναφορές στα ιστορικά γεγονότα, αφήνοντας έτσι την εντύπωση ότι η υπόθεση στερείται ιστορικότητας και ότι αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό, μια λεπτομέρεια σε ένα ευρύτερο δραματικό σκηνικό που αποσιωπάται. Μοιάζει δηλαδή με επεισόδιο ενός μεγάλου έπους όπου η διάκριση ανάμεσα στο συμβάν και στη μυθοπλασία, στον μύθο και στην ιστορία συμφύρονται, διευκολύνοντας έτσι την αντίθεση ανάμεσα στην πρωτόγονη αθωότητα και στην πολιτισμική παρέμβαση, στην ανθρώπινη αλληλεγγύη και στην εθνική ταυτότητα. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με μια προσωπική ιστορία επιβίωσης, παρά με ένα συλλογικό ιστορικό δράμα και τούτο βοηθάει να αναδειχθεί η μοναδικότητα της αφηγηματικής φωνής.


Μέσα από την αφήγηση του πρωταγωνιστή Κοζάκογλου, ο Δούκας διαγράφει με τρόπο αρκετά επίκαιρο σήμερα τη μετάβαση από την εθνοτική συνύπαρξη στην εθνικιστική αδιαλλαξία και από την προφορική διήγηση στον έντεχνο λόγο. Εκθέτοντας συνταρακτικά γεγονότα με απατηλή εκφραστική απλότητα χωρίς περιγραφές ή κοσμητικά επίθετα η Ιστορία ενός αιχμαλώτου βασίζεται στην αφοπλιστική αμεσότητά της. Εν τούτοις δεν είναι τόσο αδιαμεσολάβητη όσο ίσως αρχικά καλλιεργείται αυτή η εντύπωση και τούτο ενδεχομένως την καθιστά το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μιας έντεχνης αφηγηματικής κατασκευής που προβλήθηκε ως πρότυπο ανεπιτήδευτου λαϊκού λόγου.


Ο Δούκας αναλαμβάνει τον ρόλο του απλού καταγραφέα αλλά κανείς διαισθάνεται τη συνειδητή του προσπάθεια να μετατρέψει τη διήγηση σε μυθοπλασία. Ο συγγραφέας προσποιείται τον φωνογράφο όπως ο ήρωάς του προσποιείται τον μωαμεθανό για να αποφύγει τον θάνατο. Η Ιστορία δεν είναι πιστή μεταγραφή της διήγησης του Κοζάκογλου αλλά μια επεξεργασμένη εκδοχή της από τον συγγραφέα, ο οποίος εξελληνίζει και καθαρίζει τον προφορικό λόγο του τουρκόφωνου πρωταγωνιστή, βαθύτατα επηρεασμένου από το τουρκικό λεξιλόγιο και τη σύνταξη. Εναλλάσσοντας προσωπεία και ταυτότητες η αφήγηση αναμειγνύει την οδύσσεια της αιχμαλωσίας με τη μυθοπλαστική ψευδαίσθηση, καθώς ο αφηγητής υποδύεται τον αλλόθρησκο για να γλιτώσει, ενώ ο συγγραφέας υιοθετεί το αφηγηματικό του προσωπείο για να προσδώσει στο κείμενό του μια πλαστή αυθεντικότητα. Θέμα και διήγηση, συγγραφέας και αφηγητής συμπράττουν καθώς ο πρώτος αντιγράφει την τακτική επιβίωσης του δεύτερου ως αφηγηματικό τέχνασμα. Οσο η Ιστορία ενός αιχμαλώτου δίνει την εντύπωση ότι απεκδύεται τα καλλιτεχνικά της στολίδια και αφήνει τα «ωμά» γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους άλλο τόσο σκηνοθετείται ναρκισσιστικά μέσα από ταυτότητες και προσωπεία. Πρόκειται δηλαδή για μια διπλοπρόσωπη αφήγηση που αφενός συστήνεται ως αυθεντικό ντοκουμέντο και αφετέρου μας αφήνει επιδεικτικά να εννοήσουμε την κατασκευή της, όταν, για παράδειγμα, ο φίλος του πρωταγωνιστή διασώζεται στην πραγματικότητα αλλά στο κείμενο συλλαμβάνεται και θανατώνεται, γιατί «έτσι τόθελε η ιστορία» καθώς παραδέχεται ο ίδιος ο Δούκας.


Λογοτεχνία και αλήθεια


Οπως και άλλες προφορικές αφηγήσεις αυτής της κατηγορίας, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου προβάλλει το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην αλήθεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν επιζητείται απλώς η συναισθηματική μέθεξη των αναγνωστών, αλλά μέσα από τον «αυθόρμητο» λόγο τους προβάλλονται αξιώσεις όχι αληθοφάνειας αλλά αυθεντικότητας. Επιδιώκοντας να εγκαθιδρύσουν άρρηκτους δεσμούς ανάμεσα στις αψιμυθίωτες λέξεις, στην ωμή εμπειρία και στη γυμνή αλήθεια, οι αφηγήσεις αυτού του είδους αντιμάχονται τη θεώρηση της λογοτεχνίας που βασίζεται στις έννοιες της κειμενικότητας, της ευρηματικότητας και της υφολογικής επινόησης. Το παράδοξο στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι ενώ οι συγγραφείς τους προϋποθέτουν την αντίληψη της λογοτεχνίας που παρασιωπά τη διαμεσολάβηση της γλώσσας για την απόδοση της εμπειρίας, οι ίδιοι εκτιμούνται ακριβώς για τη γλωσσική τους ιδιαιτερότητα και την αφηγηματική τους μαεστρία, παρά για τις ιστορίες αυτές καθεαυτές. Ο ίδιος ο Δούκας στο επίμετρο της Ιστορίας του προβάλλει τη γλωσσική επεξεργασία και τη διαμεσολαβητική λειτουργία όταν περιγράφει πώς κράτησε σημειώσεις από την προφορική κατάθεση του Κοζάκογλου και μετά υπαγόρευσε προφορικά την ιστορία στον εξάδελφό του. Πόσο λοιπόν αβίαστο και αυθεντικό είναι ένα τέτοιο κείμενο;


Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου είναι τελικά μια ιστορία μεταμορφώσεων. Δεν είναι μόνο η εναλλαγή προσωπείων και ταυτοτήτων αλλά και οι κειμενικές αλλαγές που μεταμόρφωσαν ιδεολογικά το κείμενο ιδιαίτερα με την τρίτη έκδοση του 1958. Σε αυτή την έκδοση το πατριωτικό φρόνημα των αιχμαλώτων ενισχύεται, ενώ οι αναφορές στον εγωισμό ή στην απόγνωσή τους, που εκδηλώνεται με τις ζητωκραυγές υπέρ του Κεμάλ Ατατούρκ, αμβλύνονται ή αφαιρούνται. Επίσης η αφιέρωση της πρώτης και δεύτερης έκδοσης («Αφιερώνεται στα κοινά μαρτύρια του ελληνικού και τουρκικού λαού») διευρύνεται στην τρίτη ως εξής: «Αφιερώνεται στα κοινά μαρτύρια των λαών». Η αλλαγή της αφιέρωσης μπορεί να οφείλεται ενδεχομένως στη δοκιμασία της γερμανικής κατοχής ή στους διωγμούς των Εβραίων ­ όπως έχει υποστηριχθεί ­ πιθανώς όμως να δικαιολογείται και από τις σοσιαλιστικές πεποιθήσεις του συγγραφέα.


Η αναζήτηση της αθωότητας


Αρχικά ο Δούκας δεν παρουσίασε την Ιστορία του τόσο ως ιστορικό ντοκουμέντο αιχμαλωσίας όσο ως «το ωραίο λουλούδι του Λόγου» όπως γράφει στο προοίμιο των πρώτων εκδόσεων. Εκεί παρακινεί τους αναγνώστες του να συλλέξουν παρόμοιες ιστορίες που τις περιγράφει ως «πολύτιμα ψηφιδώματα με τα οποία θα στολίσουμε τον νέο πνευματικό ναό μας». Ο αρχικός του στόχος φαίνεται να είναι κυρίως λαογραφικός και προσδιορίζεται από τα πριμιτιβιστικά ενδιαφέροντα της εποχής του, καθ’ ότι κατά τη δεκαετία του 1920 αναπτύχθηκε έντονο ενδιαφέρον από έλληνες συγγραφείς, ζωγράφους και αρχιτέκτονες (Δούκας, Κόντογλου, Πικιώνης) για τη λαϊκή τέχνη. Η μελέτη του λαϊκού πολιτισμού αντιπροσώπευε γι’ αυτούς έναν δίαυλο επικοινωνίας με τη γνήσια και άσπιλη πεμπτουσία της ανθρώπινης φύσης, ενώ η αφέλεια της λαϊκής τέχνης εθεωρείτο ότι εξέφραζε την αρχέγονη επιθυμία των ανθρώπων για ειρηνική συνύπαρξη και αλληλεγγύη. Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα θα πρέπει να κατανοηθούν οι προσπάθειες του Δούκα και του Κόντογλου να υπερβούν τους κοινωνικούς και εθνικούς φραγμούς για να ανακαλύψουν μέσα από τον λαϊκό λόγο τη χαμένη ανθρώπινη αθωότητα όπως ήταν προτού αλλοιωθεί από τον εθνικισμό, τον μιλιταρισμό και τον εκβιομηχανισμό.


Η απάλειψη του προοιμίου μετά την πέμπτη έκδοση του 1969 σηματοδοτεί και την αλλαγή στην αντιμετώπιση της Ιστορίας. Από λαογραφικό λουλούδι λαϊκού λόγου γίνεται με την τρίτη έκδοση ηθική μαρτυρία του πανανθρώπινου πόνου, όπως δείχνει και η αλλαγή της αφιέρωσης, ενώ τις τελευταίες δύο δεκαετίες καθιερώνεται πια ως εθνικό κειμήλιο. Αποκαλυπτική ως προς τούτο είναι και η εκδοτική σταδιοδρομία της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου, γιατί διαγράφει έμμεσα αυτή τη σταδιακή καθιέρωση. Από το 1929 ως το 1980 το κείμενο του Δούκα έκανε επτά εκδόσεις [1929, 1932, 1958, 1962 (Βουκουρέστι), 1969 (Θεσσαλονίκη), 1977 και 1980 (οι δύο τελευταίες εκδόσεις με σχέδια του Δ. Μυταρά και του Σουηδού Bengi Kristenson)]. Από το 1980 ως σήμερα έχει ανατυπωθεί πάνω από 20 φορές, αριθμός εντυπωσιακός αν σκεφτούμε τις επτά εκδόσεις στο διάστημα των 50 προηγούμενων χρόνων. Πώς εξηγείται αυτή η εκδοτική επιτυχία της Ιστορίας; Οφείλεται άραγε στη γενικότερη εκδοτική έκρηξη η οποία παρατηρείται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και που αναπόφευκτα συμπαρασύρει και παλαιότερα κείμενα· μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι έχει μεγάλη απορρόφηση στην Κύπρο, όπως με πληροφορούν οι εκδότες της· ή όλα αυτά συνοψίζονται στην αργή αλλά πανηγυρική καθιέρωσή της ως εθνικού αφηγήματος;


* Η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» μόλις κυκλοφόρησε στα αγγλικά στη σειρά μεταφράσεων νεοελληνικής λογοτεχνίας που διευθύνει ο υπογράφων και εκδίδει το Κέντρο Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ.


Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.