Η αντίσταση στον κατακτητή σηκώνει αυλαία

Η αντίσταση στον κατακτητή σηκώνει αυλαία Η Σοφία Βέμπο ξεσηκώνει τον κόσμο με τα «τραγούδια της νίκης». Οι πολεμικές επιθεωρήσεις διαδέχονται αστραπιαία η μία την άλλη ενώ ο κόσμος παρά τους συναγερμούς γεμίζει τα θέατρα. Και στα χρόνια της κατοχής ηθοποιοί και κοινό θα μάθουν να συνομιλούν μέσα από έναν κώδικα υπαινιγμών ΔΗΩ ΚΑΓΓΕΛΑΡΗ «Εκ των γνωστών εκτάκτων περιστάσεων


«Εκ των γνωστών εκτάκτων περιστάσεων και γεγονότων τα θέατρα αναγκαστικώς δεν θα παίξουν απόψε. Αι παραστάσεις των θα εξαρτηθούν εκ της εξελίξεως των γεγονότων».


Μετά το ιταμό ultimatum της φασιστικής ιταλικής κυβέρνησης και την προσφυγή στα όπλα, οι θεατρικές σκηνές εναρμονίζονται με το θέατρο πολέμου και «διά να συντονισθούν με την πολεμικήν ατμόσφαιραν και τον ενθουσιασμόν του λαού διά τον εθνικόν αγώνα, μελετούν την αναβίβασιν επικαίρων και πολεμικού περιεχομένου έργων».


Κατ’ αρχάς οι θίασοι φροντίζουν τις αντικαταστάσεις των εφέδρων επιστρατευμένων ηθοποιών τους και του τεχνικού και βοηθητικού προσωπικού, και κατόπιν συνεννοήσεως με την αστυνομία ξεκινούν έπειτα από τετραήμερη αργία «δοκιμαστικώς και για έν μόνον δεκαήμερον». Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ωράριο κυκλοφορίας αρχίζουν με απογευματινές παραστάσεις στις 5 μ.μ. (με κανονικές τιμές) και κυριακάτικες πρωινές (με λαϊκές τιμές), υπό τον όρο ότι θα συμμετάσχουν στις συστάσεις «προς επίτευξιν πλήρους συσκοτίσεως» και ότι όλα τα φώτα τους θα είναι «κεκαλυμμένα ούτως ώστε να μη διακρίνεται ακτίς φωτός».


Ηθοποιοί στο μέτωπο


Ωστόσο το Εθνικό Θέατρο (ή Βασιλικόν Θέατρον όπως μετονομάστηκε κατά τη μεταξική περίοδο) θα αναστείλει για μεγαλύτερο διάστημα τις παραστάσεις του «δεδομένου ότι περί τους τεσσαράκοντα ηθοποιούς του επιστρατεύθηκαν». Τα σχετικά με τις επιστρατεύσεις των καλλιτεχνών στοιχεία προκύπτουν από έρευνα στον ημερήσιο Τύπο της εποχής. Στο αρχείο Ροντήρη φυλάσσονται γράμματα από το μέτωπο και των εξής ηθοποιών και σπουδαστών του Εθνικού Θεάτρου: Ν. Δημητρακόπουλου, Αχ. Μπλαζουδάκη, Μ. Ντουντουνάκη, Ε. Πρωτοπαππά και Κ. και Χρ. Παππά, που είχαν στρατευτεί. Μεταξύ των στρατευμένων ήταν ο διευθυντής Δραματολογίου Αγγελος Τερζάκης, ο γενικός γραμματέας του Αρματος Θέσπιδος Δ. Ρώμας, οι ηθοποιοί Θ. Κωτσόπουλος, Ηλ. Δεστούνης, Μ. Κατράκης, Στ. Βόκοβιτς, Αλ. Δεληγιάννης, Μ. Λυγίζος, Π. Καραβουσάνος, Σ. Γενεράλης, Γκ. Μπινιάρης, Δ. Παπαγιαννόπουλος, περίπου δέκα από το τεχνικό προσωπικό και σπουδαστές της Δραματικής Σχολής.


Από τον θίασο Κοτοπούλη επιστρατεύθηκαν οι ηθοποιοί Π. Ζερβός, Αδ. Λεμός και Λ. Καλλέργης, από τον θίασο Κατερίνας Ανδρεάδη οι Λ. Χριστογιαννόπουλος, Γ. Γιολάσης και Κ. Ντίνος και τρεις τεχνικοί, και από τον θίασο Αργυρόπουλου ο Λ. Κωνσταντάρας. Επίσης ο οπερετικός θίασος Ριτσιάρδη – Μηλιάδη – Πρινέα «εστερήθη των τενόρων του» και τον σκηνογράφο του Μάριο Αγγελόπουλο.


Κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ θιασαρχών και ηθοποιών, οι θίασοι εφεξής θα εργάζονται συνεταιριστικώς. Οι θιασάρχες θα προσφέρουν τα σκηνικά και τα λοιπά υλικά των σκηνών τους χωρίς αξίωση αποσβέσεώς τους. Κάθε ημέρα θα αφαιρούνται από το ποσόν των εισπράξεων τα έξοδα της κάθε παράστασης (ενοίκιο, διαφήμιση κτλ.) και το ποσόν που θα απομένει θα διανέμεται μεταξύ επιχειρηματία, ηθοποιών και λοιπού προσωπικού, λαμβάνοντας ο καθένας από 75 δραχμές. Σε περίπτωση που θα υπάρχει μεγαλύτερο υπόλοιπο, οι ηθοποιοί θα παίρνουν επιπλέον ένα ποσοστό ανάλογο με τον μισθό τους, ενώ το ποσοστό του επιχειρηματία θα ρυθμίζεται με βάση τον μεγαλύτερο μισθό.


Με διαφημιστικές καταχωρήσεις οι θίασοι προβάλλουν τα ασφαλή καταφύγιά τους και κάποιοι διανέμουν στους θεατές έντυπες οδηγίες διά των οποίων τους συνιστούν να μην καταληφθούν από πανικό σε περίπτωση συναγερμού.


Και ο κόσμος παρά τους συναγερμούς πηγαίνει στο θέατρο.


Οι θίασοι αρχίζουν με τα έργα που ήδη έπαιζαν ή είχαν προαναγγείλει. Πάραυτα ο ημικρατικός θίασος Κοτοπούλη αναγγέλλει τα Πολεμικά Παναθήναια του 1912-13, με επαναλήψεις των πάλαι ποτέ περίφημων σκηνών (Μενηδιάτισσα, Εις τα σύνορα παιδιά, Ιγώ είμ’ ιγώ ηυζουνάκι γοργό) και νέα επίκαιρα νούμερα.


Χωρίς μπαλέτα και ντιζέζ αλλά με ενίσχυση από μουσικούς και χορευτές της Λυρικής Σκηνής, η Μαρίκα επικεφαλής όλου του θιάσου τραγουδάει με την τεράστια φωτογραφία του Ι. Μεταξά στο βάθος: «Με τέτοιον αρχηγό θα πάμε και στην Πόλη».


Πολεμικές επιθεωρήσεις


Οι πρεμιέρες των πολεμικών επιθεωρήσεων διαδέχονται αστραπιαία η μία την άλλη. Χαρακτηριστικοί οι τίτλοι τους: Πολεμική σπίθα, Μπράβο Κολονέλλο, Φινίτο Μουσολίνι, Μολών λαβέ, Αέρα Ντούτσε, Αέρα παιδιά…


Στο επιθεωρησιακό είδος ενδίδουν και οι άλλοι τρεις εμπορικοί θίασοι πρόζας: Μετά το Μπράβο Κολονέλλο, ο θίασος του Μουσούρη ανεβάζει το Finita la musica, αμφότερα των Ευαγγελίδη – Σακελλάριου, μια επιθεώρηση που στο είδος της είναι «ένα κομψοτέχνημα», σύμφωνα με τον Αλκη Θρύλο (Το Ελληνικό Θέατρο, 1941-1944, εκδόσεις Ακαδημίας Αθηνών – Ιδρυμα Κ. και Ελ. Ουράνη, Αθήνα, 1978, σελ. 15). Ο Αργυρόπουλος ανεβάζει τον Ζαχαρία τον πατριώτη και η Κατερίνα τις Πολεμικές καντρίλιες. Το κοινό παραληρεί και ζητωκραυγάζει στις πολεμικές σκηνές, χειροκροτεί με ενθουσιασμό τα νούμερα που σατιρίζουν τον ιταλό δικτάτορα. Τραγουδώντας τους σατιρικούς στίχους που είχαν γραφεί πάνω σε γνωστά μουσικά μοτίβα η Σοφία Βέμπο μετονομάζεται σε Τραγουδίστρια της Νίκης. Σε άμεση ανταπόκριση από το μέτωπο ανανεώνονται τα νούμερα: τα τετράστιχα για την κατάληψη της Κορυτσάς ξεσηκώνουν τις θεατρικές αίθουσες στις 22 Νοεμβρίου.


Στα νοσοκομεία ηθοποιοί, τραγουδιστές και κουκλοπαίχτες με απαγγελίες, επιθεωρησιακά νούμερα, τραγούδια και σκετς ή τον Πολεμικό Φασουλή προσφέρονται να διασκεδάσουν τους ηρωικούς τραυματίες του πολέμου.


Μετά τις πολεμικές επιθεωρήσεις η Κοτοπούλη εισάγει τα πολεμικά έργα και ερμηνεύει τον Γενάρη του ’41 «έναν μεγάλο δραματικό ρόλο ελληνίδας μητέρας» στο νέο «πολεμικόν έργον» του Χρ. Γιαννακόπουλου Στα μετόπισθεν, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Αμέσως μετά ο θίασος επιστρέφει στον χώρο της κωμωδίας και ο Κουν (δύο χρόνια πριν από την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης) εντυπωσιάζει με τη σκηνοθεσία του Ψάθινου καπέλου του Λαμπίς καθώς και ο Γ. Ανεμογιάννης με τα «χαριτωμένα σκηνικά» του.


Το Εθνικό Θέατρο μετεστεγάσθη στο «Παλλάς», που διέθετε ασφαλείς εξόδους κινδύνου. «Ω Παίδες Ελλήνων…» η αισχυλική ρήση στην επανάληψη των Περσών σε σκηνοθεσία Ροντήρη συγκινεί και τονώνει το πατριωτικό αίσθημα. Θα ακολουθήσει ο Ερρίκος Ε‘ του Σαίξπηρ, εθνικού ποιητή της συμμάχου Αγγλίας. «Βγάζοντας την πανοπλία του Ερρίκου μετά την τελική παράσταση ο Μινωτής μπαρκάρει ευθύς για το Χόλλυγουντ όπου τον περιμένει η Κατίνα Παξινού. Οι λιγότερο τυχεροί συνάδελφοί τους μένουν εδώ για να υποστούν τους φόβους, τα βάσανα και τη μαύρη αγορά της Κατοχής» σχολιάζει ο Αλέξης Σολομός (60 χρόνια Εθνικό Θέατρο, 1932-1992, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1992, σελ. 11).


Στα χρόνια της Κατοχής ηθοποιοί και κοινό θα μάθουν να συνομιλούν μέσα από έναν κώδικα υπαινιγμών και η πλειονότητα των καλλιτεχνών του θεάτρου θα ενταχθεί ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, συνδυάζοντας την ατομική και καλλιτεχνική ολοκλήρωση με το συλλογικό διάβημα (βλ. Δηώ Καγγελάρη «Της Κατοχής και του Θεάτρου», εφ. «Καθημερινή», Επτά ημέρες, 25.4.1999, «Σκηνές πολέμου», εφ. «Καθημερινή», Επτά ημέρες, 14.11.1999)


Ιδού ένα απάνθισμα με ποικίλα, ενδεικτικά νομίζω, θεατρικά νέα αυτής της δύσκολης αλλά γεμάτης ενθουσιασμό περιόδου:


«Η αποκλεισθείσα εις το Λονδίνον κυρία Παξινού απέστειλεν προς τον κ. Πρωθυπουργό το κάτωθι τηλεγράφημα: «Εγώ είμαι αποκλεισμένη εδώ και η καρδιά μου μένει στη χώρα μου. Ολες μου τις ευχές γι’ αυτήν και για σας. Εχω πίστιν εις την νίκην. Ο Θεός είναι μαζί μας»».


«Ολοι οι θίασοι που ευρίσκοντο σε περιοδεία επέστρεψαν στην Αθήνα, εγκαταλείψαντες οι περισσότεροι τας αποσκευάς και τα σκηνικά τους εις τα διάφορα μέρη όπου ευρέθησαν κατά την έναρξιν του πολέμου. Δύο μόνον δεν επέστρεψαν και εζήτησαν οικονομικήν ενίσχυσιν από το Ταμείο Εργασίας».


«Το σωματείο των ελλήνων τεχνικών θεάτρου έλαβεν απόφασιν όπως αντικαταστήση όλους τους τεχνικούς όρους οι οποίοι ήσαν ιταλικοί. Η «πρεμιέρα», οι «κουίντες», τα «τραμπουκάτα», το «πλάνο» θα αντικατασταθούν με λέξεις ελληνικές».


«Αι καλλιτέχνιδες αδελφαί Λίντα και Νάντια Παναγοπούλου, εργαζόμεναι μέχρι τούδε με το ιταλόφωνον καλλιτεχνικόν ψευδώνυμον Αδελφαί Μπελλίνι, αποκηρύσσουν τούτο».


«Η κυρία Ρένα Βλαχοπούλου επέμεινε και έπαιξε χθες τα νούμερά της, αν και είχε πληροφορηθεί ότι μεταξύ των θυμάτων του πρώτου βομβαρδισμού της Κέρκυρας συγκατελέγετο και ο πατήρ της».


«Η ΑΜ ο Βασιλεύς και αι ΑΑΒΒΥΥ ο διάδοχος και η πριγκίπισσα διάδοχος εχειροκρότησαν ζωηρώς την παράστασιν των Πολεμικών Παναθηναίων».


«Εις το οίκημα της Βασιλικής Δραματικής Σχολής έναρξις συσσιτίου των ανέργων ηθοποιών».


Κυριακή 27 Απριλίου 1941. Ο Αιμίλιος Βεάκης σημειώνει στο ημερολόγιό του:


«… Βγαίνω στο μπαλκόνι μου και βλέπω: ο Αγκυλωτός Σταυρός κυματίζει μπροστά στον Παρθενώνα… Ενα κενό, ένα βουβό κενό μέσα μου».


* Η κυρία Δηώ Καγγελάρη είναι θεατρολόγος. Διδάσκει στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.