Από την αγροτική οικογένεια στην παγκοσμιοποίηση

ύπαιθρος Από την αγροτική οικογένεια στην παγκοσμιοποίηση Ο ελληνικός αγροτικός τομέας, εύθραυστος και με μια περιορισμένη διείσδυση στις διεθνείς αγορές, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα αβέβαιο μέλλον Χ. ΚΑΣΙΜΗΣ Η αγροτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα καθυστέρησε σημαντικά και δεν ολοκληρώθηκε παρά μόνο μετά τη μαζική εισροή των προσφύγων της Μικράς Ασίας το 1922. Η καθυστερημένη


Η αγροτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα καθυστέρησε σημαντικά και δεν ολοκληρώθηκε παρά μόνο μετά τη μαζική εισροή των προσφύγων της Μικράς Ασίας το 1922. Η καθυστερημένη ενοποίηση του ελληνικού κράτους είχε συνέπεια την επιβράδυνση στην εισαγωγή ενός ενιαίου καθεστώτος νομικών και θεσμικών ρυθμίσεων που θα αφορούσαν τις σχέσεις γαιοκτησίας. Ετσι αφενός η καθυστέρηση στην εγκαθίδρυση των αστικών σχέσεων γαιοκτησίας με τη διανομή των τσιφλικιών και αφετέρου ο κατατεμαχισμός του κλήρου προσδιόρισαν τους ρυθμούς της συγκέντρωσης και της μεγέθυνσης οδηγώντας συγχρόνως στη γένεση σοβαρών διαρθρωτικών περιορισμών. Αν προσθέσει κανείς τους κοινωνικοπολιτισμικούς παράγοντες (προικοδότηση, κληρονομιά) που επιβραδύνουν τη συγκέντρωση της γης, τότε εξηγείται καλύτερα η ως σήμερα κυριαρχία της μικρής οικογενειακής εκμετάλλευσης.


Ο συμβατικός ορισμός της αγροτικής κοινωνίας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο δέσιμο και την εξάρτηση του αγρότη από τη γη, τη γεωργική εργασία και παραγωγή, τη σχετική αυτονομία και αυτάρκεια της αγροτικής κοινότητας και την έλλειψη ανεπτυγμένων σχέσεων με τον αστικό χώρο. Αναφέρεται δηλαδή σε μια αγροτική «καθαρότητα» σε ό,τι αφορά τη λειτουργία και αναπαραγωγή του αγροτικού νοικοκυριού.


Γνωρίζουμε όμως ότι οι μετακινήσεις μεταξύ πόλης και υπαίθρου ήταν συχνές ήδη από τον Μεσοπόλεμο και πολλοί αγρότες, εργάτες και μικροί παραγωγοί εμφάνιζαν μια ευελιξία στην απασχόληση που χαρακτηριζόταν από γεωγραφική και επαγγελματική κινητικότητα. Το γεγονός αυτό επισήμανε και ο Καραβίδας όταν έγραφε ότι η αγροτική οικογένεια συνδύαζε από νωρίς τις γεωργικές με τις μη γεωργικές δραστηριότητες για την εξασφάλιση της επιβίωσής της. Η κινητικότητα αυτή εκφράζει αφενός μια μορφή αποαγροτοποίησης και αφετέρου έναν εξωστρεφή προσανατολισμό του αγροτικού πληθυσμού που μας οδηγεί στην αμφισβήτηση της άποψης ότι η αγροτική κοινωνία του Μεσοπολέμου ήταν μια «κλειστή» και αυτάρκης κοινωνία που αντανακλούσε τον διαχωρισμό αστικού – αγροτικού.


Οι διχοτομικές αυτές προσεγγίσεις δεν έλειψαν ούτε τη μεταπολεμική περίοδο, οπότε και κυριάρχησαν ειδικότερα στην ανάλυση του φαινομένου της αγροτικής εξόδου. Πράγματι στην Ελλάδα οι τοπικές αγροτικές κοινωνίες δεν ήταν «κλειστά» οικονομικά και κοινωνικά συστήματα που εξασφάλιζαν την αναπαραγωγή τους σε απομόνωση από την υπόλοιπη κοινωνία και, με την έννοια αυτή, η αγροτική έξοδος δεν εξέφραζε απαραίτητα την άρση μιας τέτοιας απομόνωσης. Μια εναλλακτική ερμηνεία της σημασίας αυτού του φαινομένου υποστηρίζει ότι πρόκειται για ένα αρχικό στάδιο μιας μακράς ιστορικής περιόδου που δεν σημαίνει απαραίτητα μια ρήξη με το παρελθόν αφού κάθε τύπος εξόδου συνδέεται και με μια στρατηγική εμπλοκής του αγροτικού νοικοκυριού στο ευρύτερο και εμπορευματοποιημένο παραγωγικό σύστημα. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι μετανάστες διατηρούσαν τους δεσμούς τους με τις οικογένειές τους αναζητώντας τρόπους και πρακτικές για την κοινωνική προστασία και υποστήριξη της οικογένειάς τους. Η επιβίωση της οικογένειας αποτελούσε τον βασικό στόχο που αναζητούνταν στρατηγικά μέσα από έναν σύνθετο συνδυασμό ενεργειών και πρακτικών οι οποίες διαπερνούσαν τον αγροτικό και τον μη αγροτικό τομέα της οικονομίας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η μετανάστευση με τα εμβάσματά της υποστήριξε σημαντικά την επιβίωση ενός τμήματος του αγροτικού πληθυσμού, ταυτόχρονα συμβάλλοντας όμως και στη διατήρηση παραδοσιακών αγροτικών δομών σε ορισμένες περιοχές της χώρας.


Την ίδια περίοδο παρατηρούνται αξιόλογοι ρυθμοί εντατικοποίησης και εκμηχάνισης της παραγωγικής διαδικασίας, ο δε εκσυγχρονισμός της γεωργίας οδήγησε στην ανάπτυξη μιας τάσης κοινωνικοοικονομικής διαφοροποίησης των παραγωγών αλλά και ενίσχυσης της «κρυφής» ονομαζόμενης ανεργίας. Αυτή η «κρυφή» ανεργία μπορούμε να θεωρήσουμε ότι βρήκε διέξοδο στη μετανάστευση.


Παράλληλα η διαδικασία εκβιομηχάνισης και οι διαρθρωτικές αλλαγές στη γεωργία ενίσχυσαν και διευκόλυναν ακόμη περισσότερο τις μεταναστευτικές τάσεις, συμβάλλοντας τελικά στη μείωση του αγροτικού πληθυσμού κατά το ένα τρίτο του. Η αγροτική κοινωνία απώλεσε, έτσι, ένα μεγάλο τμήμα του πιο παραγωγικού δυναμικού της και εκατοντάδες χωριά ερημώθηκαν χωρίς να προχωρήσει σημαντικά η διαδικασία συγκέντρωσης της γεωργικής γης.


Η ελληνική γεωργία, παρά το γεγονός ότι ακολούθησε από απόσταση τις μεταπολεμικές επιτυχίες της γεωργίας άλλων ευρωπαϊκών χωρών, κατάφερε να εξασφαλίσει την αυτάρκεια της χώρας σε τρόφιμα και να συμβάλει θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο. Αυτό συμβαίνει όταν στην Ευρώπη η θεσμοθέτηση της ΚΑΠ επιχειρούσε να εξασφαλίσει την αυτάρκεια των τροφίμων και τη βελτίωση του αγροτικού εισοδήματος στοχεύοντας παράλληλα στην άμβλυνση των στρεβλώσεων μεταξύ των χωρών-μελών της Κοινότητας.


Η ένταξη στην ΕΕ


Μετά την ένταξη στην ΕΕ η υποστήριξη της ελληνικής γεωργίας εξασφαλίζεται από την ΚΑΠ μέσω ενός συστήματος τιμών και επιδοτήσεων που εγγυούνταν ένα ικανοποιητικό εισόδημα για το μεγαλύτερο τμήμα του αγροτικού πληθυσμού. Η απορρόφηση όμως αυτών των εισοδημάτων από την κατανάλωση και η έλλειψη σοβαρών πολιτικών επίλυσης των διαρθρωτικών προβλημάτων είχαν αποτέλεσμα μια περιορισμένη διαρθρωτική προσαρμογή της ελληνικής γεωργίας στις νέες συνθήκες. Με άλλα λόγια, αυτές οι προστατευτικές πολιτικές εγγυήθηκαν εισοδήματα που δεν ανταποκρίνονταν στην παραγωγική δυνατότητα και αποτελεσματικότητα της ελληνικής γεωργίας.


Η αναθεώρηση της ΚΑΠ, η συμφωνία της GATT, ο προσανατολισμός προς μη προστατευόμενες εθνικές αγορές και η διεύρυνση της ΕΕ αναμένεται να οδηγήσουν σε μεγαλύτερες απώλειες εισοδήματος, παρά τα μέτρα για διαρθρωτικό εκσυγχρονισμό και τις πολιτικές για το περιβάλλον και την περιφερειακή ανάπτυξη.


Ο ελληνικός αγροτικός τομέας, λοιπόν, μεγάλος σε σημασία αλλά εύθραυστος και με μια περιορισμένη διείσδυση στις διεθνείς αγορές, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα αβέβαιο μέλλον. Σήμερα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αγρότες είναι:


α) το μικρό μέγεθος και ο πολυτεμαχισμός της εκμετάλλευσης,


β) το χαμηλό επίπεδο οικονομικοτεχνολογικής υποδομής και εκπαίδευσης, και


γ) οι αρνητικές σχέσεις ανταλλαγής μεταξύ αγροτικών προϊόντων και βιομηχανικών εισροών στη γεωργία.


Οι επιπτώσεις των παραπάνω επιχειρείται, σε έναν βαθμό, να αντιμετωπιστούν με την εντατικοποίηση της εργασιακής διαδικασίας και τη διευρυνόμενη χρήση της αγροτικής τεχνολογίας με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας.


Από την άλλη πλευρά, σε ένα τέτοιο περιβάλλον το αγροτικό νοικοκυριό αναδιοργανώνει τον καταμερισμό της εργασίας των μελών του εντός και εκτός της εκμετάλλευσης αλλά και της γεωργίας. Η διάχυση και η ανάπτυξη νέων οικονομικών δραστηριοτήτων στον αγροτικό χώρο τις δύο τελευταίες δεκαετίες διευκόλυναν την ανάπτυξη της εξω-γεωργικής απασχόλησης, η οποία αφορά πλέον τα μισά νοικοκυριά και συνδέεται με το δημογραφικά υγιέστερο τμήμα ενός γερασμένου, κατά τα άλλα, πληθυσμού. Αυτός ο νέος καταμερισμός ενισχύθηκε από τη μαζική παρουσία της φθηνής εργασίας των ξένων εργατών τη δεκαετία του 1990, που συνέβαλε στην αποσόβηση μιας λανθάνουσας κρίσης της ελληνικής γεωργίας μειώνοντας σημαντικά το κόστος εργασίας και ικανοποιώντας ταυτόχρονα τις εποχικές ανάγκες σε εργατικό δυναμικό.


Η ιστορικά μακρά, λοιπόν, προσπάθεια επιβίωσης του αγροτικού νοικοκυριού, αλλά και της ελληνικής αγροτικής κοινωνίας γενικότερα, εκφράστηκε στις διαφορετικές στρατηγικές για την επίτευξη των στόχων τους. Στην προσπάθεια αυτή οι αγρότες υιοθέτησαν νέες και εξειδικευμένες πρακτικές, που συχνά συνδέθηκαν με την ανάπτυξη νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων στον αγροτικό χώρο οι οποίες επηρεάζουν τη σχέση της τοπικής αγροτικής κοινωνίας με την περιφερειακή και εθνική. Οι επιπτώσεις σήμερα στη χωρική και κοινωνική διάρθρωση των αγροτικών περιοχών είναι σημαντικές και αμφισβητούν για άλλη μία φορά τη διχοτόμηση μεταξύ του αστικού και του αγροτικού χώρου. Η αυξανόμενη χρήση του αγροτικού χώρου για δραστηριότητες καταναλωτικού, ψυχαγωγικού χαρακτήρα και όχι αποκλειστικά ή κύρια για την πρωτογενή παραγωγή έχει οδηγήσει σε μια αμφισβήτηση της εικόνας και του ορισμού του αγροτικού στοιχείου, διαμορφώνοντας νέες ιδιαιτερότητες ευκαιριών τοπικής ανάπτυξης, νέες ταυτότητες, αλλά και νέες διαδικασίες κοινωνικής αναπαραγωγής του αγροτικού πληθυσμού. Μια «νέα αγροτικότητα» αναδύεται στον ελληνικό αγροτικό χώρο, της οποίας οι δυνατότητες συνδέονται πια με τις προκλήσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της παγκοσμιοποίησης. Νέα ζητήματα που αφορούν, π.χ., την ποιότητα και ασφάλεια των τροφίμων, τη διατήρηση του περιβάλλοντος και τη διαχείριση των φυσικών πόρων επανεισάγουν την ανάγκη μελέτης και ανάλυσης αυτής της νέας κατάστασης και ως μιας «μετα-παραγωγικής» σύλληψης του ελληνικού αγροτικού χώρου. Με αυτή την έννοια, υπάρχει χώρος για την επιδίωξη ενός μη προδιαγεγραμμένου μέλλοντος για την ανάπτυξη της υπαίθρου στη χώρα μας.


Ο κ. Χαράλαμπος Κασίμης είναι καθηγητής Αγροτικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών και διευθυντής του Ινστιτούτου Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας του ΕΚΚΕ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.