Τζέιμς Λιβάιν

συνέντευξη Τζέιμς Λιβάιν Τον συνάντησα στο «Mandarin Hotel» του Μονάχου. Οι υπεύθυνοι του ξενοδοχείου είχαν ετοιμάσει για τις ανάγκες της συνέντευξης έναν ειδικό χώρο. Ο μαέστρος σταρ ζήτησε να γίνουν η συνέντευξη και η φωτογράφιση στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Ετσι και έγινε. Στα διαλείμματα της φωτογράφισης μου ζήτησε να του κάνω μασάζ για να χαλαρώσει... Οπως βλέπετε στη φωτογραφία, υπάκουσα...

Ενας σουπερστάρ… Ελέγχει μεγάλο ποσοστό των διεθνών ηχογραφήσεων. Είναι το αγαπημένο παιδί των δισκογραφικών εταιρειών και των πολυεθνικών χορηγών. Πολλοί λένε ότι έχει σήμερα τη δύναμη που είχε κάποτε ο Κάραγιαν… Οταν τον συναντάς νομίζεις ότι είναι ένα μεγάλο παιδί έτοιμο να σου ζητήσει να παίξετε ένα παιχνίδι. Ενα παιχνίδι είναι άλλωστε γι’ αυτόν η καλλιτεχνική διεύθυνση της μεγαλύτερης όπερας του κόσμου: της περίφημης Μητροπολιτικής Οπερας της Νέας Υόρκης, που διανύει σήμερα κατά κοινή ομολογία τη χρυσή εποχή της. Πολυσυζητημένος, πολυβραβευμένος και περιζήτητος μέσα και έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Τζέιμς Λιβάιν ανήκει σε ένα είδος αρκούντως σπάνιο και ωστόσο άκρως ενδιαφέρον: είναι ένας σουπερστάρ της κλασικής μουσικής. Λίγο πριν από την πρώτη του εμφάνιση στη χώρα μας, με την UBS Verbier Festival Youth Orchestra, ο περίφημος αμερικανός μαέστρος μιλάει για όλους και για όλα: τη μουσική, τις εμπειρίες, τις συνεργασίες του με τα «ιερά τέρατα» της τέχνης του αλλά και για την ίδια τη ζωή…





– Πάντα αυτό θέλατε να κάνετε στη ζωή σας;


«Ναι. Από παιδί ενθουσιαζόμουν με τη μουσική. Νιώθω πολύ τυχερός που κατάφερα να ασκήσω αυτό το επάγγελμα. Γενικά στη ζωή μου υπήρξα τυχερός από κάθε άποψη. Η μουσική είναι δύσκολο πράγμα και πρέπει να δουλεύει κανείς πολύ σκληρά. Οσο δύσκολο όμως κι αν είναι, δεν υπάρχει άλλο επάγγελμα που να σου ανταποδίδει περισσότερο αυτά που προσφέρεις και ένα επάγγελμα που να είναι πιο συναρπαστικό».


– Το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώσατε πώς ήταν;


«Μεγάλωσα στο Σινσινάτι, μια πόλη με «ευρωπαϊκό» αέρα. Θα ‘λεγε κανείς ότι είναι «αδελφή» πόλη του Μονάχου και με αρκετά έντονη καλλιτεχνική κίνηση. Ηταν ίσως το πιο κατάλληλο μέρος για να μεγαλώσει ένας άνθρωπος σαν εμένα. Ο πατέρας μου μετά το σχολείο έπαιζε σε ένα συγκρότημα, ενώ η μητέρα μου ήταν ηθοποιός, μάλιστα είχε κάνει και μια επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ. Στο σπίτι μας υπήρχαν πολλά βιβλία και ακουγόταν πολλή μουσική. Μεγάλωσα δηλαδή σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα καλλιτεχνικό».


– Δεν σκεφθήκατε ποτέ να ακολουθήσετε άλλο επάγγελμα; Οι γονείς σας πώς αντέδρασαν στην απόφασή σας να γίνετε μουσικός;


«Ποτέ δεν υπήρξε από την πλευρά τους αντίρρηση στο να γίνω μουσικός. Αν για κάποιον λόγο δεν είχα ταλέντο, δεν θα γινόμουν ποτέ μουσικός. Ενδιαφερόμουν συγχρόνως και για άλλα πράγματα, τα οποία ευχαρίστως θα έκανα. Αφού όμως μπορούσα να μάθω μουσική, γιατί να μην έκανα αυτό που ήθελα περισσότερο και αυτό στο οποίο είχα έφεση; Οι γονείς μου, εξαιτίας του ότι ήξεραν τι σημαίνει ο όρος «ανοιχτή παράσταση», με υποστήριξαν αρκετά. Δεν με πίεσαν ποτέ. Ισα ίσα, με βοήθησαν».


– Εσείς τι εννοείτε όταν λέτε «ταλέντο»;


«Α, αυτή η ερώτηση είναι μάλλον εύκολη… Αν διαθέτεις ταλέντο και δουλέψεις σκληρά, μπορείς να φτάσεις κάπου. Ηταν ξεκάθαρο ότι το ταλέντο μου ήταν στη μουσική. Και σκληρά να δουλέψει κάποιος όμως, αν δεν έχει το χάρισμα, δεν πρόκειται να φτάσει πουθενά. Το χάρισμα είναι κάτι που από μόνο του σε υποχρεώνει να δουλεύεις σκληρά. Ακόμη και το ταλέντο πρέπει να αντιμετωπίζεται με μεγάλο σεβασμό για να μπορέσει να αναπτυχθεί».


– Κάποιος που έχει ταλέντο στη μουσική πώς το αντιλαμβάνεται όταν είναι σε μικρή ηλικία; Αρκεί η αγάπη του για τη μουσική για να το ανακαλύψει;


«Σίγουρα έχει να κάνει με την αγάπη για τη μουσική, αλλά περισσότερο πιστεύω ότι έχει σχέση με τον τρόπο που μαθαίνει κάποιος και επίσης με την ταχύτητα και το βάθος αυτής της ικανότητας να μαθαίνει. Για παράδειγμα, όταν οι γονείς μου άκουγαν δίσκους, εγώ τραγουδούσα. Και αυτό προτού καν μάθω να μιλώ».


– Αυτό ακριβώς θα σας ρωτούσα… Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με τη μουσική;


«Σε επαφή με τη μουσική ήρθα μέσα από πολλά πράγματα. Τα τραγούδια του πατέρα μου είναι ένα από αυτά. Στο Σινσινάτι υπήρχαν όλα τα είδη μουσικής. Στο σπίτι είχαμε πιάνο και ο πατέρας μου έπαιζε και βιολί. Ποτέ δεν με πίεσαν, αλλά σίγουρα υπήρχαν γύρω μου πολλά ερεθίσματα».


– Ποια ήταν η στιγμή που αποφασίσατε ότι αυτό θα κάνετε στη ζωή σας;



«Δεν νομίζω ότι υπήρξε ποτέ μια συγκεκριμένη στιγμή. Πιστεύω ότι ήταν περισσότερο κάτι που ήρθε φυσικά. Για παράδειγμα, όταν ήμουν μικρός είχα μια διαταραχή στον λόγο. Στην πόλη μας υπήρχε ένας πολύ έξυπνος γιατρός, ο οποίος, αφού ρώτησε τους γονείς μου ποια ήταν τα ενδιαφέροντά μου, τους συνέστησε να μου κάνουν μαθήματα πιάνου – μια που αυτό ήταν που με ενδιέφερε περισσότερο – για να ξεπεράσω το πρόβλημα πιο εύκολα. Κάλεσαν λοιπόν τον καλύτερο δάσκαλο πιάνου της πόλης και άρχισα τα μαθήματα. Αμέσως το πρόβλημα ξεπεράστηκε και άρχισα να μιλώ με ευκολία. Μετά άρχισα να μαθαίνω τα κομμάτια γρήγορα και εύκολα και πολύ σύντομα το πιάνο έγινε αυτό που απολάμβανα περισσότερο και αυτό με το οποίο ήθελα να ασχοληθώ. Αν μου είχε συμβεί κάποιο ατύχημα και δεν μπορούσα να γίνω μουσικός, πιθανόν να είχα γίνει δάσκαλος, ιατρικός ερευνητής ή σκηνοθέτης. Ο,τι κι αν κάνω όμως στη ζωή μου, καταλήγει πάντα στη μουσική. Ποτέ δεν είπα ότι θα κάνω αυτό ή εκείνο. Το ένα οδηγεί στο άλλο και κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι είσαι πολύ τυχερός επειδή βρήκες στη ζωή σου τον κατάλληλο δάσκαλο την κατάλληλη στιγμή».


– Υπάρχει τύχη ή εμείς φτιάχνουμε την τύχη μας;


«Και τα δύο. Σίγουρα μπορούμε να επέμβουμε στην τύχη μας, αλλά αυτό σημαίνει ότι η τύχη ήδη υπάρχει. Στη ζωή υπάρχει και κακοτυχία και καλοτυχία. Σε όλους τους ανθρώπους συμβαίνουν συνήθως και τα δύο. Πιστεύω ότι δεν μπορεί κανείς να ζήσει χωρίς την τύχη. Θεωρώ ότι στη ζωή μου υπήρξα περισσότερο καλότυχος παρά κακότυχος. Είχα γύρω μου θαυμάσιους ανθρώπους, έκανα θαυμάσιες σχέσεις, πολύ καλές σπουδές και επίσης μου δόθηκαν θαυμάσιες ευκαιρίες. Είχα δηλαδή όλα όσα μπορούν να κάνουν τη ζωή ενός ανθρώπου πραγματικά υπέροχη!».


– Σε τι διαφέρει ο δημιουργός από τον κοινό άνθρωπο; Πιστεύετε ότι υφίσταται αυτή η διαφοροποίηση;


«Η δουλειά μου είναι να συναναστρέφομαι καθημερινά με συνθέτες, για των οποίων το έργο φέρω εγώ την ευθύνη. Ο συνθέτης από μόνος του δεν μπορεί να δώσει πνοή στο έργο του. Αυτό που χρειάζεται είναι ένας πολύ υπεύθυνος ερμηνευτής, ο οποίος θα προσπαθήσει να δώσει ζωή σ’ αυτά που ο συνθέτης έχει φανταστεί. Νομίζω ότι η δουλειά μας είναι αυτή: όχι να ανασυνθέτουμε τα κομμάτια, αλλά να προσπαθούμε να τα περάσουμε στο κοινό».


– Πώς γίνεται, ενώ η παρτιτούρα είναι πάντα ίδια, να υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες;


«Θαυμάσια ερώτηση! Σε ορισμένες περιπτώσεις οι διαφορές δεν έχουν να κάνουν με τις προτεραιότητες του συνθέτη. Αλλά, αν παραμείνουμε στο γεγονός ότι η παρτιτούρα είναι το ένα μέρος και από εκεί και πέρα η κάθε παράσταση είναι διαφορετική, αυτό είναι σίγουρα κάτι που επιδιώκει ο συνθέτης. Με άλλα λόγια, ο συνθέτης δεν γράφει ένα κομμάτι περιμένοντας να το αποδώσει καλά ένα μόνο πρόσωπο. Και δέκα διαφορετικούς μαέστρους να πάρετε, ο καθένας από τους οποίους και το έχει δουλέψει το κομμάτι και αίσθηση του κομματιού έχει και αντίληψη και ικανότητα, πάλι οι παραστάσεις που θα δώσουν θα είναι διαφορετικές. Ακόμη κι αν ο ίδιος μαέστρος προσπαθήσει να επαναλάβει την ίδια παράσταση, πάλι θα είναι διαφορετική. Οι διαφορές δεν αποτελούν πρόβλημα, δεδομένου ότι στη μουσική κάθε παράμετρος μπορεί εν δυνάμει να είναι πιστή στην έμπνευση του συνθέτη, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι δεν επιδιώκει να δώσει κάτι περισσότερο από αυτό που ήθελε να πει ο συνθέτης. Προβλήματα παρουσιάζονται όταν ένας μουσικός δεν αντιμετωπίζει ως ζητούμενο το να μείνει ικανοποιημένος ο συνθέτης, όταν δηλαδή δεν νιώθει υπεύθυνος απέναντί του. Ευτυχώς υπάρχει αρκετός χώρος στον οποίο μπορεί να κινηθεί ένας μουσικός στην προσπάθειά του να κατανοήσει το όραμα του συνθέτη και αρκετοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να το κάνει».


– Μήπως τελικά αυτό που λέτε αποτελεί ένδειξη του μεγαλείου ενός έργου; αυτή η… άπλα που επιτρέπει σε διαφορετικούς ανθρώπους να εισχωρήσουν μέσα του και να εκφρασθούν μέσω αυτού;


«Το μεγάλο έργο δεν το επιτρέπει αυτό μόνο σε έναν, αλλά σε πολλούς. Για παράδειγμα, πάρτε δύο σπουδαίους ρόλους της όπερας: τον Οθέλλο και την Κούντρι στον «Πάρσιφαλ». Αν κάποιος έχει σταθεί τόσο τυχερός όσο εγώ και έχει κάνει τον «Πάρσιφαλ» με τις Λεόνι Ρίζανεκ, Βάλτραουντ Μέιερ, Κρίστα Λούντβιχ, Τζέσι Νόρμαν, Τατιάνα Τρογιάνος, έχει τη δυνατότητα να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ότι πέντε τόσο διαφορετικές μεταξύ τους καλλιτέχνιδες μπορούν να είναι όλες εξίσου εντυπωσιακές στον ίδιο ρόλο. Για πολλά χρόνια έκανα τον Οθέλλο με τους Τζον Βίκερς, Τζέιμς Μακ Κράκεν, Πλάθιντο Ντομίνγκο. Ολοι τους ήταν εκπληκτικοί. Διέφεραν μεν μεταξύ τους και έδωσαν ζωή στον ρόλο με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, αλλά αναμφίβολα ήταν όλοι πολύ καλοί».


– Τι είναι τελικά αυτό που κάνει ένα έργο μεγάλο; και τι κάνει έναν καλλιτέχνη μεγάλο;


«Αυτό είναι κάτι για το οποίο θα πρέπει να μακρηγορήσω για να μπορέσω να απαντήσω. Μπορεί ο κάθε καλλιτέχνης να έχει διαφορετική ποιότητα, αλλά η βάση είναι η ίδια. Εχει να κάνει με την έντονη προσωπικότητα και επίσης χρειάζεται ευφυΐα, μεγάλη ταπεινότητα, σκληρή δουλειά και βεβαίως καλλιτεχνική δεινότητα για να μπορέσει κάποιος να εκπροσωπήσει επάξια τον συνθέτη ενώπιον του κοινού. Οταν ο συνθέτης είναι εμπνευσμένος και διαθέτει ταλέντο, βαθμιαία, αποκτώντας πείρα, μπορεί να εξελιχθεί σε μεγαλοφυΐα. Κάθε επιτυχημένη δουλειά έχει πολλές επιτυχημένες παραμέτρους. Μπορεί κάποιος να διακρίνει σ’ αυτήν τόσο υποκειμενικότητα όσο και αντικειμενικότητα, ευφυΐα και συναίσθημα. Πολλά πράγματα που σχετίζονται με την τέχνη είναι δύσκολο να εκφραστούν. Οταν έχεις την εμπειρία τού να δουλεύεις με αριστουργήματα, για να μπορέσεις να εξηγήσεις γιατί ένα έργο είναι αριστούργημα μπορεί να χρειαστεί να γράψεις ένα ολόκληρο βιβλίο. Ακόμη και τότε όμως μπορεί να μην έχεις καταφέρει να το εξηγήσεις ακριβώς, αφού η εμπειρία της μουσικής βιώνεται κατευθείαν μέσω του νευρικού συστήματος».


– Τελικά έχετε καταλάβει τι είναι αυτό που κάνει ένα έργο να ζει τόσα χρόνια;


«Νομίζω ότι σε αυτό μάλλον μπορώ να σας απαντήσω… Ενα έργο για να μπορέσει να ζήσει τόσα χρόνια πρέπει πρώτα απ’ όλα να παρουσιάζεται στο κοινό. Και ποιος αποφασίζει τι μουσική θα ακούει ο κόσμος; Οι καλλιτέχνες. Οι καλλιτέχνες λοιπόν έχουν μια προτίμηση στα έργα που θεωρούνται αριστουργήματα, αν μη τι άλλο, επειδή νιώθουν την ανάγκη να εμβαθύνουν σ’ αυτά. Υπάρχουν περίοδοι που ένας μουσικός ή μια ορχήστρα μπορεί να παρουσιάσουν πολλά μουσικά έργα. Π.χ., στη Μητροπολιτική δεν μπορείς να παρουσιάζεις κάθε χρόνο μόνο καινούργια ή μόνο παλιά έργα. Πρέπει από το κάθε στυλ να επιλέγεις αντιπροσωπευτικά κομμάτια που να μπορούν να ερμηνεύσουν οι καλλιτέχνες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπήρχαν μεγάλες περίοδοι στη μουσική που συνθέτες τους οποίους σήμερα θεωρούμε δεδομένους, όπως π.χ. ο Μπαχ ή ο Μότσαρτ, δεν ακούγονταν για πολύ καιρό. Υστερα ακολούθησαν περίοδοι που ακούγονταν, επειδή υπήρχαν τραγουδιστές που ήθελαν και μπορούσαν να τους ερμηνεύσουν. Νομίζω πως όταν ένας νέος μουσικός ανακαλύπτει κάποιους κλασικούς ρόλους συνθετών, θέλει να τους μελετήσει και να τους ερμηνεύσει ούτως ώστε να βοηθήσει και αυτός με τον τρόπο του να μείνουν ζωντανοί».


– Τελικά, μέσω των ερμηνευτών μπορεί η τέχνη να νικήσει τον χρόνο;


«Ναι. Το λέω αυτό επειδή ένα μέρος του κοινού μού ζητά κατά καιρούς να παρουσιάσω κάποια κομμάτια. Τα κομμάτια αυτά μπορώ να τα παρουσιάσω μόνο αν είμαι βαθιά συνδεδεμένος μαζί τους. Μπορεί να θέλω να ικανοποιήσω το κοινό, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ πάντα να το κάνω».


– «Εκτελούμε» ή «ερμηνεύουμε» ένα μουσικό έργο;


«Ερμηνεύουμε, αλλά η ερμηνεία πρέπει να γίνεται κάπως ασύνειδα. Αν ερμηνεύεις συνειδητά, τότε το έδαφος γίνεται πολύ επικίνδυνο. Αυτό που πρέπει όλοι να θυμόμαστε είναι ότι το κομμάτι ανήκει στον ερμηνευτή. Για να το προσεγγίσουμε πρέπει να διαβάσουμε τα πάντα γύρω από αυτό, να μελετήσουμε και βαθμιαία να ενσωματώσουμε σε αυτό τη δική μας εμπειρία, τη δική μας αντίληψη, τη δική μας προσωπικότητα. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει από μόνο του. Δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε «τι να κάνω για να φανεί η προσωπικότητά μου στο κομμάτι;». Χρησιμοποιώ την προσωπικότητά μου για να αναδείξω το κομμάτι. Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο αποτελεσματικό».


– Δηλαδή η παρτιτούρα αποκτά ψυχή από τη στιγμή που θα προσθέσουμε σ’ αυτήν τη δική μας ματιά;


«Ναι. Αλλά – επιμένω – είναι πολύ σημαντικό να το κάνουμε αυτό ασύνειδα. Διαφορετικά, αποτελεί διαστρέβλωση. Θυμηθείτε ότι ένα κομμάτι σχετίζεται πάντα με ένα άλλο κομμάτι. Με άλλα λόγια, αν πάρουμε ένα μέρος μιας συμφωνίας, δεν μπορούμε να το ερμηνεύσουμε χωρίς να λάβουμε υπόψη μας και τα άλλα μέρη. Πρέπει να διατηρούμε τη μελέτη μας και την έρευνα πάντα ζωντανές. Δεν μπορούμε να πούμε «τώρα ξέρω περί τίνος πρόκειται και τέλος». Ενας μουσικός πρέπει να μελετά διαρκώς τον συνθέτη».


– Πώς επιλέξατε να γίνετε μαέστρος και όχι πιανίστας ή κάτι άλλο;


«Για μένα ήταν απλό: έμαθα πρώτα να παίζω πιάνο και στην πορεία όσο περισσότερα μάθαινα για τη μουσική – για τα ορατόρια, τη μουσική δωματίου, τα τραγούδια, τις όπερες κτλ. – τόσο περισσότερο γεννιόταν μέσα μου η ανάγκη να εμπλακώ με πολλά στοιχεία της μουσικής. Στην όπερα υπάρχει το κείμενο, η δραματουργία, το τραγούδι και το θέατρο, στη μουσική δωματίου η ποικιλία των οργάνων. Στα τραγούδια υπάρχει ο τραγουδιστής και ο πιανίστας που συνεργάζονται και αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους. Εγώ ήθελα να ασχοληθώ με διάφορους μουσικούς και διάφορα έργα. Θα μπορούσα να παίζω μόνο πιάνο, αλλά η ανάγκη μου δεν ήταν αυτή».


– Προτού ακούσετε την ερμηνεία ενός έργου το ακούτε μέσα στο μυαλό σας;


«Σχεδόν ναι, το ακούω με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Προφανώς, όμως, κάθε φορά που δουλεύω με σπουδαίους καλλιτέχνες και αρχίζω να ακούω τον τρόπο με τον οποίο εκείνοι το ερμηνεύουν, βλέπω ότι έχουν και αυτοί μια δική τους προσέγγιση και έτσι αυτά αναμειγνύονται και αναπτύσσεται κάτι που πριν δεν υπήρχε».


– Ποιος από όλους αυτούς τους καλλιτέχνες σάς έχει εκπλήξει;


«Νομίζω ότι οι μεγάλοι καλλιτέχνες σε εκπλήσσουν συνεχώς. Θυμάμαι όμως έντονα μια εμπειρία που είχα στο ξεκίνημά μου. Οσο περισσότερο δουλεύει ένας μουσικός τόσο περισσότερο μαθαίνει. Υπάρχουν όμως συγκεκριμένες στιγμές που είναι ιδιαίτερες. Οταν πήγα στο Κλίβελαντ για να γίνω διευθυντής ορχήστρας, την πρώτη χρονιά που δούλεψα με τον Φ. Γκονσάλ μου είπε ότι ήθελε να διευθύνω ένα κοντσέρτο για πιάνο. Ηξερε ότι ήμουν πιανίστας αλλά στην αρχή υπήρχε ένα μικρό σόλο για όμποε και ήθελε να δει με ποιον τρόπο θα το συνδύαζα. Με το που άκουσα κάποιες νότες εντυπωσιάστηκα. Σκέφτηκα ότι και έναν μήνα να έκανα πρόβες με αυτόν τον άνθρωπο δεν θα μπορούσα ποτέ να τον προκαλέσω να το κάνει αυτό αν δεν το είχε μέσα του. Αυτό έγινε για εμένα παράδειγμα του πώς να συνεργάζομαι με κάποιον κάνοντάς τον να παίζει όσο το δυνατόν καλύτερα. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να ενώνεις τις προτεραιότητες του συνθέτη με αυτές του καλλιτέχνη. Θα σας αναφέρω πρώτα ορισμένα ονόματα και μετά θα σας εξηγήσω για ποιον λόγο: Τερέζα Στράτας, Πιλάρ Λορενγκάρ, Ρενάτα Τεμπάλντι, Μάργκαρετ Πράις, Μιρέλα Φρένι, Κάτια Ριτσιαρέλι, Ρενέ Φλέμινγκ, Απρίλε Μίλο, Κίρι Τε Κάναουα, Ρενάτα Σκότο… Ισως να υπάρχουν ένα-δύο ακόμη ονόματα τα οποία αυτή τη στιγμή μου διαφεύγουν… Ξέρετε τι κοινό έχουν αυτές οι δέκα υψίφωνοι; Μαζί τους κάνω πρόβα και διευθύνω όπως αυτές θέλουν, η καθεμιά ξεχωριστά. Νομίζω ότι αυτό μπορεί να σας δώσει την απάντηση σε πολλές ερωτήσεις».


– Ο μεγάλος μαέστρος αυτό είναι; Εκμεταλλεύεται, δηλαδή, κάθε κομμάτι που ο άλλος θέλει να του δώσει μέσα στην ορχήστρα;


«Αυτός που καθοδηγεί τους πάντες μέσα σε ένα μουσικό σύνολο είναι ο συνθέτης. Συνήθως το δικό του όραμα προσπαθούν όλοι να βγάλουν προς τα έξω. Αλλά αυτό πιστεύω εγώ. Πολλοί συνεργάτες μου μπορεί να κάνουν κάτι διαφορετικό και ίσως αυτό που βγαίνει τελικά να είναι πολύ καλό».


– Πιστεύετε ότι υπάρχει ταλαντούχο κοινό;


«Πιστεύω ότι το κοινό συνήθως είναι εκπληκτικό και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Κανένας δεν πάει σε συναυλίες χωρίς να το θέλει. Ετσι ένα μεγάλο μέρος του κοινού είναι παθιασμένο με τη μουσική και δεν έχει κανένα πρόβλημα να ξοδεύει λεφτά για να ακούει μουσική. Σε μια καλή παράσταση το κοινό συνήθως είναι πολύ δεκτικό».


– Αρα το ταλέντο κρύβεται στο «θέλω»;


«Ισως. Δεν ξέρω. Μια φορά περπατούσα έξω από την Οπερα της Νέας Υόρκης με τον Χάρολντ Γκάμπερ, ο οποίος είναι ένας σπουδαίος μουσικός, και καθώς περπατούσαμε μου είπε: «Μη μου μιλάς για ταλέντο. Οποια πέτρα και αν σηκώσεις θα ακούσεις να μιλάνε για ταλέντο. Το θέμα είναι τι γίνεται μετά»».


– Αρα υπάρχουν χαμένα ταλέντα.


«Θα έλεγα ότι η φύση και ο Θεός είναι πολύ γενναιόδωροι με το ταλέντο».


– Δεν αντιμετωπίσατε ποτέ την πρόκληση να γίνετε συνθέτης;


«Εχω συνθέσει. Ολοι οι μουσικοί πρέπει να ζήσουν αυτή την εμπειρία. Αλλά δεν έχω γράψει ποιοτική μουσική. Για μένα ήταν ξεκάθαρο ότι δεν έκανα για συνθέτης. Κατά κάποιον τρόπο είναι κρίμα επειδή είχα την ευτυχία να ζήσω στην επαρχία, να μην έχω μεγάλο κοινό. Δεν είχα όμως ταλέντο. Το ταλέντο μου είναι να διευθύνω».


– Μελετώντας όλους αυτούς τους μεγάλους συνθέτες αισθανθήκατε ποτέ ότι κάποιους από αυτούς θα θέλατε να τους έχετε γνωρίσει από κοντά;


«Αυτό πάντα συμβαίνει. Είναι ένα από τα πράγματα που όλοι οι μουσικοί θέλουν πολύ αλλά δυστυχώς δεν μπορούν να αποκτήσουν. Αν είχα μόνο μία ευχή που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, θα ζητούσα να ξαναγυρνούσαν για λίγες ημέρες στη ζωή αυτοί οι συνθέτες για να μπορούσα να τους κάνω πολλές ερωτήσεις».


– Τι θα τους ρωτούσατε;


«Θα ήθελα να γυρίσω εγώ πίσω στον χρόνο, να βρεθώ για λίγο στην εποχή ενός εκ των μεγάλων συνθετών και να παρακολουθήσω μια παράσταση που αυτός θεωρούσε σπουδαία. Δεν θα ήταν υπέροχο να μπορούσα να αποκαλύψω κάποιο από τα παλιά στυλ, όπως έναν Μπελίνι ή έναν Μότσαρτ, ή να ακούσω πώς είναι μια παράσταση του Μπαχ; Είναι κάτι που δεν μπορούμε να αναδημιουργήσουμε επειδή δεν ανήκει στην εποχή μας. Επειδή δουλεύω πολύ σκληρά προσπαθώντας να κατανοήσω τη δουλειά των μεγάλων συνθετών, θα ήταν υπέροχο να επέστρεφε ένας από αυτούς και να μας έδειχνε πώς να κάνουμε κάποια πράγματα. Θα ήταν μια μοναδική εμπειρία».


– Υπάρχουν λάθη που κρύβονται μέσα στα μεγάλα έργα στα οποία ενδεχομένως να οφείλεται το μεγαλείο τους;


«Δεν ξέρω. Αυτό δεν μπορώ να το πω. Ενα σπουδαίο έργο τέχνης είναι ένα σπουδαίο έργο τέχνης. Ακόμη και ένα κομμάτι από ένα αρχαίο άγαλμα είναι ένα σπουδαίο έργο τέχνης. Μερικές φορές είναι πιο συναρπαστικό όταν κοιτάζεις ένα κομμάτι ενός αρχαίου αγάλματος που δεν έχει διασωθεί ολόκληρο επειδή το υπόλοιπο μπορείς να το φανταστείς».


– Τα λάθη είναι γνώση;


«Ενα πράγμα είναι σίγουρο: όταν κάτι πάει καλά, όλα είναι εντάξει. Οταν όμως κάτι πάει στραβά, μπορεί κάποιος να μάθει περισσότερα πράγματα. Μερικές φορές η δυσκολία μάς οδηγεί σε μια βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων».


– Ποια είναι η διαφορά της επιφάνειας από το βάθος; Λένε ότι η σοβαρή μουσική έχει να κάνει με το βάθος και όχι με την επιφάνεια.


«Η επιφάνεια είναι απλώς το μέρος όπου δεν υπάρχει ουσία ή περιεχόμενο. Επιφάνεια πάντοτε υπάρχει. Πρέπει όμως να είναι και καλή, διαφορετικά ο ακροατής δεν μπαίνει στο νόημα».


– Πιστεύετε ότι, αν κάποια πράγματα είχαν συμβεί διαφορετικά στη ζωή σας, θα είχατε τραβήξει άλλον δρόμο;


«Σε όλους συμβαίνει αυτό. Φυσικά. Ποτέ όμως δεν μπορείς να ξέρεις ποιον δρόμο θα ακολουθούσες αντί γι’ αυτόν που τράβηξες. Και ευτυχώς που δεν μπορούμε στη ζωή μας να ακολουθήσουμε δύο πορείες».


– Εχετε καταλήξει αν σε αυτόν τον δρόμο που τραβάμε τελικά στη ζωή μας μεγαλύτερη σημασία έχουν οι επιλογές που έχουμε κάνει ή οι επιρροές που δεχθήκαμε;


«Δεν ξέρω. Μάλλον είναι και τα δύο. Είναι σαν να αναρωτιόμαστε τι ποσοστό από αυτά γίνεται σκόπιμα και τι είναι τυχαίο. Το ένα ποσοστό αφορά αυτά που κάνουμε και το άλλο αυτά που αφήνουμε να προσπεράσουν. Οταν διδάσκεις στους τραγουδιστές τεχνική, έρχεσαι συχνά αντιμέτωπος με το πρόβλημα του να τους διδάξεις κάποια συγκεκριμένα πράγματα και κάποια άλλα να τους δείξεις πώς να τα αφήνουν να συμβαίνουν από μόνα τους».


– Πότε ο δάσκαλος είναι καλός;


«Οταν ο μαθητής μαθαίνει. Οταν ο μαθητής προοδεύει έχοντας ως αφετηρία το ταλέντο».


– Υπάρχουν άνθρωποι που θεωρείτε ότι σας έχουν επηρεάσει καθοριστικά στον τρόπο που σκέφτεστε;


«Βεβαίως. Νομίζω ότι οι επιρροές προέρχονται από κάθε καλλιτέχνη που καταφέρνει να δώσει πνοή στο έργο ενός συνθέτη. Αυτοί οι καλλιτέχνες πάντα κάτι σε μαθαίνουν, όπως σε μαθαίνουν και οι συνθέτες».


– Δουλεύετε και με μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους και με νεότερους. Τι πιστεύετε ότι χάνει κάποιος μεγαλώνοντας;


«Πιστεύω ότι οι μεγάλοι καλλιτέχνες δεν χάνουν τίποτε. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες συνεχίζουν πάντα να ωριμάζουν. Ακόμη και όταν η ηλικία επηρεάζει τη φυσική τους κατάσταση, η σοφία, η αντίληψη και η εμπειρία τους αναδεικνύουν τις λεπτομέρειες της ζωής. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι διορατικοί, επικοινωνιακοί καλλιτέχνες είναι συνήθως οι άνθρωποι μιας κάποιας ηλικίας. Οι νέοι έχουν το ταλέντο αλλά όχι την εμπειρία και τη γνώση. Είναι υπέροχο να δουλεύεις και με ώριμους και με νεαρούς καλλιτέχνες».


– Είσαστε στη Μητροπολιτική Οπερα και αναλαμβάνετε και τη Συμφωνική της Βοστώνης. Ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο αναλάβατε τη διεύθυνση ακόμη μιας ορχήστρας;


«Είναι απλό. Είμαι στη Μητροπολιτική εδώ και 32 χρόνια. Ακόμη και αν θέλω να συνεχίσω αυτή τη δουλειά, σκέφτομαι ότι με τη Συμφωνική της Βοστώνης αναλαμβάνω μια ορχήστρα που με ζήτησε για να διευθύνω όπως θέλω εγώ. Αυτό μου δίνει την ευκαιρία να χτίσω ένα συμφωνικό ρεπερτόριο παρόμοιο με αυτό της Μητροπολιτικής. Μου αρέσει να δουλεύω με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Ετσι θα μπορώ να επαναλάβω πράγματα, να αναπτύξω κάποια άλλα και κάποια άλλα να τα διοργανώσω έτσι όπως τα φαντάζομαι. Η Συμφωνική της Βοστώνης αυτό μου ζήτησε να κάνω. Εχω πολύ καλή υποστήριξη και χορηγία, στοιχεία που μπορεί να βοηθήσουν στην καλλιτεχνική ανάπτυξη. Η Βοστώνη απέχει 40 λεπτά από τη Νέα Υόρκη και έτσι μπορώ να κινούμαι άνετα».


– Υπάρχει ένα άλλο είδος μουσικής για το οποίο έχετε πει από μέσα σας ότι θα θέλατε πολύ να κάνετε;


«Αν είχα τρεις ζωές, θα είχα και αρκετό χρόνο για να κάνω τη μουσική που θέλω. Είμαι πολύ ευχαριστημένος όταν μπορώ να ακούω τη μουσική που μου αρέσει και να την απολαμβάνω».


– Ποιος είναι ο λόγος που ζούμε;


«Καλή ερώτηση. Αν ζεις σε μια περίοδο όπου όλα είναι υπέροχα, τότε είναι και η μουσική υπέροχη. Τι γίνεται όμως όταν οι άνθρωποι είναι ό,τι χειρότερο και η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα; Τότε οι άνθρωποι χρειάζονται ακόμη περισσότερο τη μουσική. Η μουσική αντιπροσωπεύει τη δημιουργικότητα και την πνευματικότητα του ανθρώπου. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα στοιχεία, η ζωή μας δεν θα ήταν τόσο ενδιαφέρουσα. Είναι εντυπωσιακό το ότι η πολιτιστική ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ιστορίας μας σε δύσκολες αλλά και σε εύκολες περιόδους».


– Υπάρχουν κάποια «γιατί» που σας βασανίζουν σε σχέση με αυτό που λέτε;


«Πολλά. Μακάρι οι άνθρωποι να μπορούσαν να συμβιώσουν καλύτερα. Βρισκόμαστε σε αυτόν τον υπέροχο πλανήτη και μερικοί άνθρωποι φοβούνται ακόμη τη διαφορετικότητα του άλλου. Δεν είναι λογική να παίρνουμε κεφάλια και να λέμε ότι έτσι είναι η ανθρώπινη φύση».


– Ποιο είναι το πιο ενδιαφέρον πράγμα που έχουν δει τα μάτια σας και έχουν ακούσει τα αφτιά σας;


«Είμαι κακός σε αυτές τις απαντήσεις. Αν με ρωτήσετε, π.χ., ποιο είναι το αγαπημένο μου αντικείμενο, δεν θα μπορέσω να σας απαντήσω. Οσο και αν έχει ζήσει κάποιος, όσο και αν έχει μελετήσει αυτό που βρίσκει πιο εκπληκτικό, ίσως αυτό να είναι που μια ζωή ολόκληρη δεν του φθάνει να ανακαλύψει. Π.χ., όταν μελετώ την αρχαιοελληνική τέχνη, εκπλήσσομαι από το πώς κατασκεύαζαν αυτά τα πράγματα χωρίς να έχουν στη διάθεσή τους τα μέσα που υπάρχουν σήμερα. Η ζωντάνια προέρχεται από την ατομική δημιουργία, από τα μικρά αντικείμενα. Οσο περισσότερα μαθαίνει κάποιος για την ανθρώπινη φύση και την τέχνη τόσο περισσότερα μαθαίνει για το τι είναι σημαντικό στη ζωή. Για μένα τα σημαντικά προέρχονται από τη φύση, την τέχνη και την αγάπη, από όποιο είδος ανθρώπινης επαφής και αν προέρχεται».


– Σας ευχαριστώ πολύ.


«Κι εγώ σας ευχαριστώ».


Ο Τζέιμς Λιβάιν εμφανίζεται στις 14 Νοεμβρίου στην Αίθουσα Φίλων της Μουσικής του Μεγάρου. Ωρα έναρξης: 20.30.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.