Τέχνη, Διόνυσος, Νουμάς, Παναθήναια

Τέχνη, Διόνυσος, Νουμάς, Παναθήναια Η συγκέντρωση των κριτικών κειμένων του Κωσταντίνου Χατζόπουλου δείχνει πόσο άγνωστο είναι το κεφάλαιο της νεοελληνικής κριτικής. ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ Πολύπλευρη φυσιογνωμία των νεοελληνικών γραμμάτων του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι., ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920), που έγραφε το «Κωνσταντίνος» χωρίς «ν», άφησε διακριτό το στίγμα του σε τρεις

Πολύπλευρη φυσιογνωμία των νεοελληνικών γραμμάτων του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι., ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920), που έγραφε το «Κωνσταντίνος» χωρίς «ν», άφησε διακριτό το στίγμα του σε τρεις τουλάχιστον όψεις της λογοτεχνικής του δράσης. Ο επιμελής μεταφραστής πολλών, σύγχρονών του ιδίως, ευρωπαϊκών θεατρικών έργων, ο ποιητής που το έργο του μεταβαίνει δημιουργικά από τον εντόπιο ηθογραφικό νατουραλισμό στον συμβολισμό και κυρίως ο πεζογράφος που καλλιέργησε με επιτυχία τόσο τον κοινωνικό ρεαλισμό όσο και τον συμβολισμό, συνθέτουν τις τρεις αλληλοσυμπληρούμενες εκδοχές της προσπάθειας του Χατζόπουλου να διαλεχθεί με τα σύγχρονά του ευρωπαϊκά αισθητικά ρεύματα και να μεταδώσει στην Ελλάδα το ρηξικέλευθο ιδεολογικό μήνυμα της εποχής του, τις σοσιαλιστικές ιδέες. Με τη συγκέντρωση στον τόμο Κριτικά κείμενα του συνόλου της γνωστής κριτικής παραγωγής του προσφέρεται η δυνατότητα για την αποτίμηση μιας ακόμη από τις συγγραφικές του όψεις.


Το μεγαλύτερο μέρος της εισαγωγής της φιλολογικής επιμελήτριας Κρίστας Ανεμούδη – Αρζόγλου αφιερώνεται στην παράλληλη εξέταση των βιογραφικών γεγονότων και της πνευματικής δραστηριότητας του Χατζόπουλου. Η λεπτομερειακή βιογράφηση του συγγραφέα είναι ικανοποιητική, μολονότι δεν κομίζει κανένα άγνωστο ως σήμερα στοιχείο. Στο δεύτερο μέρος της εισαγωγής («Τα κείμενα») παρουσιάζεται συνοπτικά και στη χρονική ανέλιξή της η κριτική δραστηριότητα του Χατζόπουλου. Τα διάφορα κριτικά κείμενα, τα οποία κυρίως περιγράφονται και ακροθιγώς κρίνονται, κατανέμονται από την επιμελήτρια σε τρία διαδοχικά εξελικτικά στάδια, τα οποία συνδέονται με τη συμμετοχή – συνεργασία του συγγραφέα σε σημαντικά περιοδικά της εποχής του. Στο πρώτο στάδιο, τα κείμενα της Τέχνης (1899) και του Διόνυσου (1901-1902), τον φανερώνουν θιασώτη της υποκειμενικής λογοτεχνίας και του συμβολισμού, υποστηρικτή του δημοτικισμού, αλλά και αρνητή της ψυχαρικής ορθοδοξίας.



Στη δεύτερη, σημαντικότερη και παραγωγικότερη φάση του κριτικού έργου του, συναρτημένη με τον Νουμά (1907-1911), προβαίνει σε αυστηρή εφαρμογή των σοσιαλιστικών πεποιθήσεών του για τη σχέση της λογοτεχνίας και ευρύτερα της τέχνης με την κοινωνική πραγματικότητα· επίσης αρνείται τον ευρωπαϊκό και τον ελληνικό συμβολισμό και επικρίνει απροσχημάτιστα μεγάλο μέρος της παλαμικής ποίησης. Στο τρίτο στάδιο (1911-1920) τα κείμενα, που διασπείρονται σε διάφορα περιοδικά (όπως η Νέα Ζωή και τα Παναθήναια), είναι στην πλειονότητά τους βιβλιοκρισίες που αποτιμούν εν θερμώ το λογοτεχνικό παρόν, χωρίς όμως τη δογματικότητα και ορμητικότητα της δεύτερης περιόδου. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η αρνητική κριτική για τον Παπαδιαμάντη. Η ανάγνωση σήμερα των κριτικών κειμένων του Χατζόπουλου θέτει δύο κυρίως ερωτήματα: α) Υπάρχει κάποια σχέση αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην κριτική και τη λογοτεχνική δραστηριότητά του και β) ποια είναι η θέση του ως κριτικού, κρινόμενη σε σχέση με τη συνολική κριτική παραγωγή της εποχής του; Η επιμελήτρια δεν θίγει τα παραπάνω ερωτήματα (το δεύτερο αισθάνομαι σωφρόνως). Ο λογοτέχνης – κριτικός αποτελεί μια ιδιάζουσα πνευματική οντότητα. Αναμφίβολα η κριτική δραστηριότητα του Χατζόπουλου επηρεάζεται ή και υποδαυλίζεται από τις φανερές ή και λανθάνουσες ροπές του λογοτεχνικού έργου του ίδιου και των συγχρόνων του. Συμμετέχοντας ο Χατζόπουλος στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι της εποχής του, με την αποτίμηση του έργου δημιουργών όπως οι Παλαμάς, Παπαντωνίου, Μαρκοράς, Καμπύσης, Νιρβάνας, Ταγκόπουλος, Παπαδιαμάντης, καταθέτει έλξεις και απωθήσεις του λογοτεχνικού εαυτού του. Αν πάντως το αναφερόμενο στη λογοτεχνία κριτικό του έργο κριθεί σε σχέση με τις ανανεωτικές τομές που επιχείρησαν τα πεζογραφικά του κυρίως κείμενα, προβάλλει λιγότερο τολμηρό και δευτερεύουσας σημασίας. Κυρίως επειδή μένει αναπόδραστα δεμένο στο λογοτεχνικό παρόν, καθώς δεν προσπαθεί να διακριβώσει τις λογοτεχνικές εξελίξεις στη διαχρονική πορεία τους και στη συνθετική ολότητά τους. Εξάλλου αρκετά κριτικά κείμενά του αποδίδουν συμβατικά τον οφειλόμενο, σύμφωνα με τους κανόνες συμπεριφοράς της λογοτεχνικής συντεχνίας, έπαινο σε μεγαλύτερους σε ηλικία ομοτέχνους, ενώ εκφράζουν την έντονη επιφύλαξή τους έναντι των νέων (χαρακτηριστική είναι η αυστηρή επίκριση του Αλαφροΐσκιωτου του Σικελιανού).


Οι παραπάνω παρατηρήσεις πρέπει να εκτιμηθούν μέσα στο πλαίσιο του γεγονότος ότι ο Χατζόπουλος στην επιλογή των θεμάτων των κριτικών κειμένων του ήταν απερίσπαστος από τις βιοποριστικές ανάγκες που πίεζαν άλλους, μάλλον σημαντικότερους, κριτικούς της εποχής. Από την άλλη πλευρά, η αποτίμηση της προσφοράς του κριτικού Χατζόπουλου, συγκρινόμενης με την υπόλοιπη κριτική παραγωγή του καιρού του, συνιστά επισφαλές εγχείρημα όσο η νεοελληνική κριτική παραμένει, σε σημαντικό βαθμό, η terra incognita της λογοτεχνικής μας ιστορίας.


Ο κ. Ευριπίδης Γαραντούδης είναι ερευνητής του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών και διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.