Αλέξανδρος Τομπάζης

Αλέξανδρος Τομπάζης Αντιμετωπίζω την αρχιτεκτονική σαν ένα είδος σταυρολέξου Ο γνωστός αρχιτέκτονας εκθέτει για πρώτη φορά στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη τις ακουαρέλες του και μιλάει στο «Βήμα» για τη σχέση της αρχιτεκτονικής με τη ζωγραφική και τη γλυπτική Από τη μια στέκεται ο στιβαρός όγκων των κτιρίων του. Κτίρια δημόσια και ιδιωτικά, που εντάχθηκαν ή που πρόκειται να ενταχθούν στην καθημερινότητα του

Αντιμετωπίζω την αρχιτεκτονική σαν ένα είδος σταυρολέξου





Από τη μια στέκεται ο στιβαρός όγκων των κτιρίων του. Κτίρια δημόσια και ιδιωτικά, που εντάχθηκαν ή που πρόκειται να ενταχθούν στην καθημερινότητα του σύγχρονου αστικού τοπίου ­ του ελληνικού ή του παγκόσμιου. Είναι το δημαρχείο στην Κηφισιά, το Ηλιακό Χωριό στην Πεύκη, το υπουργείο Μεταφορών, ο οικισμός για τους σεισμοπαθείς της Καλαμάτας στην ανατολική άκρη της πόλης, αλλά και η εκκλησία των 10.000 πιστών που θα ανεγερθεί στην πόλη Φάτιμα της Πορτογαλίας. Από την άλλη συναντάς τις ακουαρέλες του. Φύσεις νεκρές η θεματική των περισσότερων από αυτές, μαζί με αντικείμενα ταπεινά από τον οικιακό του μικρόκοσμο, «εξαϋλωμένα» από την προσθήκη έντονων χρωμάτων ­ όπως αυτά που έβλεπε μικρός στα σάρι των Ινδών, της χώρας όπου γεννήθηκε. Δύο όψεις του ίδιου κόσμου που ο δημιουργός τους δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να καταργήσει. Ισως επειδή από τα εφηβικά του ήδη χρόνια γνώριζε, χωρίς να ξέρει γιατί, ότι θα γινόταν αρχιτέκτονας και ότι η ζωγραφική θα εισέβαλλε πάντα αθόρυβα στο ασφυκτικό εικοσιτετράωρό του για να πληρώσει μια βαθύτερη ανάγκη προσωπικής έκφρασης.


Την Πέμπτη η Γκαλερί Ζουμπουλάκη εκθέτει για πρώτη φορά τον ζωγραφικό κόσμο ενός από τους πιο γνωστούς έλληνες αρχιτέκτονες, του Αλέξανδρου Τομπάζη.



Γεννημένος στο Καράτσι, μέρος τότε της Ινδίας, ο Αλέξανδρος Τομπάζης άρχισε να μαθαίνει τα πρώτα μυστικά της ζωγραφικής στα γυμνασιακά του χρόνια, τότε που ξέκλεβε στιγμές από τη μελέτη του για να ζωγραφίζει στο εργαστήρι του Νάκη Καρτσωνάκη στην παλιά Κηφισιά. «Ηταν ένα απλό εργαστήρι με μια μικρή αυλή ­ υπήρχε θυμάμαι και μια κληματαριά. Ο Νάκης ήταν ένας ναΐφ, θα μπορούσαμε να πούμε, καλλιτέχνης. Δεν με συγκινούσε ιδιαίτερα η ζωγραφική του, το μάτι του όμως ήταν εξασκημένο και με βοήθησε να «δω» γύρω μου. Ενα απόγευμα μου είπε: «Κοίταξε εσύ να πας να σπουδάσεις αρχιτέκτονας». Τότε δεν ήξερα καν τι σημαίνει αρχιτεκτονική. Πήρα απλώς την απόφαση. Δεν γύρισα ποτέ να κοιτάξω πίσω» εξηγεί ο αρχιτέκτονας στο «Βήμα».


Στη ζωγραφική δεν αφιερώθηκε ποτέ, συνέχισε όμως να ασχολείται μαζί της. «Μαθητής ακόμη, έπαιρνα τα απογεύματα το τρένο μαζί με τον Μιχάλη τον Αξελό και κατεβαίναμε στον Πειραιά. Στήναμε τα σύνεργά μας στις πιο απόμακρες αποβάθρες και ζωγραφίζαμε τους όγκους των μισοσκουριασμένων πλοίων. Η αγαπημένη μας ώρα ήταν γύρω στις πέντε, τότε που το φως μαλάκωνε και ζέσταινε. Ο Αξελός ήταν ήδη εκείνη την εποχή αρκετά ηλικιωμένος. Θυμάμαι ακόμη πώς ρουφούσε αυτό που έβλεπε γύρω του, τις παρατηρήσεις του για τα χρώματα και τις ματιέρες… Εκείνος δούλευε λάδι και εγώ προσπαθούσα με ακουαρέλα».


Στο Πολυτεχνείο ο Αλέξανδρος Τομπάζης είχε δάσκαλο τον Σώχο στην πλαστική. Ζωγραφική δίδασκε τότε ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας. «Θυμάμαι τις ιστορίες του για τις Ινδίες, τις μυρωδιές και τα χρώματα που έφερνε μαζί του… Ηταν δάσκαλος πραγματικός, ένας «κρίκος» ανάμεσα σε εμάς τους μαθητές του και στους μεγάλους καλλιτέχνες που δημιουργούσαν εκείνη την εποχή στην Ευρώπη, όπως ο Λε Κορμπυζιέ» μας λέει, τονίζοντας την επιρροή που άσκησε τότε επάνω του ο σημαντικός αρχιτέκτονας: «Τον θαύμαζα πραγματικά, διέθετε μια τρομακτική μαεστρία στο πλάσιμο του χώρου και της μορφής. Το μοντέρνο κίνημα του χρωστάει πολλά, εκ των υστέρων όμως κατάλαβα ότι είχε πολλά τρωτά. Τα τεράστια κτίρια που κατασκεύασε, περιτριγυρισμένα απλώς από πάρκα, που επηρέασαν γενιές ολόκληρες αρχιτεκτόνων στην Ευρώπη με τα σημερινά τραγικά αποτελέσματα στη δόμηση των πόλεων, αποδείχθηκαν τελικά εντελώς ακατάλληλα».



Βραβευμένος σήμερα σε περισσότερους από 70 πανελλήνιους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και σε 10 διεθνείς ­ «οι διαγωνισμοί είναι ένας τρόπος να επιβιώσεις όταν είσαι νέος αλλά και να κρατηθείς νέος όταν δεν είσαι πια» ­, με δεκάδες δημοσιεύσεις και διαλέξεις στο ενεργητικό του, ο Αλέξανδρος Τομπάζης βρίσκει πάντα χρόνο τα πρωινά του Σαββάτου και της Κυριακής για να ζωγραφίσει. Εδώ και αρκετό καιρό την οπτική του έχει διαφοροποιήσει η χρήση μιας μεικτής τεχνικής σχεδίου με μελάνι ή μαρκαδόρο και ακουαρέλα, «κάτι που μου επιτρέπει να δομώ αφενός το θέμα μου με μικρότερη ή μεγαλύτερη αφαίρεση και αφετέρου να του προσδίδω, με την προσθήκη του χρώματος, το στοιχείο του ονειρικού, της ανάμνησης… Τα «περιβάλλοντα» που δημιουργούνται μπορούν κατ’ αυτόν τον τρόπο να είναι είτε φανταστικά είτε εγγύτερα σε ένα πραγματικό περιβάλλον».


Παρά την εμμονή του σε αντικείμενα ασήμαντα, οι συνθέσεις του προδίδουν συχνά μέσα από τη «μνήμη γεωμετρικής πειθαρχίας» την «αρχιτεκτονική» του σκέψη. «Αυτό που με ενδιαφέρει τόσο στα κτίρια όσο και στα πράγματα είναι η δομή τους. Και τα δύο έχουν για μένα πλαστικό ενδιαφέρον παρά τη διαφορετική τους κλίμακα. Η διαφορά τους βέβαια βρίσκεται στο ότι στη μεν ζωγραφική υπάρχει μια άμεση επαφή του δημιουργού με το έργο του που εμπεριέχει μεγάλη δόση αυθορμητισμού, ενώ στην αρχιτεκτονική το τελικό προϊόν είναι αποτέλεσμα διαλόγου και συλλογικής δουλειάς. Στη θέση του αυθορμητισμού υπάρχει εδώ ένα πάντρεμα τέχνης και τεχνικής. Ο αρχιτέκτονας, το έχω πει και παλαιότερα, πρέπει να έχει την καρδιά του στον ουρανό και τα πόδια του στη γη. Οπως καταλαβαίνετε, αναφέρομαι στην Αρχιτεκτονική με το Α κεφαλαίο και όχι στα κτίρια που ικανοποιούν απλώς τις λειτουργικές τους ανάγκες. Από την άλλη, για να θεωρείσαι αρχιτέκτονας πρέπει να είσαι όχι μόνο καλλιτέχνης αλλά και πολίτης. Είναι μοιραίο σε κάθε δημιουργία να αφήνεις ένα κομμάτι από το Εγώ σου. Κάθε κτίριο όμως από τη στιγμή που ολοκληρώνεται αποτελεί μια πράξη πολιτική και επομένως δεν έχει λόγο ύπαρξης αν είναι άχρωμο, άοσμο και άγευστο».


Η απόσταση που χωρίζει την αρχιτεκτονική από τη ζωγραφική είναι μικρότερη στην περίπτωση της γλυπτικής, με την οποία επίσης ασχολείται κάποιες από τις ελεύθερες ώρες του. «Η αρχιτεκτονική για μένα είναι ένας γλυπτικός χώρος που βιώνεται. Πάρτε για παράδειγμα ένα πεζούλι σε μια βουνοπλαγιά. Παρατηρήστε πώς ανθρώπινα μορφώνεται. Θα μπορούσατε να πείτε ότι είναι γλυπτική. Με τη διαφορά ότι το συγκεκριμένο «προϊόν» έχει χρηστική αξία και επομένως αποτελεί κομμάτι της αρχιτεκτονικής».


Οι απαντήσεις του είναι λιτές όταν του ζητάμε να ερμηνεύσει τις συνθέσεις του, «ζωγραφίζω απλώς τη χαρά της ζωής», σε αντίθεση με εκείνες που περιστρέφονται γύρω από την αρχιτεκτονική. «Αντιμετωπίζω την αρχιτεκτονική σαν ένα είδος σταυρολέξου που πρέπει να επιλύσω. Ενα είδος παιχνιδιού με παίκτες και κανόνες που αλλάζουν κατά τη διάρκειά του. Υπάρχουν, για παράδειγμα, κτίρια που όταν ολοκληρώθηκαν είχαν απομακρυνθεί από την αρχική τους σύλληψη, όπως το κτίριο των γραφείων της ΕΤΒΑ στη Συγγρού. Σχεδιάστηκε με βάση το γυαλί στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν όμως άρχισε να κατασκευάζεται 10 περίπου χρόνια αργότερα είχα ήδη επηρεαστεί από τους νόμους της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής. Αν το σχεδίαζα τότε, δεν θα έκανα ποτέ ένα ομοιόμορφο ουδέτερο γυάλινο κτίριο!».


Η έκθεση ζωγραφικής του Αλέξανδρου Τομπάζη στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη (πλατεία Κολωνακίου 20) εγκαινιάζεται την Πέμπτη στις 8 μ.μ. Θα παραμείνει ανοιχτή ως τις 8 Οκτωβρίου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.