«Με κάθε νέα πρόκληση, με κάθε νέα προσβολή του Ντόναλντ Τραμπ, τουλάχιστον δύο από τους «συναδέλφους» του, ο Βλαντίμιρ Πούτιν της Ρωσίας και ο Σι Τζινπίνγκ της Λαϊκής Κίνας, πρέπει να χαίρονται. Αυτός ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι πρωταθλητής στην υποβάθμιση της εικόνας της φιλελεύθερης δημοκρατίας παγκοσμίως» γράφει ο «Monde».
Εκφράζοντας τους ίδιους φόβους για το μέλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας, δεκάδες δημοσιεύματα μιλάνε για την κατεδάφιση του δυτικού δημοκρατικού προτύπου, με αφορμή την πρώτη επέτειο της ανάληψης της εξουσίας από τον Τραμπ.
Το πρόσφατο σχόλιό του για τις «χώρες-αποπάτους» –την Αϊτή και ορισμένα αφρικανικά κράτη, οι πολίτες των οποίων μεταναστεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες –κυκλοφόρησε ευρέως στη Μόσχα και στο Πεκίνο. Δεν είναι περίεργο. «Οι Κινέζοι και οι Ρώσοι δίνουν μια ιδεολογική μάχη για να υπερασπιστούν τον πολιτικό αυταρχισμό. Είναι ένας αγώνας που διεξάγεται αποφασιστικά στον ΟΗΕ, με τακτικές επικρίσεις κατά της δημοκρατίας της Δύσης. Στόχος είναι να διασφαλιστεί η νομιμότητα του αυταρχικού τρόπου διακυβέρνησης και φιλοδοξία να προωθηθούν διαφορετικές ερμηνείες της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το μήνυμα είναι διττό: η «ερμηνεία» μας αξίζει το ίδιο με τη δική σας και οι αξίες σας δεν έχουν το μονοπώλιο της καθολικότητας. Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι μια υποκρισία που ασκείται από χώρες λίγο ως πολύ παρακμιακές και οι οποίες, εξαιτίας του παρελθόντος τους, δεν νομιμοποιούνται να δίνουν μαθήματα σε κανέναν» γράφει ο «Monde». Να γιατί ρωσικά και ιρανικά μέσα ενημέρωσης που εκπέμπουν στα αραβικά κάλυψαν ευρέως τον τελευταίο «τραμπισμό». Το παγκόσμιο τηλεοπτικό δίκτυο της Κίνας έκανε το ίδιο στην Ασία και στην Αφρική. Το μήνυμά τους; Ο αμερικανός πρόεδρος είναι ρατσιστής. Η Δύση δεν δικαιούται να μας κάνει κηρύγματα.
Το συμπέρασμα πολλών αναλυτών, και στις ΗΠΑ, είναι ότι απονομιμοποιώντας τα αμερικανικά θεσμικά όργανα ο Τραμπ εργάζεται για την αποδόμηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, με μια συμπεριφορά που απειλεί και μειώνει καθημερινά την ελκυστικότητα του φιλελεύθερου μοντέλου.
Εκ της θέσεώς του, ο Τραμπ θα έπρεπε να είναι ο θεματοφύλακας των αμερικανικών δημοκρατικών θεσμών. Αντ’ αυτού, εκείνος τους διαβρώνει, τον έναν μετά τον άλλον. Ο 45ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ασκεί το ψέμα ως μορφή διακυβέρνησης. Το μήνυμα δεν είναι ουδέτερο. «Αποδυναμώνοντας τη φιλελεύθερη δημοκρατία στις ΗΠΑ, ο Τραμπ ενθαρρύνει εκείνους που την αμφισβητούν στη διεθνή σκηνή. Με αυτή την έννοια, ο Τραμπ είναι ιστορικά σημαντικός. Ανέλαβε την προεδρία της Αμερικής σε μια εποχή που ο δημοκρατικός-φιλελεύθερος τρόπος διακυβέρνησης χάνει έδαφος, ήδη εδώ και αρκετά χρόνια. Αλλά το παράδειγμα που δίνει ο Τραμπ ενισχύει την τάση.
Το 1989, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η φιλελεύθερη δημοκρατία –με την οικονομία της αγοράς –θεωρήθηκε μια μορφή αναπόφευκτης πολιτικής εξέλιξης. Με τον δικό της ρυθμό, κάθε χώρα θα μετατρεπόταν σε αυτήν και ο αριθμός των δημοκρατιών θα αυξανόταν παγκοσμίως.
Αλλά από την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, και με την οικονομική κρίση του 2008, η λάμψη του μοντέλου της έχει αμαυρωθεί. Από το 2000, ο κόσμος έχει χάσει περίπου 20 δημοκρατίες, οι οποίες έχουν διολισθήσει σε μια περισσότερο ή λιγότερο οξεία μορφή αυταρχισμού. Τους τελευταίους μήνες έχουν συσσωρευθεί βιβλία με το ακόλουθο θέμα: Μήπως ο χρόνος της φιλελεύθερης δημοκρατίας έχει τελειώσει;».

Πώς επηρεάζεται η ΕΕ

Οι ίδιοι φόβοι εκφράζονται και στην Ευρώπη. Δύο από τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Ουγγαρία και η Πολωνία, αλλάζουν πλευρά κινούμενες προς την ανελεύθερη δημοκρατία. Για αυτές τις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, η επιστροφή στο δυτικό στρατόπεδο σήμαινε τρία πράγματα: ελεύθερες εκλογές, κράτος δικαίου και οικονομία της αγοράς. Διατηρούν τις εκλογές και την οικονομία της αγοράς, αλλά στην Πολωνία παρακολουθούμε την αποδόμηση του κράτους δικαίου και στην Ουγγαρία τη διάλυσή του.
Η αρχή της ανελεύθερης δημοκρατίας είναι απλή: το κόμμα που κερδίζει τις εκλογές γίνεται ο ιδιοκτήτης του κράτους. Η ανώτατη δημόσια διοίκηση, η Δικαιοσύνη, το Συνταγματικό Δικαστήριο, η αστυνομία, η δημόσια ραδιοτηλεόραση, όλα περνούν στον έλεγχο του νικητή των εκλογών. Η αυταρχική απόκλιση επιτίθεται στη διάκριση των εξουσιών, στην ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης και στην πολιτική ουδετερότητα της δημόσιας διοίκησης: το DNA του φιλελεύθερου κράτους δικαίου δέχεται επίθεση από τον Βίκτορ Ορμπαν στη Βουδαπέστη και από τον Γιάροσλαβ Κατσίνσκι στη Βαρσοβία. Το δικό τους μοντέλο είναι πιο κοντά στον αυταρχισμό της Ρωσίας του Πούτιν ή της Τουρκίας του Ερντογάν παρά στην ΕΕ. Εξ ου και η χαρά του Ορμπαν όταν ανακοινώθηκε η εκλογή του Τραμπ.
Για να εξηγήσουν αυτή την υποχώρηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αναλυτές επικαλούνται τους ίδιους λόγους: τη μετανάστευση, την πολυπολιτισμικότητα που επιβάλλεται σε βάρος της εθνικής ταυτότητας, τον ριζοσπαστικό ατομικισμό, τη διάλυση του συλλογικού συμφέροντος, τις διευρυνόμενες ανισότητες, το τεχνολογικό χάος. «Το φιλελεύθερο πρότυπο πρέπει να ανανεωθεί. Ενα από τα χαρακτηριστικά του είναι η ικανότητά του να αναγεννιέται –άλλο αν ο Τραμπ προτιμάει να συμμετάσχει στην κατεδάφισή του» καταλήγει ο «Monde».

HeliosPlus