Το βράδυ της 15ης Ιανουαρίου 1919, άντρες των γνωστών ως Freikorps παραστρατιωτικών μονάδων, που είχαν ήδη «επιβάλει την τάξη» στους δρόμους του Βερολίνου, συνέλαβαν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Καρλ Λίμπκνεχτ και άλλους ηγέτες των λεγόμενων Σπαρτακιστών. Υστερα από σύντομη «ανάκριση» στο αρχηγείο των Freikorps, στο ξενοδοχείο «Εden», και αφού πρώτα ένας γιγαντόσωμος στρατιώτης τούς είχε ανοίξει το κεφάλι με το όπλο του, γύρω στα μεσάνυχτα οι κρατούμενοι φορτώθηκαν ημιαναίσθητοι σε αυτοκίνητα και, λίγο αργότερα, δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ. Το πτώμα της Ρόζας ρίχτηκε σε κανάλι, απ΄ όπου ανασύρθηκε φριχτά παραμορφωμένο, ύστερα από τεσσερισήμισι(!) μήνες, στις 31 Μαΐου του ίδιου χρόνου. «Οίκοθεν νοείται», βέβαια, ότι ουδείς παραπέμφθηκε ή δικάστηκε ποτέ για τις δολοφονίες.

Δεκαπέντε μέρες όλες κι όλες πρόλαβε η Ρόζα Λούξεμπουργκ να ζήσει ως μέλος της ηγεσίας του ΚΚ Γερμανίας: από τις 30 Δεκεμβρίου 1918, οπότε ιδρύθηκε το νέο κόμμα (κυρίως από μέλη της Spartakusbund και των λεγόμενων «αριστερών ριζοσπαστών», αλλά και με προτροπή του Ράντεκ, απεσταλμένου των Μπολσεβίκων στο Βερολίνο), έως τις 15 Ιανουαρίου 1919. Ανοργάνωτο και απαράσκευο, πέντε(!) μόλις μέρες μετά την ίδρυσή του, το νέο κόμμα θα εμπλακεί σε μια ένοπλη σύγκρουση που θα γίνει γνωστή ως Εξέγερση των Σπαρτακιστών.

Στο ιδρυτικό συνέδριο του κόμματος η Ρόζα είχε ήδη διαφωνήσει με τους συντρόφους της (αλλά και με τον Ράντεκ) στο θέμα της συμμετοχής ή μη στις επικείμενες εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση, αυτή από την οποία προέκυψε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Μια ετερόκλητη πλειοψηφία «υπερεπαναστατών» υποστήριζε την αποχή από κάθε θεσμό της «αστικής δημοκρατίας». Αλλά και στο θέμα της ένοπλης εξέγερσης, κάποιοι θερμοκέφαλοι και θερμόαιμοι, ανυπομονώντας να μιμηθούν τους Μπολσεβίκους, έσπευσαν να ρίξουν το αρτιγέννητο και ισχνό ακόμη κόμμα στην περιπέτεια της μετωπικής σύγκρουσης, δίχως συμμάχους και δίχως καν την «ευμενή ουδετερότητα» των ευρύτερων εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.

Η πρόωρη και χωρίς προοπτική σύγκρουση ήταν ό,τι φοβόταν περισσότερο η Ρόζα. Λέγεται ότι, όταν ο Λίμπκνεχτ τής ανήγγειλε την απόφαση για ένοπλη εξέγερση, εκείνη χλώμιασε και ψέλλισε: «Καρλ, πώς μπόρεσες; Και με το πρόγραμμά μας [που άλλα, βέβαια, έλεγε] τι γίνεται;». Φαίνεται, πράγματι, πως ο παρορμητικός και πληθωρικός Λίμπκνεχτ ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για τη μοιραία απόφαση. Φλογερός ρήτορας, πραγματικός «ιεραπόστολος» της επανάστασης αλλά ελάχιστα «πολιτικό ζώο», ο Καρλ Λίμπκνεχτ ούτε την πολιτική οξυδέρκεια ούτε την «επαναστατική σύνεση» της Ρόζας διέθετε.

Μολαταύτα, παρά τις διαφωνίες της και τη βεβαιότητά της ότι κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες η ένοπλη εξέγερση δεν είχε καμιά ελπίδα και προοπτική, για τη Ρόζα ήταν θέμα «επαναστατικής τιμής», όπως έλεγε, να σταθεί στο πλευρό των βερολινέζων εργατών που είχαν ξεση κωθεί. Δύο μόλις μέρες πριν δολοφονηθεί, στο πασίγνωστο κείμενό της «Τάξις επικρατεί στο Βερολίνο» (φράση που τόσοι και τόσοι αριστεροί ρήτορες και αρθρογράφοι την έχουν έκτοτε χρησιμοποιήσει), η Ρόζα έσπευδε να προσθέσει: «Η “τάξις” αυτή, όμως, είναι χτισμένη στην άμμο. Αύριο η επανάσταση θα ξαναγεννηθεί». Αταλάντευτη πίστη στην τελική νίκη της επανάστασης; Ή μήπως ανάγκη να τονωθεί το ηθικό των ηττημένων και απογοητευμένων βερολινέζων εργατών; Δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τη σκέψη της Ρόζας, και τη στάση της σε κρίσιμα ζητήματα, τη διαπότιζε πάντοτε η πίστη στην αυταξία της δημοκρατίας, η πεποίθηση πως η επανάσταση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την μπλανκιστικού / λενινιστικού τύπου εξέγερση. Με άλλα λόγια, η Ρόζα ήταν βέβαιη πως η υποκατάσταση της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης και συμμετοχής από την όποια δυναμική και αποφασισμένη «πρωτοπορία» είναι όχι μόνο αδιέξοδη, αλλά και προορισμένη να γεννήσει νέες μορφές αυταρχισμού. Ως προς αυτό, αξίζει νομίζω να παρατεθεί ένα μικρό απόσπασμα από την κριτική που είχε ασκήσει στη Ρωσική Επανάσταση:

«Είναι φανερό ότι ο σοσιαλισμός, από την ίδια του τη φύση, δεν μπορεί να παραχωρηθεί, δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί με ουκάζια […]. Πνίγοντας την πολιτική ζωή σε όλη τη χώρα, είναι μοιραίο να παραλύει ολοένα περισσότερο η ζωή σε αυτά τα ίδια τα σοβιέτ. Χωρίς γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία του Τύπου και των συγκεντρώσεων, ελεύθερη πάλη των ιδεών, η ζωή ξεψυχάει σε όλους τους δημόσιους θεσμούς, γίνεται μια ζωή επιφανειακή, όπου η γραφειοκρατία μένει το μόνο ενεργό στοιχείο […]». Και εν κατακλείδι:

«Η ελευθερία μόνο για τους οπαδούς της κυβέρνησης και μόνο για τα μέλη του κόμματοςόσο πολυάριθμα κι αν είναι αυτά- δεν είναι ελευθερία. Η ελευθερία νοείται πάντοτε ως ελευθερία γι΄ αυτόν που σκέφτεται διαφορετικά».

Αναγκαία όσο και σημαντική διευκρίνιση: αυτά γράφονται από τη Ρόζα την άνοιξη του 1918, στη φυλακή (όπου βρισκόταν για την αντιπολεμική δράση της). Με άλλα λόγια, έξι μόλις μήνες μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, όταν οι Μπολσεβίκοι περιβάλλονταν με το φωτοστέφανο της πρόσφατης νίκης τους, αλλά και όταν κάποια πρώτα δείγματα γραφής ήταν αρκετά για να ανησυχούν σοβαρά όσοι δεν ήταν διατεθειμένοι να κάμουν εκπτώσεις στη δημοκρατική τους «λογική και ευαισθησία». Ας μην ξεχνάμε πως, επίσης λίγους μήνες πριν, τον Ιανουάριο του 1918, ο Λένιν έδινε εντολή στη φρουρά του κτιρίου να διαλύσει(!) την πρόσφατα εκλεγμένη Συντακτική Συνέλευση, στην οποία το κόμμα των Μπολσεβίκων δεν είχε καταφέρει να κερδίσει παρά μόνο το 25% των εδρών (175 από τις 707).

Οποιος δεν εθελοτυφλούσε ήταν εύλογο να ανησυχεί μαθαίνοντας αυτά τα νέα. Και η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε την οξυδέρκεια, την ιδεολογική σκευή, αλλά και τη βούληση (αυτήν, κυρίως) να «βλέπει» σε πόσο επικίνδυνους και ολισθηρούς δρόμους μπορούσε να οδηγήσει η αντίληψη που θεωρεί τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και τις δημοκρατικές ελευθερίες «αστικά κατάλοιπα» και «λεπτομέρειες στην πορεία προς τον σοσιαλισμό».

Ο κ. Α. Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.