Η ερώτηση είναι προσποιητά αυστηρή: «Θέλω να πιστεύω ότι όλοι εμείς εδώ πέρα είμαστε άνθρωποι που κλίνουν προς την Αριστερά, έτσι δεν είναι;». Ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ χαμογελά ακούγοντας τα «ναι, βέβαια» και βλέποντας τα πρόσωπα των δημοσιογράφων να γνέφουν καταφατικά. Κλείνει το μάτι πονηρά και σε μια συνάδελφο από τη Βενεζουέλα. «Ωραία. Επομένως δεν θα χρειαστεί να απολογηθώ σε κανέναν για την ταινία». Γέλια πέφτουν στο τραπέζι της πλαζ του ξενοδοχείου Carlton των Καννών όπου βρίσκομαι μαζί με τον μεξικανό ηθοποιό και μερικούς ακόμη δημοσιογράφους από διάφορα μέρη του κόσμου. Το σκηνικό δεν μοιάζει επαναστατικό, αλλά η κουβέντα επανέρχεται διαρκώς στην πολιτική, στη δημοκρατία και στις επαναστάσεις. Παλαιές και νέες.

Η ταινία στην οποία ο Μπερνάλ αναφέρεται και θα κάνει την πρεμιέρα της στο προσεχές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης πριν από τη διανομή της στις αίθουσες είναι το «Νο» του Χιλιανού Πάμπλο Λαραΐν. «Νο», όπως λέμε «όχι». Για μία ακόμη φορά, μετά το «Post Mortem» και τον «Τόνι Μανέρο», ο Πάμπλο Λαραΐν επιστρέφει στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν της χώρας του για να αφηγηθεί μια ξεχασμένη, αλλά πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που εκτυλίχθηκε το 1988, όταν ο δικτάτορας της Χιλής Αουγκούστο Πινοσέτ αποφάσισε να κάνει δημοψήφισμα θέτοντας στον λαό το ερώτημα «Ναι» ή «Οχι» για την κυβέρνησή του. Με πενιχρά μέσα και υπό τη διαρκή παρακολούθηση των κατασκόπων του Πινοσέτ, η αντιπολίτευση ανέθεσε την καμπάνια του «Οχι» σε μια ομάδα νεαρών διαφημιστών που κατέστρωσαν ένα τολμηρό σχέδιο για να υπερισχύσουν στην κάλπη. Απώτερος στόχος τους η απελευθέρωση της Χιλής από τον ζυγό της δικτατορίας.

Η καμπάνια του «Οχι» είναι η ιστορία της ομότιτλης ταινίας του Πάμπλο Λαραΐν, ο οποίος έκανε τη δική του «παρέμβαση» στην Ιστορία, δημιουργώντας έναν ήρωα μυθοπλασίας, έναν νεαρό θρασύ, αλλά και εξαιρετικά ταλαντούχο διαφημιστή, τον Ρενέ Σααβέδρα, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής της καμπάνιας του «Οχι». Αυτόν τον ήρωα υποδύεται ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ. «Στην πραγματικότητα ο Ρενέ Σααβέρδα δεν υπάρχει», είπε ο Μπερνάλ, «είναι ένα αμάλγαμα δύο διαφορετικών χαρακτήρων, των υπεύθυνων επικοινωνίας που είχαν την ιδέα για την πολιτική καμπάνια του “Οχι”». Ο Μπερνάλ συναντήθηκε μαζί τους και ο Λαραΐν τούς έδωσε δύο μικρούς ρόλους στην ταινία.

Νικώντας τον Πινοσέτ

Το τελικό αποτέλεσμα της αναμέτρησης στο δημοψήφισμα ήταν 53% «Οχι» στη δικτατορία του Πινοσέτ και 47 % «Ναι». Για τον Μπερνάλ η επιτυχία που είχε στη Χιλή η καμπάνια του «Οχι» (η οποία υπήρξε αφετηρία για ανάλογες καμπάνιες σε πολλά σημεία της Λατινικής Αμερικής) οφειλόταν στον παράγοντα της έκπληξης. Για τα μέτρα της εποχής στην οποία αναφέρεται η ταινία, αλλά και για τη χώρα στην οποία εκτυλίσσεται η ιστορία, το επικοινωνιακό παιχνίδι των φιλελεύθερων ήταν πρωτάκουστο, γι’ αυτό και στην αρχή οι ιδέες των εγκεφάλων του βρήκαν εχθρούς ακόμη και στην πλευρά της Αριστεράς. Ωστόσο, ο Μπερνάλ θεωρεί ότι ήταν μάλλον εύκολο να κερδίσει κανείς τον Πινοσέτ, επειδή πολύ απλά εκπροσωπούσε τη στρατιωτική δικτατορία, άρα κάτι «τρομακτικό, άσχημο και βαρετό, χωρίς ελπίδα. Ενα τίποτε. Στην πραγματικότητα οι στρατιωτικοί έπεσαν στην παγίδα που έστησαν μόνοι τους. Γιατί όταν με αυτό το δημοψήφισμα προσπάθησαν να ακολουθήσουν τα χνάρια του φιλελεύθερου συστήματος, δεν σκέφτηκαν ότι ο φιλελευθερισμός είναι επίσης υπεύθυνος των κανόνων του παγκόσμιου εμπορίου που προσφέρει ένα καλύτερο προϊόν. Και αυτό που προσέφεραν οι φιλελεύθεροι δεν ήταν ένας πολιτικός ηγέτης, αλλά ένα σύνθημα με όραμα: η ευτυχία έρχεται. Και για τις δύο πλευρές. Ο ήλιος θα ανατείλει και πάλι στη Χιλή. Για όλους».

Αλλά, και πάλι, υπενθυμίζω στον Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, μετά το δημοψήφισμα, οι στρατιωτικοί πήραν το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 47% υπέρ του Πινοσέτ. «Ναι, γιατί πολύς κόσμος αγαπούσε τον Πινοσέτ. Ακόμη και χαμένος, πήρε μια έδρα στη γερουσία. Ομως η νίκη των φιλελεύθερων ήταν με νοκ άουτ».

Επαναλαμβάνω στον Μπερνάλ αυτό που μου είχε πει λίγο πριν ο Πάμπλο Λαραΐν, ο σκηνοθέτης της ταινίας. Οτι, κατά τη γνώμη του, αρκετός κόσμος ψήφισε «Ναι» στον Πινοσέτ από φόβο για το ενδεχόμενο να χάσει αυτά που είχε κερδίσει ως τότε. «Ασφαλώς» απαντά ο ηθοποιός. «Μα νομίζω ότι, πέραν της αληθινής ιστορίας, αυτό για το οποίο η ταινία μιλά και από το οποίο αντλεί μια αίσθηση επικαιρότητας είναι η αποδόμηση της έννοιας της δημοκρατίας. Το “No” δείχνει ότι η δημοκρατία είναι μια πολυσύνθετη, συζητήσιμη έννοια, γεμάτη αντιφάσεις».

Για όλα φταίνε οι εκλογές

Για τον Μπερνάλ, ακόμη και ο θρίαμβος της δημοκρατίας δεν είναι ποτέ πλήρης. «Νομίζουμε ότι οι δίκαιες εκλογές είναι η αρένα της δημοκρατίας και από εκεί αντλούμε τις ελπίδες μας. Κοιτάζουμε την πολιτική καμπάνια του κάθε κόμματος και λέμε “μα, ναι, φυσικά, αυτό σημαίνει δημοκρατία”. Και όμως, υπό αυτή την έννοια είμαστε πολύ αφελείς. Προσωπική μου άποψη, έχοντας παίξει σε αυτήν την ταινία, αλλά και ως πολίτης απογοητευμένος από το σύστημα της δημοκρατίας, είναι ότι στις εκλογές πρέπει να είμαστε κυνικοί. Δεν χρειάζεται να πιστεύουμε παθιασμένα σε ό,τι ακούμε από τον κάθε υποψήφιο. Γιατί είναι ξεπερασμένος, ξεπλυμένος, γιατί δεν έχει συναίσθημα και επειδή, στην τελική, στη δημοκρατία είναι που θα υπάρξουν άνθρωποι που τελικά θα ψηφίσουν αντίθετα από εσένα, θα ψηφίζουν έναν ηλίθιο».

Αν, όμως, όλα αυτά ακούγονται απογοητευτικά για το δημοκρατικό εκλογικό σύστημα, ο Μπερνάλ βρίσκει αλλού την ελπίδα. «Προσωπική μου άποψη είναι ότι η δημοκρατία δεν είναι κάτι που συμβαίνει στις εκλογές και στις κάλπες. Συμβαίνει στην καθημερινότητά μας, στο να μιλάμε μεταξύ μας, στις σχέσεις μας, στο χτίσιμο μιας κοινωνίας, στην προβολή του προσώπου σου μπροστά σε αυτό που πιστεύεις, στην ανταλλαγή επιχειρημάτων και στον διάλογο. Μπορεί να ακούγομαι μελό, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι εκεί βρίσκεται η δημοκρατία και όχι στις έντιμες εκλογές όπως μας μαθαίνουν στο σχολείο. Πάει πολύ πιο μακριά από εκεί και, αν θέλετε τη γνώμη μου, το πιο άσχημο στοιχείο της δημοκρατίας είναι οι εκλογές» Ο Μπερνάλ μνημονεύει μια σκηνή της ταινίας στην οποία ακούγεται ότι η καμπάνια του «Οχι» έγινε με στόχο να υπάρξει ολοκληρωτική νίκη. Αργότερα, όμως, όταν κάτι τέτοιο αποδεικνύεται ανέφικτο, ο συμβιβασμός είναι αναπόφευκτος.

«Εσείς δεν βγάλατε τη Χρυσή Αυγή;»

Του επισημαίνω ότι προέρχομαι από την Ελλάδα και γελάει. Γελάει γιατί καταλαβαίνει. Πολύ καλά. «Εσείς δεν βγάλατε νεοναζί στο Κοινοβούλιο;» με ρωτά. «Κάτω από ποιες διαδικασίες τους βγάλατε; Μα, φυσικά, κάτω από δημοκρατικές διαδικασίες. Να, λοιπόν, γιατί έχει ενδιαφέρον να εξετάσεις τους φόβους και τις δημοκρατικές διαδικασίες στην καθημερινότητα, όχι μόνο στις εκλογές. Το να κάνεις μια ταινία, ας πούμε, είναι μέρος μιας δημοκρατικής διαδικασίας. Το να γράφεις. Ο μόνος τρόπος για να ξεφύγεις, έλεγε ο Κάρλος Φουέντες, είναι να γράφεις βιβλία, να γυρίζεις ταινίες, να παίζεις ποδόσφαιρο, να χορεύεις! Η δημοκρατία είναι πολύ νέα ακόμη, πολύ ιδεαλίστρια. Αν τη σκοτώσεις νέα, τότε την έβαψες».

Για τον Μπερνάλ, οι αντιφάσεις της δημοκρατίας ενδεχομένως αποτελούν κομμάτι της γοητείας της. Δίνει το παράδειγμα των πρόσφατων εκλογών στη Γαλλία. «Ηταν δημοκρατικές;» αναρωτιέται. «Δεν ξέρω. Εμένα μου έκανε σαν να έβλεπα τον Ροναλντίνιο να παίζει εναντίον του Ρονάλντο σε ποδοσφαιρικό αγώνα. Γι’ αυτό και λέω ότι αν πάρουμε τις εκλογές του δημοκρατικού συστήματος πιο κυνικά, θα το ευχαριστηθούμε περισσότερο. Πάρτε αυτό που γίνεται στις ΗΠΑ. Κατάφεραν να διασύρουν κοτζάμ πρόεδρο επειδή μπλέχτηκε σε σεξουαλικό σκάνδαλο και εκείνος επιχειρηματολόγησε λέγοντας ότι δεν ήταν σεξουαλικό, γιατί του έκαναν μόνον τσιμπούκι. Ελα τώρα… Μόνο στη δημοκρατία μπορείς να δεις τέτοια πράγματα να συμβαίνουν».

Ο Γκαρσία Μπερνάλ είναι τόσο καταρτισμένος για τα πάντα, που μιλώντας μαζί του έχεις την αίσθηση ότι μιλάει ένας ηθοποιός που στοχεύει ενδεχομένως στην πολιτική. Εύλογα τον ρωτώ αν σκέφτεται κάποια στιγμή να στραφεί στην πολιτική. «Εγώ; Ποτέ! Θα ήμουν τρελός. Ακριβώς επειδή είμαι καλλιτέχνης, μπορώ να νιώθω την ελευθερία της έκφρασης, λέω αυτά που νιώθω ανοιχτά, χωρίς να φοβάμαι. Αν ήμουν πολιτικός, θα έπρεπε εκ των πραγμάτων να δαγκώνω κατά μία έννοια τη γλώσσα μου, να μη λέω αυτά που σκέφτομαι, δεν θα τολμούσα να μιλήσω όπως νιώθω γιατί ό,τι και να έλεγα θα στρεφόταν εναντίον μου».

Αδελφοσύνη και Τσε

Την ίδια ώρα, όμως, ο μεξικανός ηθοποιός πιστεύει ότι ένα «νέο πρόσωπο πολιτικής έχει αρχίσει σιγά σιγά να δημιουργείται στον κόσμο. «Δεν έχει να κάνει με τις εκλογές, δεν είναι ζήτημα αριστεράς και δεξιάς αντίληψης. Εχω την αίσθηση ότι πρέπει πλέον να αντιμετωπίζουμε τον κόσμο σαν να πρόκειται για μια αδελφοσύνη. Και πού τη βρίσκουμε; Δεν ξέρω, ίσως στην τέχνη με μια ευρεία έννοια. Οχι απαραιτήτως στο να κάνεις μια ταινία ή έναν πίνακα. Τέχνη στη ζωή. Εκεί μπορεί να βρίσκεται η απάντηση. Κανείς δεν ξέρει. Νομίζω ότι υπάρχει κάτι εκεί». Γι’ αυτό άλλωστε στον Μπερνάλ αρέσει να είναι ένας outcast. Ενας αουτσάιντερ.

«Αλλά δεν είστε ένας αουτσάιντερ» του λέω αμέσως. Και δεν είναι. Δύσκολα αποκαλείς κάποιον έτσι όταν τον σταματούν στον δρόμο για αυτόγραφα, όταν είναι ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους λατίνους ηθοποιούς στον κόσμο, όταν, με μία λέξη, είναι ένας σταρ. Ο Μπερνάλ απαντά: «Κι αυτό μπορεί να παρεξηγηθεί, αλλά, όταν έγινα πατέρας, ένιωσα πιο αουτσάιντερ απ’ ό,τι ένιωθα ως τότε. Ενιωσα να γίνομαι περισσότερο ιδεαλιστής, γιατί έπιασα τον εαυτό μου να έρχεται σε κόντρα με τον μηχανισμό, γιατί ένιωσα ότι η πατρότητα με απελευθέρωσε βγάζοντάς με από το σύστημα. Κάποτε ευχαριστιόμουν όταν βρισκόμουν στις Κάννες. Σήμερα, δεν με ενδιαφέρει και τόσο πολύ. Γιατί τώρα κάνω επιλογές και παίρνω αποφάσεις που δεν συγχρονίζονται με αυτό που επιβάλλει το σύστημα. Ακόμη και οικονομικές αποφάσεις. Γι’ αυτό είμαι ένας αουτσάιντερ. Και έτσι θα παραμείνω».

Η ώρα περνάει, ο Μπερνάλ πρέπει να φύγει. Τον ρωτώ αν θα δει την τελευταία ταινία του Βάλτερ Σάλες, το «Στον δρόμο». Ο Μπερνάλ ξέρει πολύ καλά ότι χάρη στον Σάλες έγινε σουπερστάρ, όταν ο βραζιλιάνος σκηνοθέτης πριν από μερικά χρόνια του έδωσε τον ρόλο του Τσε Γκεβάρα στα «Ημερολόγια μοτοσικλέτας». «Οχι, ρε γαμώ το, θα έχω φύγει» απαντά ο Μπερνάλ. «Αλλα, αν δείτε τον Βαλτίνιο, δώστε του τους χαιρετισμούς μου. Είναι ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο. Γιατί με αυτή την ταινία έζησα την καλύτερη εμπειρία της ζωής μου. Τίποτε δεν θα την ξεπεράσει, ποτέ. Τελεία και παύλα».

* Η ταινία «Νο» θα κάνει την πανελλήνια πρεμιέρα της στο τμήμα των Ανοιχτών Οριζόντων του 53ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια θα διανεμηθεί στις αίθουσες από τη StraDa Films.