Τώρα στο μνημείο Καστά έχουμε από όλα. Οχι έναν αλλά πολλούς νεκρούς. Και άνδρα και γυναίκα. Και ενταφιασμό και καύση. Και γλυπτούς διακόσμους, και μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, και σφίγγες, η μία ακέφαλη, όπως και ακέφαλα σκελετικά κατάλοιπα, και γλυπτά γυναικείων μορφών, τις καρυάτιδες, και τον τύμβο με τη γεωφυσική διασκόπηση που άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο και για άλλες εκπλήξεις στα σπλάχνα του λόφου της Αμφίπολης.
Το μόνο που δεν έχουμε είναι η φωνή των ανασκαφέων. Λείπουν η σύνθεση των ανασκαφικών δεδομένων, η μελέτη των στοιχείων που έχουν προκύψει και η σύνδεσή τους ώστε να αναπτυχθεί ένας γόνιμος επιστημονικός διάλογος. Η ανάδειξη του επιμέρους κυριαρχεί. Η αποσπασματικότητα στην προσέγγιση οδηγεί πάντα στον προσανατολισμό της σκέψης κοινού και επιστημόνων στο ύμνο του εφήμερου στην επικοινωνιακή επαφή με τα μνημεία. Ακόμη κι αν ένα σπουδαίο μνημείο δεν χάνει ποτέ τη σπουδαιότητά του στο διηνεκές από τα ελλείμματα του «παρόντος», η ανάγκη της σύνθεσης είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Φαίνεται ότι είναι ώρα πια να καθήσει η σκόνη της ανασκαφής, όχι για να σκεπάσει τις αμφισβητήσεις που ήδη από την αρχή ακούγονται για τον τρόπο της. Είναι η ώρα που οι ανασκαφείς επιβάλλεται να βάλουν τη σφραγίδα τους στη σκαπάνη τους με τα επιχειρήματα της έρευνάς τους και την ολοκληρωμένη μελέτη των ευρημάτων τους. Που να αναδεικνύουν τον προσανατολισμό της άποψής τους για τη λειτουργία και τον ρόλο του μνημείου. Σε αυτή την περίπτωση και η μάχη διαφορετικών απόψεων μπορεί να αποκτήσει ενδιαφέρον ουσιαστικού διαλόγου, ακόμη και απόρριψης της θέσης της ανασκαφικής ομάδας. Προσώρας το σίριαλ της Αμφίπολης συνεχίζεται, με παραλλαγή από… θρίλερ, με πρωταγωνιστές τους σκελετούς των πέντε.
Πάντως όλοι αναζητούμε –άλλοι ανοιχτά, πολλοί έστω και ενδόμυχα –ταυτίσεις κυρίως με ιστορικά πρόσωπα, ενώ τα σενάρια δίνουν και παίρνουν για προσωπικότητες που μπορούν να συνδέονται με το μνημείο. Το πλούσιο οστεολογικό υλικό και οι πέντε νεκροί εντός του τάφου έδωσαν τροφή για βουτιά στο περιβάλλον του Κάτω Κόσμου.
Ο ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ κ. Μιχάλης Τιβέριος θεωρεί ότι ενισχύεται το ενδεχόμενο να είναι οικογενειακός τάφος, εφόσον οι πέντε νεκροί ετάφησαν εκεί. Η εξέταση DNA μπορεί να τεκμηριώσει αν έχουν μεταξύ τους συγγένεια εξ αίματος. Προσθέτει όμως –αν και εννοείται, το τονίζει –ότι μέσω DNA δεν μπορεί να υπάρξει συσχέτιση αν είναι συγγενείς εξ αγχιστείας.
Ο κ. Τιβέριος σημειώνει ότι οι οικογενειακοί τάφοι ήταν σε χρήση για κάποιο χρονικό διάστημα. Επίσης, εστιάζοντας στο νεκρό νεογνό, επισημαίνει ότι στην Αρχαιότητα η μία στις τρεις γέννες κατέληγε σε απώλεια ζωής είτε της γυναίκας είτε του μωρού. Στον τέταρτο θάλαμο του ταφικού μνημείου βρέθηκαν οστά νεογέννητου ατόμου. Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες που έκαναν την ανθρωπολογική έρευνα, ότι στον γυναικείο σκελετό φαίνεται πως αποδίδονται τα περισσότερα οστά που βρέθηκαν στον κιβωτιόσχημο τάφο ένα μέτρο πάνω από το δάπεδό του. Μάλιστα, το κρανίο της είναι σχετικά καλά διατηρημένο. Η γυναίκα αυτή ήταν γηραιά για τα δεδομένα της εποχής, μια και η ηλικία της προσδιορίστηκε στην κατηγορία «άνω των 60 ετών».
Κατά την άποψη του κ. Τιβέριου, μετά και τις εξελίξεις με την οστεολογική μελέτη, είναι η ώρα να αρχίσει η μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων, σε συνδυασμό με τη στρωματογραφία και με τα υλικά κατάλοιπα που βρέθηκαν, κινητά ή ακίνητα.
Ρωτήσαμε τον καθηγητή κ. Τιβέριο σχετικά με το… σαφάρι της ταυτότητας του νεκρού, που κατά πολλούς είναι το μείζον, μετά την ανακάλυψη ενός τέτοιου μνημείου στον λόφο Καστά. Ο καθηγητής αναφέρεται στην ανεκτίμητη σπουδαιότητα του μνημείου ιεραρχώντας διαφορετικά τη σημασία της ανακάλυψης. «Η αρχαιολογική επιστήμη εμπλουτίστηκε με όσα μας έδωσε το σημαντικό αυτό μνημείο. Αποκτήσαμε πολλές σημαντικές γνώσεις στον τομέα της ταφικής αρχιτεκτονικής αλλά και σε άλλους τομείς, όπως της αρχαίας γλυπτικής». Επομένως, «για μένα η ταυτότητα του νεκρού είναι δευτερεύον στοιχείο». Και συμπληρώνει: «Υπάρχει περίπτωση να μην τη μάθουμε ποτέ». Ο ίδιος θεωρεί ότι το μνημείο συνδέεται με πρόσωπα που έζησαν ή σχετίζονται με κάποιον τρόπο με την Αμφίπολη. «Από τη στιγμή που δεν βρέθηκε επιγραφή μπορεί να μη μάθουμε σε ποια επιφανή οικογένεια της Αμφίπολης ανήκε το μνημείο» λέει.
Ο κ. Τιβέριος θέλει να ακουστούν οι ανασκαφείς. Είναι η ώρα να μιλήσουν, σημειώνει, για όσα βρήκαν και να μελετήσουν τα ανασκαφικά δεδομένα. Ενα από τα πρώτα προβλήματα που έχουν να λύσουν αφορά τα στοιχεία βάσει των οποίων χρονολογούν το μνημείο στον 4ο αι. π.Χ. και επίσης τον προσδιορισμό ως προς τον λόφο σχετικά με το ποιο τμήμα ήταν φυσικό και πιο τεχνητό. Επείγει, τονίζει, να δοθούν τα ανασκαφικά δεδομένα που να επιτρέπουν μια στενότερη και καλύτερη χρονολόγηση του μνημείου. «Δεν αποκλείω» σημειώνει «το μνημείο να τοποθετείται στο πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ.». Θεωρεί πιθανότατο να βρεθούν κι άλλοι τάφοι στον λόφο Καστά που κατά την άποψή του θα συνδέονται με την ίδια οικογένεια.
Και μετά την ανακάλυψη των σκελετικών καταλοίπων που αντιστοιχούν σε πέντε άτομα ο κ. Τιβέριος επιμένει στην άποψη ότι «το ταφικό μνημείο, ο μεγάλος αναλημματικός τοίχος που περιβάλλει τον τύμβο και το λιοντάρι στην κορυφή του είναι σύγχρονα, έγιναν την ίδια εποχή. Σε μια τέτοια περίπτωση θα περίμενα ο πρώτος νεκρός που θάφτηκε σε αυτόν τον εντυπωσιακό τάφο να είναι άνδρας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ