Αντιδράσεις, ύβρεις, ακόμη και απειλές για «κρέμασμα στην πλατεία Συντάγματος», έχει προκαλέσει η πρόταση του εισαγγελέα Εφετών κ. Ισίδωρου Ντογιάκου προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών για τη Χρυσή Αυγή. «Το Βήμα» έχει στη διάθεσή του επιστολή, και μάλιστα επώνυμη, που τον «στολίζει» με σωρεία κοσμητικών επιθέτων, τον αποκαλεί στην καλύτερη περίπτωση «πιόνι», εξαπολύει βέλη για «ψευδομάρτυρες» και «ενδείξεις-εικασίες», αλλά και φοβέρες του τύπου «ό,τι πράξατε, θα λάβετε». Παρά το γεγονός ότι η επιστολή είναι γραμμένη σε πρώτο ενικό, εν τούτοις φέρει από κοινού υπογραφή, από την «οικογένεια» συγκεκριμένου προφυλακισμένου μέλους της Χρυσής Αυγής, τον οποίο και προσδιορίζουν οι οικείοι του ως «πολιτικό κρατούμενο».
Από την πολιτική στα εγκλήματα


Το πλέον πρωτότυπο στοιχείο στην εισαγγελική πρόταση εξάλλου είναι ο χαρακτηρισμός ενός πολιτικού κόμματος ως εγκληματικής οργάνωσης. Ακούγεται ίσως βαρύγδουπο, αλλά ποτέ άλλοτε στα χρονικά, όχι μόνο στην εγχώρια πραγματικότητα αλλά και σε διεθνή κλίμακα, δεν έχει προσδεθεί πολιτικός σχηματισμός στο άρμα του εγκλήματος, του κοινού ποινικού. Ο εισαγγελικός λειτουργός αποτυπώνει στον πυρήνα του κειμένου του το πώς ένα κόμμα ξέφυγε από τους σκοπούς του και έφθασε στο σημείο να εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα. Επισημαίνει άλλωστε ότι η εγκληματική δράση άρχισε να εντείνεται μετά την είσοδο της Χρυσής Αυγής στο Κοινοβούλιο, το 2012, για να κορυφωθεί με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο εισαγγελέας εστίασε υποχρεωτικά στα περιστατικά που έχουν λάβει χώρα από το 2008, μολονότι είχε στα χέρια του στοιχεία για περισσότερους από 300(!) ξυλοδαρμούς, που χρονολογούνται περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οπότε ο Νίκος Μιχαλολιάκος εχρίσθη αρχηγός της Χρυσής Αυγής –λόγω παραγραφής τα στοιχεία αυτά δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση, είναι προφανές ότι στην 700 σελίδων πρόταση Ντογιάκου έχουν ενσωματωθεί συγγράμματα, ψηφίδες της υφιστάμενης νομολογίας, αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, ενώ κορυφαίο ρόλο διαδραματίζει η απόφαση του κ. Μιχάλη Μαργαρίτη «σταθμός» για τον δικαστικό κόσμο –ως προς τη «17 Νοέμβρη», η οποία και προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά της «εγκληματικής οργάνωσης», αναφέρεται στους στόχους της και ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί μια οργάνωση να βαπτιστεί ως τέτοια.
Συστηματική εργασία πολλών μηνών


Εμπειροι δικαστικοί εκτιμούν ότι ο κ. Ντογιάκος έχει δομήσει αυστηρά το ογκώδες ανακριτικό υλικό που συνέλεξαν οι εφέτες ανακρίτριες κυρίες Ιωάννα Κλάπα και Μαρία Δημητροπούλου, καταλήγουν μάλιστα από κοινού ότι η πρόταση δεν αποτελεί προϊόν ημερών ή εβδομάδων, αλλά υποκρύπτει συστηματική εργασία πολλών μηνών. Δηλώσεις που έγιναν στον Τύπο από την αρχή της δίωξης, φωτογραφίες, videos, τυχαίες συνομιλίες, ό,τι βρέθηκε στα σπίτια των κατηγορουμένων, στοιχεία που διέθετε η Ασφάλεια, μετεξελίχθηκαν σε οργανικό σύνολο για να επιτευχθεί η νομική υπαγωγή του.
Οι ίδιες πηγές διακρίνουν και κάτι ακόμη, λανθάνον για τους περισσότερους: επαληθεύονται πλήρως οι προστατευόμενοι μάρτυρες, αυτοί που οι περισσότεροι από τους 70 κατηγορουμένους χαρακτηρίζουν «ψευδομάρτυρες». Τα ευρήματα βρίσκουν πλήρη αντιστοιχία στις αρχικές μαρτυρίες τους: επιβεβαιώνουν τις καταγγελίες, όπως αυτές για τα γυμνάσια και τις νυχτερινές επιθέσεις, ακόμη και για τα πρόσωπα που εμφανίζονται ως ηγετικά στην πυραμιδική εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής.
Η επιστολή κατά Ντογιάκου δεν είναι η μόνη επώνυμη αντίδραση, έχουν εξάλλου καθ’ όλη τη διάρκεια της ανακριτικής έρευνας υποβληθεί μηνύσεις εναντίον του, με κορυφαία αυτή του Ηλία Κασιδιάρη, για παράβαση καθήκοντος, όταν διαπιστώθηκε ότι είχε γραφεί λανθασμένη ημερομηνία στα εντάλματα προσωρινής κράτησης των βουλευτών Στάθη Μπούκουρα, Γιώργου Γερμενή και Παναγιώτη Ηλιόπουλου – αντί για 11 και 12 Ιανουαρίου, αναγραφόταν 9 Ιανουαρίου.
Στη σελίδα 20 της εισαγγελικής πρότασης καθρεφτίζονται τα προσκόμματα που παρενέβαλαν κοινοβουλευτικοί της Χρυσής Αυγής στην εξέλιξη της διαδικασίας. Μετά τις πολλαπλές αιτήσεις εξαίρεσης των συγκεκριμένων ανακριτριών, σωρεία ενστάσεων ακυρότητας υποδηλώνει την άρνηση των κρατουμένων να αντιληφθούν πώς και γιατί συνελήφθησαν ενώ διατηρούν τη βουλευτική ιδιότητα. Η αντιδικία εδράζεται στην έννοια του αυτοφώρου, στο αν έπρεπε να ζητηθεί η άδεια του Σώματος για τη σύλληψή τους, με τις Αρχές να συναινούν στο γεγονός ότι τα περί εγκληματικής οργάνωσης συνιστούν διαρκές αδίκημα.
Η Χρυσή Αυγή, λάβρα κατά Ντογιάκου, εποπτεύοντος εξαρχής των ερευνών, τον έχει εμφανώς στοχοποιήσει από τις συνομιλίες ακόμη του πρώην γενικού γραμματέα της κυβέρνησης Τάκη Μπαλτάκου με τον βουλευτή Ηλία Κασιδιάρη, ως «υποχείριο του Σαμαρά». Στην ιστοσελίδα της τον εμφανίζει ως εισαγγελέα των «ειδικών αποστολών».


Φάκελοι
Από τη βίλα της Εκάλης και τα ομόλογα ως το μίνι παραδικαστικό

Το βιογραφικό του κ. Ντογιάκου μπορεί κάλλιστα να τροφοδοτήσει τον οποιονδήποτε έχοντα λόγους να τον εχθρεύεται: ξεκίνησε την καριέρα του πριν από 30-31 ολόκληρα χρόνια. Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ασχολήθηκε με τη βίλα της Εκάλης και το πού βρήκε τα λεφτά για να την κτίσει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αργότερα, ήταν εκείνος που ασχολήθηκε με τις παράνομες ελληνοποιήσεις, υπόθεση που μπήκε στο αρχείο με πολιτική πράξη, αλλά και με το σκάνδαλο που ταλάνισε επί μήνες την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, σχετικό με τις άγονες γραμμές και πρωταγωνιστή τον πρώην υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας Αριστοτέλη Παυλίδη και τον στενό του συνεργάτη Παναγιώτη Ζαχαρίου.
Ο συγκεκριμένος εισαγγελέας έβαλε και τη δική του υπογραφή στην υπόθεση των ομολόγων των Ταμείων, όπως αυτό των δημοσιογράφων (ΤΣΠΕΑΘ), αλλά και στη σχετική με το Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας, στην οποία είχε εμπλακεί ο πρώην γενικός διευθυντής του ΠαΣοΚ Γιάννης Παπακωνσταντίνου.
Από τα χέρια του πέρασε επίσης ο φάκελος που έχει μείνει στη δικαστική αργκό ως «μίνι παραδικαστικό», με ονόματα όπως του αρχιμανδρίτη Ιάκωβου Γιοσάκη, του δικαστή Ευάγγελου Καλούση και του πρώην βουλευτή Πέτρου Μαντούβαλου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ