Την αντίδραση των εργαζομένων της ΕΡΓΟΣΕ προκάλεσε ο αποκλεισμός της εταιρείας από την ενημέρωση της Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής για το έργο της επέκτασης του προαστιακού σιδηροδρόμου στο Λαύριο, που πραγματοποίησε προ ημερών ο υπουργός Υποδομών, κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης.
Όπως λένε, σύμφωνα με τον νόμο, η ΕΡΓΟΣΕ είναι αποκλειστικώς υπεύθυνη για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των έργων, «χωρίς να προβλέπονται άλλες διαδικασίες ενδιάμεσων ελέγχων και εγκρίσεων τεχνικού χαρακτήρα από τον ΟΣΕ, πλην της αρχικής έγκρισης-ανάθεσης του εκάστοτε έργου, στην οποία καθορίζονται πλήρως και τα βασικά λειτουργικά, τεχνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά του».
«Η ΕΡΓΟΣΕ ιδρύθηκε κατ’ επιταγή της ΕΕ για να διαδραματίσει τον ρόλο αυτό προκειμένου η χώρα να εναρμονιστεί με τα ισχύοντα σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες διεθνώς, δεδομένου ότι τότε είχε κριθεί πολλαπλώς η ανεπάρκεια της δομής, των μέσων και του διαθέσιμου προσωπικό του ΟΣΕ για τον συγκεκριμένο σκοπό. Είναι δε σαφές ότι αυτή η ανεπάρκεια του ΟΣΕ είναι πολύ μεγαλύτερη σήμερα, δεδομένου ότι οι δομές και το επιστημονικό προσωπικό του έχουν αποδεκατιστεί λόγω των πρόσφατων περικοπών» σημειώνουν.
Σε σχέση με την επέκταση του Προαστιακού, τονίζουν ότι «δεν υφίσταται, παρά τα κατ’ επανάληψη δηλωθέντα, κανένα δίλημμα ύπαρξης δύο «εναλλακτικών» λύσεων για το εν λόγω έργο, δηλαδή η κατά μαγικό τρόπο «Φθηνή Λύση ΟΣΕ» κόστους 140 εκατ. € με μέγιστη ταχύτητα 120χλμ/ω, έναντι της δήθεν «Ακριβής Λύσης ΕΡΓΟΣΕ» κόστους 280 εκατ. € με μέγιστη ταχύτητα 160 χλμ./ώρα και όφελος χρόνου μετάβασης της τάξης μόλις του 1′ έναντι της πρώτης».
«Η αναφορά του ΟΣΕ σε δήθεν λύση «με τα μισά χρήματα», συνολικού προϋπολογισμού μόλις 140εκ είναι απολύτως έωλη, καθώς δεν συμπεριλαμβάνει το κόστος των απαραίτητων απαλλοτριώσεων, το οποίο η ΕΡΓΟΣΕ αλλά και ανεξάρτητοι πιστοποιημένοι εκτιμητές προσδιορίζουν σε κάθε περίπτωση σημαντικά άνω των 100 εκατ. €. Συνεπώς, η αρχική προεκτίμηση της ΕΡΓΟΣΕ για έργο συνολικού ύψους 280 εκατ. €, συμπεριλαμβανομένων των απαλλοτριώσεων (παρά τα ανακριβώς περί του αντιθέτου δηλωθέντα από τον Πρόεδρο του ΟΣΕ), αποτελεί την μοναδική έως σήμερα διαθέσιμη και βάσει μελετών επιστημονικά τεκμηριωμένη προεκτίμηση» συνεχίζουν.
«Προκαλεί ωστόσο προφανή απορία, γιατί ο ΟΣΕ επιδιώκει επίμονα (από την φάση δημοπράτησης των προμελετών ακόμη) την κατάργηση στάσεων και των περισσότερων ανισόπεδων διαβάσεων στην πυκνοκατοικημένη και ταχέως αναπτυσσόμενη ανατολική Αττική των 200.000 κατοίκων, την ίδια στιγμή που μόλις πρόσφατα και με την σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου, προκήρυξε μελέτες ύψους 10 εκατ. € στο τμήμα Δράμα – Παρανέστι –Σταυρούπολη, για την κατασκευή νέων στάσεων και την πλήρη ανισοπεδοποίηση των αγροτικών οδών, σε δεκάδες χιλιόμετρα σιδ/κης γραμμής εν μέσω αγρών και δασών. Θεωρούμε ότι η αντίφαση αυτή θα έπρεπε να προβληματίσει ιδιαίτερα τον κ. Υπουργό, τόσο για τα πραγματικά κίνητρα των ενστάσεων του ΟΣΕ, όσο και λόγω της δεδηλωμένης ευαισθησίας του έναντι των «φαραωνικών σχεδιασμών» και της χρηστής διαχείρισης του δημοσίου χρήματος» τονίζουν.
«Η οποιαδήποτε συζήτηση για το πραγματικό κόστος του έργου είναι εκ των πραγμάτων άκαιρη και πρόωρη. Αποτελεί αντικείμενο της τελικής φάσης σχεδιασμού του έργου, καθώς η υφιστάμενη ωριμότητα μελετών (αναγνωριστικές μελέτες) δεν επιτρέπει ούτως ή άλλως τον ακριβή προσδιορισμό του τελικού κόστους. Για τον καθορισμό αυτού απαιτείται κατ’ ελάχιστον η εκπόνηση της Β’ φάσης μελετών (προμελέτες), η έγκαιρη δημοπράτηση της οποίας από την ΕΡΓΟΣΕ εμποδίζεται ήδη επί έναν ολόκληρο χρόνο από το Υπουργείο λόγω της ακατανόητης αποδοχής των αβάσιμων και προσχηματικών ενστάσεων του ΟΣΕ, με ορατό πλέον τον κίνδυνο απώλειας των εγκεκριμένων κοινοτικών πιστώσεων των μελετών και κατ’ επέκταση την απώλεια της δυνατότητας χρηματοδότησης της κατασκευής του έργου έως το 2020» επισημαίνουν.
«Ο σχεδιασμός μεγάλων έργων υποδομής που θα καθορίσουν το μέλλον ολόκληρων περιοχών της χώρας για τις επόμενες γενιές, δεν επιτρέπεται να γίνεται με επιπόλαιους εντυπωσιασμούς στη βάση προσωπικών στρατηγικών ορισμένων υπηρεσιακών παραγόντων, με προχειρότητα και ερήμην της απαραίτητης επιστημονικής επάρκειας, γνώσης και τεκμηρίωσης, η οποία πρέπει να παρέχεται από τους θεσπισμένους από την Πολιτεία καθ’ ύλην αρμόδιους και υπεύθυνους προς τον σκοπό αυτό φορείς» καταλήγουν.